Πέμπτη 17 Μαρτίου 2022

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη στηρίζει τρομοκράτες για να διαμελίσει ολόκληρα κράτη



Πως επισκεφθήκαμε τους μαχητές UCK για να απελευθερώσουμε τους δικούς μας ανθρώπους. Αναμνήσεις από την «Πορεία Ειρήνης» στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια Ντεγιάν Μπαλιοσέβιτς
Ο Δεκέμβριος για τους Σέρβους του Κοσσυφοπεδίου δεν είναι μόνο μια χαρούμενη περίοδος προετοιμασίας για τους εορτασμούς των Χριστουγέννων. Αυτή είναι, επίσης, η εποχή των θλιβερών αναμνήσεων των πολύ πρόσφατων συμφορών. Είναι ο καιρός της προσευχής για τους αθώους νεκρούς αδελφούς μας που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ώρα περισυλλογής και επίγνωσης για το γεγονός ότι οτιδήποτε υλικό θα εξαφανιστεί αλλά η ειλικρινής προσευχή, γεμάτη αγάπη ενισχύει τον άνθρωπο στις θλίψεις και δοκιμασίες.

Το φθινόπωρο εκείνο του 1998, υπήρχε έντονη η αίσθηση του πολέμου στην ατμόσφαιρα και όλοι καταλάβαιναν ότι αυτός θα ξεκινούσε σύντομα.
 «Το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου και των Μετοχίων» απασχολούσε πλέον όχι μόνο τη Σερβία αλλά και όλες τις «πολιτισμένες» χώρες του κόσμου. Η ξένη παρουσία έγινε εμφανής, η αποστολή του ΟΑΣΕ δρούσε επίσημα στο σερβικό έδαφος. Είναι αλήθεια, όμως, ότι τους ανθρώπους του ΟΑΣΕ δεν ενδιέφερε και πολύ το γεγονός των συχνών επιθέσεων των τρομοκρατών του UCK, του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου» σε Σέρβους αστυνομικούς και τις απαγωγές απλών πολιτών της περιοχής σερβικής καταγωγής. 

Η εμφάνιση της αποστολής του ΟΑΣΕ τον Οκτώβριο του 1998 οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι οι Σέρβοι αστυνομικοί άρχισαν να απαντούν στις επιθέσεις των τρομοκρατών με ανταπόδοση πυρών. Η κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο χειροτέρευε ραγδαία και οι συγκρούσεις έγιναν συχνότερες.




«Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και των μαχών οι τρομοκράτες απήγαγαν περισσότερους από εκατό άμαχους πολίτες, τους οποίους έπιαναν στο δρόμο ή άρπαζαν από τα σπίτια τους


Η πιο αιματηρή σύγκρουση σημειώθηκε την Παρασκευή, 17 Ιουλίου, όταν τρομοκράτες του UCK επιτέθηκαν ξαφνικά στην πόλη μας, το Οράχοβατς και στα περίχωρά του. Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν η πρώτη επίθεση των κακοποιών σε έναν τόσο μεγάλο οικισμό και πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα από πολλές κατευθύνσεις. 

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και των μαχών οι τρομοκράτες απήγαγαν περισσότερους από εκατό άμαχους Σέρβους, τους οποίους έπιαναν στο δρόμο, άρπαζαν από τα σπίτια τους ή ακόμα και από τα χωράφια. Οι μισοί από αυτούς, κυρίως άνδρες, μεταφέρθηκαν γρήγορα προς άγνωστη κατεύθυνση.

Οι τρομοκράτες του «Απελευθερωτικού στρατού του Κοσσόβου» κατευθύνονται προς το Οράχοβατς κατά μήκος του ορθόδοξου κοιμητηρίου, 17.07.1998

Οι σκληρές οδομαχίες για το Όραχοβατς και τα προάστια έδειξαν ότι τα διεθνοτικά προβλήματα στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια δεν μπορούν να επιλυθούν ειρηνικά και ότι δεν πρόκειται για μυθικά «ανθρώπινα δικαιώματα», όπως προσπάθησε να τα παρουσιάσει η δυτική προπαγάνδα, αλλά για εθνοκάθαρση, μέσω της οποίας οι Αλβανοί τρομοκράτες προσπάθησαν να επεκτείνουν το έδαφος της επιρροής τους.

