Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Αμφισβητείται το έργο του Μανώλη Γλέζου

ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ
Η Ακαδημία Αθηνών να ερευνήσει το «θέμα» Γλέζου!
Ο λέκτορας Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Φίλιππος Κρομμύδας, σε πρόσφατο άρθρο του στον «Πρωινό Λόγο» με τίτλο: «Ποία σημαία κατέβασε ο Μανώλης Γλέζος;», αναπτύσσει πειστική επιχειρηματολογία, καταλήγοντας ότι το δίδυμο Μανώλης Γλέζος – Απόστολος Σιάντας δεν κατέβασαν την Γερμανική Σημαία από την Ακρόπολη των Αθηνών και ότι τα όσα ισχυρίζονται είναι ένα καλοστημένο παραμύθι που το έπλασε αρχικά η φαντασία τους και στη συνέχεια το εκμεταλλεύθηκε δεόντως η κομμουνιστική προπαγάνδα, προς ίδιον όφελός της, κατορθώσασα μάλιστα να το περάσει ως αληθινό σʼ ένα μεγάλο μέρος του λαού μας.
Αυτό το γεγονός πρέπει να ανησυχεί κάθε Έλληνα πολίτη, ιδιαίτερα όμως την πολιτική και πνευματική ηγεσία της χώρας μας επειδή, πέραν των άλλων, κατά τον αρθρογράφο, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε το 1959 τελεσίδικα για κατασκοπεία σε βάρος της Ελλάδος
 σε πέντε χρόνια φυλακή, τέσσερα χρόνια εκτόπιση και οκτώ χρόνια στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Επειδή πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο Μανώλης Γλέζος ευρίσκετο στη Μόσχα για να παραλάβει το βραβείο Λένιν, εξεφράσθη κατά τον αρθρογράφο, υπέρ της λύσεως των Μακεδονικών Μειονοτήτων και διατύπωσε την ελπίδα ότι τριμερείς βαλκανικές διαπραγματεύσεις θα επέτρεπαν σε δεδομένη στιγμή την ίδρυση μιας Αυτονόμου Μακεδονίας. Επειδή ο κ. Γλέζος, κατά τον αρθρογράφο, «διατράνωνε» από την «Φωνή της Αλήθειας» ότι πατρίδα του είναι η Μόσχα. Επειδή τα Πανεπιστήμια Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών, απένειμαν στον κ. Γλέζο τον τίτλο του επιτίμου καθηγητού ή διδάκτορος, λες και επρόκειτο για διεθνή διαγωνισμό ανακηρύξεως του καλυτέρου λογοπλάστη, αναδύεται ένα μεγάλο ερώτημα: «Συνειδητοποιήσαμε τι πράττουμε, πού οδηγούμε την Ελλάδα και ποία ιστορική ευθύνη επωμιζόμεθα»; Σʼ αυτό το σημείο λοιπόν θα μου επιτρέψουν οι αναγνώστες του «Π.Λ.» να απευθύνω υπό μορφή ανοιχτής επιστολής το ακόλουθο κείμενο προς τον Πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών:

«Κύριε Πρόεδρε,
Αποτελεί ευτυχή αλλά και ιστορική συγκυρία το γεγονός ότι τούτη την περίοδο που αμφισβητούνται γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας είσθε ο επικεφαλής του Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Ελλάδος, της περίφημης Ακαδημίας Αθηνών και ταυτόχρονα ο καθηγητής της έδρας της Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δηλαδή ο καθʼ ύλην αρμόδιος.

Έχοντας, λοιπόν, την διπλή αυτή ιδιότητα οφείλετε, περισσότερο παντός άλλου, να ερευνήσετε το ανακύψαν θέμα «Γλέζου», να ευρεθεί η πολυπόθητη αλήθεια. Και απαλλαγμένοι συναισθηματικών φορτίσεων να αποδώσετε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι…», ώστε να μη κατηγορηθούμε από τον ιστορικό του μέλλοντος. Γιατί αυτό το «παραμύθι» όχι μόνο εκθέτει διεθνώς την Ελλάδα αλλά γεννάει πάσης φύσεως επικινδύνους παραμυθάδες οι οποίοι δραστηριοποιούμενοι θα βασανίζουν μονίμως την κοινωνία μας. Αρκετά πονέσαμε πρόσφατα από τις ιδιορρυθμίες, τις παραδοξολογίες και τις ιστορικές ανακρίβειες της κυρίας Ρεπούση, που κατόρθωσε να τις αναγράψει στο βιβλίο της ΣΤʼ Δημοτικού (σχετικά με την καταστροφή της Σμύρνης το 1922), καθώς και για τις επιπολαιότητες της κυρίας Δραγώνα. Και ορθώς επενέβη τότε η Ακαδημία Αθηνών και απεκατέστησε την αλήθεια, ανατρέπουσα τους ψευδείς ισχυρισμούς της κ. Ρεπούση, η οποία, όπως απεδείχθη, «μπέρδεψε» την πανεπιστημιακή της ιδιότητα με τα αριστερά και κομμουνιστικά πιστεύω της.

Ο ιστορικός Θουκυδίδης, που διδάσκεται σʼ όλα τα περιωπής Πανεπιστήμια του κόσμου, στον Επιτάφιο του Περικλέους μας λέγει καθαρά σε ποιους στήνονται ανδριάντες, σε ποιους απονέμει η Πολιτεία τιμές και δόξες και μας προτρέπει όχι μόνο να τους μιμηθούμε, αλλά και να στιγματίζουμε μετά βδελυγμίας κάθε «παραμυθά» και φυγόστρατο, κάθε «Μηδίζοντα» και «Εφιάλτην» συμπεριλαμβάνοντας και αυτούς που συνειδητά ή ασυνείδητα βλάπτουν τα εθνικά μας συμφέροντα και όσους ευρισκόμενοι εκτός Ελλάδος δηλώνουν ότι έχουν π.χ. την Μόσχα πατρίδα τους.

Το ότι οι αρχαίοι πρόγονοί μας είναι οι πρώτοι που ανέπτυξαν συστηματική και προσεγμένη ανάλυση της προπαγάνδας με την καλλιέργεια της ρητορικής και της δημόσιας επιχειρηματολογίας ως μέσου επηρεασμού της σκέψης συγκεκριμένων ομάδων – ακροατών δεν θα πρέπει επʼ ουδενί να μειώσει το χρέος του κάθε Έλληνα πολίτη, πολύ δε περισσότερο το χρέος της πνευματικής ηγεσίας του τόπου μας όπως αντισταθούν με σθένος σε κάθε μορφή προπαγάνδας και αγκιτάτσιας.

Κύριε Πρόεδρε,
Το ότι ένα μέρος της Κοινής Γνώμης, συνειδητά ή ασυνείδητα δέχεται ότι το δίδυμο Γλέζος-Σάντας κατέβασαν την Γερμανική Σημαία απʼ την Ακρόπολη δεν πρέπει να τρομάζει τους ιστορικούς, τους πολιτικούς, πολύ δε περισσότερο τους φιλόσοφους και την Ακαδημία Αθηνών όπως ερευνήσουν σε βάθος το όλο θέμα, αναζητώντας την ΑΛΗΘΕΙΑ. Και αφού την εύρουν να την καταθέσουν δημοσίως, χωρίς περιστροφές και δεόντως τεκμηριωμένη, ώστε κατά την λαϊκή ρήση «ο κάθε κατεργάρης να καθήσει στον πάγκο του». Οφείλουν, εν ανάγκη, να συγκρουσθούν, για το θέμα Γλέζου και με την Κοινή Γνώμη η οποία είναι μία μάλλον αόριστη, λόγω γενικεύσεως, και πολύ αφηρημένη έννοια, ευρύτερη από την σαφώς καθοριζομένη από την ψυχολογία έννοια της μάζας.

Εξάλλου, αυτό που αποκαλούμε Κοινή Γνώμη δεν είναι κατʼ ανάγκη το αποτέλεσμα της στάσεως των ατομικών γνωμών, ούτε καν της πλειοψηφίας των επί ενός θέματος. Είναι περισσότερο μια γενική στάση που καθορίζεται από τα μόνιμα στοιχεία της Κοινής Γνώμης – που είναι οι διάφορες κλασικές αυτόματες στάσεις του κοινού ανθρώπου (λ.χ. η αντίθεση προς την εξουσία, προς τους φόρους, προς την γραφειοκρατία) – από τα ρεύματα που δημιουργούνται στο εσωτερικό της και από την προπαγάνδα. Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε ότι πρόκειται μάλλον για εντύπωση μιας τέτοιας στάσεως παρά για μια πραγματική κοινή στάση έναντι του θέματος.