Η επίθεση του UCΚ στην μονή Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού στο χ. Ζότσισε

Η πόλη και τα προάστια του Όραχοβατς απελευθερώθηκαν από τις σερβικές δυνάμεις ασφαλείας που έσπευσαν στην περιοχή. Κατά τη διάρκεια των μαχών 9 Σέρβοι και εκατό Αλβανοί σκοτώθηκαν. Μέρος των απαχθέντων Σέρβων πολίτων διασώθηκαν από τα αλβανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης χάρη στην παρέμβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού αλλά ήταν άγνωστη η τύχη των 43 Σέρβων που μεταφέρθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση στην αρχή της πολιορκίας.

Περνούσαν μέρες, εβδομάδες, μήνες, αλλά δεν υπήρχε κανένα νέο για την τύχη των αγνοουμένων συγγενών, γειτόνων, φίλων μας. Χάναμε την ελπίδα μας και δεν είχαμε, πλέον, καμία εμπιστοσύνη ούτε σε διεθνείς οργανισμούς αλλά και ούτε στις σερβικές αρχές από τις οποίες, απελπισμένα ζητούσαμε βοήθεια καθημερινά.


« Δεν υπήρχαν νέα για την τύχη των αγνοουμένων συγγενών, γειτόνων και φίλων μας

Βρισκόμασταν μεταξύ της Σκύλλας και Χάριβδης. Αφενός, η αποστολή του ΟΑΣΕ υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Γουόκερ, ο οποίος παρακολουθούσε απολύτως παθητικά τα δεινά των Σέρβων και υποστήριζε ανοιχτά τους Αλβανούς «επαναστάτες» (ούτε λόγος για «τρομοκράτες»!) και αφετέρου οι δεμένοι χειροπόδαρα αστυνομικοί μας, που απειλούνταν συνεχώς από τη «διεθνή κοινότητα» με κυρώσεις για «κατάχρηση εξουσίας» και «δυσανάλογη χρήση βίας». Έτσι συνειδητοποιήσαμε ότι πρέπει να δράσουμε μόνοι μας με όποιες συνέπειες. Εξάλλου, κουραστήκαμε να φοβόμαστε.

Ξέραμε ότι ήταν αδύνατον να περιμένουμε άλλο και ότι η ζωή των αδελφών μας εξαρτιόταν, πλέον, μόνο από εμάς. Αποφασίσαμε λοιπόν να κάνουμε μία πράξη απελπισίας, να πάμε, δηλαδή, στα κεντρικά γραφεία του τοπικού παραρτήματος του UCK (υπήρχαν ήδη σχεδόν επίσημα) και να απευθυνθούμε απευθείας στον διοικητή των μαχητών ζητώντας να απελευθερωθούν οι κρατούμενοι που κρατούσαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. 

Ονομάσαμε αυτή τη δράση «Πορεία Ειρήνης» και προγραμματίσαμε την πορεία μας για τις 10 Δεκεμβρίου. Χάρη στα μέσα ενημέρωσης για την «Πορεία Ειρήνης» μαθεύτηκε όχι μόνο στο Οράχοβατς. Οι συγγενείς και φίλοι των αγνοουμένων Σέρβων σε όλο το Κοσσυφοπέδιο αποφάσισαν να λάβουν μέρος στην διαδήλωσή μας.

Καθώς πλησίαζε η ημέρα της «Πορείας Ειρήνης», αυξάνονταν οι εντάσεις, νιώθαμε την νευρικότητα των εκπροσώπων του ΟΑΣΕ και των αστυνομικών μας – τους οποίους ειδοποιήσαμε εκ των προτέρων για την πρόθεσή μας.

Η δουλειά μου εκείνη την ημέρα ήταν να συνοδεύσω δημοσιογράφους από το Βελιγράδι που ήθελαν να καλύψουν το γεγονός. Θυμάμαι πως τους οδήγησα στο κέντρο του Οράχοβεας, απ’ όπου έπρεπε να ξεκινήσει η πορεία. Εκεί είχαν ήδη συγκεντρωθεί περίπου 12.000 συμμετέχοντες. 

Μετά από μια σύντομη ομιλία του Ράνκο Ντζίνοβιτς, ενός από εκείνους τους Σέρβους των οποίων τα μέλη της οικογένειάς του είχαν απαχθεί και ο οποίος ανάγνωσε μια μακρά λίστα με τα ονόματα των εξαφανισμένων συγγενών, φίλων και γειτόνων μας, η πένθιμη λιτανεία μας, με επικεφαλής τον πρόεδρο της κοινότητας, Aνζέλκο Κολάσινς καθώς και τον αρχιερατικό επίτροπο της περιοχής τον ιερέα Μιλένκο Ντραγιτσέβιτς, ξεκίνησε, με κατεύθυνση προς τα κεντρικά γραφεία της UCK, στο χωριό Μαλίσεβο.

 Η πορεία μας συνοδευόταν από τη σερβική αστυνομία και το προσωπικό του ΟΑΣΕ, κάτι, το οποίο έκαναν εξαιρετικά απρόθυμα. Όλοι τους, λίγες μέρες νωρίτερα, προσπαθούσαν επίμονα να μας πείσουν να εγκαταλείψουμε την πρόθεσή μας, με το πρόσχημα της πιθανής αδυναμίας τους να προστατεύσουν εμάς, τους Σέρβους δηλαδή, σε ένα τόσο επικίνδυνο εγχείρημα. 

Δηλαδή, φαινόταν σαν να φταίμε εμείς οι ίδιοι που τολμήσαμε να υπερασπιστούμε τους συγγενείς, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τον ΟΑΣΕ, θα μπορούσε να συμβάλει στην αύξηση της έντασης στην ήδη δύσκολη κατάσταση στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια.

Η «Πορεία Ειρήνης» εξερχόμενη της πόλης Οράχοβετς

Μόλις απομακρυνθήκαμε από την πόλη και αφού δεν είχαμε διανύσει ούτε δύο χιλιόμετρα, μας σταμάτησαν στο φυλάκιο της UCK. Προέκυψε μία σύγχυση στις πρώτες σειρές.

 Οι αστυνομικοί, μας συμβούλεψαν επίμονα να σταματήσουμε την πορεία γιατί στο εξής δεν θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλειά μας. Μερικοί από τους συμμετέχοντες συμφώνησαν και προέτρεψαν τους υπόλοιπους να επιστρέψουν. Έλεγαν – «Φτάνει, ο στόχος της πορείας έχει ήδη επιτευχθεί σε κάποιο βαθμό αφού μπορέσαμε να επιστήσουμε την προσοχή της κοινής γνώμης στην τύχη των απαχθέντων Σέρβων. 

Αρκετά, πρέπει να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Είναι επικίνδυνο να προχωρήσουμε πάρα κάτω. Αλλά η πλειοψηφία των διαδηλωτών απάντησε - «Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή! Θέλουμε να μάθουμε για την τύχη των συγγενών μας!». Και συνεχίσαμε την πορεία μας.

Οι διαδηλωτές της «Πορείας Ειρήνης» καθοδόν προς το χωριό Ντραγκομπίλ – έδρα του UCK

Συνειδητοποιώντας ότι οι διαδηλωτές δεν θα εγκατέλειπαν την πρόθεσή τους η σερβική αστυνομία καθώς και οι εκπρόσωποι του ΟΑΣΕ συνέχισαν να συνοδεύουν τη πομπή, σε συνεχή επαφή με τα αρχηγεία τους, ειδοποιώντας τους για την εξέλιξη της εκδήλωσης. Έτσι διανύσαμε 14 χιλιόμετρα μέχρι το χωριό Ντραγκομπίλ όπου βρισκόταν το αρχηγείο του «Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσσυφοπεδίου».