Και δεν είναι τυχαίο ότι στις ιδιότητες της Κοινής Γνώμης συγκαταλέγονται ο συναισθηματισμός, η επιπολαιότητα, το ευμετάβλητο, η αχαριστία, η ευπιστία, η αντιπάθεια προς τον ορθολογισμό, τον ρεαλισμό και τον σκεπτικισμό. Είναι, λοιπόν, η Κοινή Γνώμη συντηρητική και παθολογικά αυτάρεσκη, απλουστεύει στο έπακρον τα γεγονότα και τις ιδέες και παραμορφώνει το παρελθόν το οποίον συνήθως εξωραΐζει. Θέλει να την κολακεύουν και πείθεται ευχαρίστως ότι «έχει πάντοτε δίκιο». Μισεί εκείνους που της καταστρέφουν αυτήν την ωραία αυταπάτη, που αποκαλύπτουν τα σφάλματά της και στιγματίζουν τις τυχόν αδυναμίες της, έστω κι αν ξέρει ότι το κάνουν για το καλό της. Έτσι, οι μεν δημαγωγοί συμπλέουν παντού και πάντοτε με την Κοινή Γνώμη την οποία και κολακεύουν ασύστολα, οι δε πραγματικοί ηγέτες (πολιτικοί και πνευματικοί) δεν διστάζουν να συγκρουσθούν με αυτήν όταν αδυνατούν να την πείσουν και να την οδηγήσουν προς την σωστή κατεύθυνση επʼ ωφελεία του Έθνους.

Η ιστορία που, κατά τον Κικέρωνα, είναι ο μάρτυρας των εποχών, η λαμπάδα της αλήθειας, η ζωή της Μνήμης, ο δάσκαλος της ζωής, ο αγγελιαφόρος της αρχαιότητας επιβεβαιώνει περίτρανα ότι κοινωνίες που ζούσαν μέσα στη διαφθορά, την αδικία και την αναξιοκρατία, κοινωνίες στις οποίες οι κόλακες και ολίγιστοι ευρίσκοντο στο προσκήνιο, κοινωνίες στις οποίες οι «παραμυθάδες», οι «Μηδίζοντες», οι «Εφιάλτες» και οι «αρνησιπάτριδες» εξασφάλιζαν χρήμα, τιμές, δόξα και ανδριάντα είχαν οικτρό τέλος.

Κύριε Πρόεδρε
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός (κομμουνισμός) και ο εθνικοσοσιαλισμός του Χίτλερ ήταν τα πλέον σκληρά και απάνθρωπα πολιτικά καθεστώτα, όχι μόνο του 20ού αιώνα, αλλά και προγενεστέρων αιώνων μη ανεχόμενα την απειθαρχία και την αντίθετη άποψη σε ό,τι απεφασίζετο. Γνωρίζουμε επίσης ότι την περίοδο που ο κ. Γλέζος ισχυρίζεται ότι κατέβασε την Γερμανική Σημαία από την Ακρόπολη οι δύο δικτάτορες, Στάλιν και Χίτλερ ήσαν σύμμαχοι, βάσει του γνωστού Συμφώνου Μολότωφ – Ρίμπεντροπ. Τότε ευρίσκοντο σε αγαστή συνεργασία και σύμπνοια απολαμβάνοντες τα κατορθώματα του διαμελισμού της Πολωνίας και των μεγάλων νικών κατά της Αγγλίας και των συμμάχων της.

Είναι επίσης πασίγνωστη η σκληρότητα του Στάλιν και του ΚΚΕ σʼ όσους κομμουνιστές ή μη έφεραν εμπόδια στους στόχους του κόμματος και των αγαπητών συμμάχων όπως ο Χίτλερ. Το πώς, λοιπόν, ο «νεοσσός» κομμουνιστής Γλέζος διανοήθηκε να «ξεφτιλίσει» τον επιστήθιο φίλο και σύμμαχο Χίτλερ, αγνοώντας τον «πατερούλη» Στάλιν και την πιστή στη Μόσχα ηγεσία του ΚΚΕ, είναι απορίας άξιον και χρήζει βαθειάς ερεύνης μαζί με τα άλλα ερωτήματα που θέτει ο αρθρογράφος κ. Κρομμύδας και τα οποία όντως είναι αμείλικτα.

Με βαθειά εκτίμηση».