Μετά από μια σύντομη ανάπαυση επιλέξαμε τρία άτομα για να διαπραγματευτούμε με τους Αλβανούς. Ο σκοπός τους ήταν να συλλέξουν πληροφορίες για την τύχη των αδελφών μας παρουσία εκπροσώπου του ΟΑΣΕ. Ένας από τους τρεις διαπραγματευτές ήταν ο Πάβλε Κοστιτς από το χωριό Ρετίμλε από την οικογένεια του οποίου απήχθησαν 14 άτομα...

Χρειάστηκε να περιμένουμε περισσότερο από μία ώρα την άφιξη των Αλβανών. Όλη αυτή την ώρα οι εκπρόσωποι του ΟΑΣΕ προσπαθούσαν να τους πείσουν να συνομιλήσουν με τους Σέρβους. Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν στο πρατήριο καυσίμων «Πατσάριζι» (το βενζινάδικο αυτό υπάρχει ακόμα αλλά με διαφορετική ονομασία). Περιμέναμε τα αποτελέσματα των συνομιλιών με ανυπομονησία αλλά και με φόβο.

Χώρος διαπραγμάτευσης – βενζινάδικο «Πατσάριζι» στο χωριό Ντραγκομίλ

Και είχαμε επίσης την ευκαιρία να δούμε τους ανθρώπους που ήταν οι επέτειοι των δεινών μας. Δεκάδες καμουφλαρισμένα άτομα με όπλα κοιτούσαν τους Σέρβους χωρίς ιδιαίτερη φιλικότητα. Περνούσαν, επιδεικτικά, μπροστά μας, επιδεικνύοντας τα όπλα τους. Ήταν προφανές ότι μετά την ήττα στις μάχες για το Όραχοβατς, ο «Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου» έγινε πολύ πιο ισχυρός. Επιπλέον, η τρομοκρατία της ενημέρωσης που εξαπέλυσαν εναντίον μας τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, παρουσιάζοντας τους Σέρβους ως τα τέρατα της Κολάσεως και ως τους κύριους υπαίτιους όλων των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, εμψύχωνε τους τρομοκράτες. Ας μην ξεχνάμε την ηθική (και όχι μόνο ηθική) υποστήριξη του ΟΑΣΕ και άλλων οργανώσεων του «πολιτισμένου κόσμου» στους Αλβανούς. Στο κάτω κάτω, αυτοί, οι Αλβανοί, απλώς «πολεμούν για την ελευθερία τους από τους φοβερούς Σέρβους τυράννους», προσπαθώντας να αποκτήσουν τα συνήθη ανθρώπινα δικαιώματα! Έτσι μας κοίταζαν με κακία, συχνά χασκογελώντας.

Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στις ειρηνικές προθέσεις των δυτικών χωρών προς τη Σερβία. Η Δύση δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να σταματήσει τις συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο και τα Μετόχια. Υπήρχε μόνο η επιθυμία να χρησιμοποιήσει αυτή τη σύγκρουση για τους δικούς της γεωπολιτικούς σκοπούς. Οι Αλβανοί, με τη σειρά τους, εκμεταλλεύτηκαν επιδέξια αυτή την επιθυμία, προκαλώντας με επιτυχία έναν πόλεμο για τον οποίο το ΝΑΤΟ ήταν από καιρό προετοιμασμένο. 

Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία αφορμή. Παρεμπιπτόντως, η «Πορεία Ειρήνης» που οργανώσαμε θα μπορούσε να είχε γίνει μια τέτοια αφορμή. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά εκρηκτική. Όπως μάθαμε αργότερα, εκείνη την ημέρα η Πολεμική μας Αεροπορία ήταν σε πλήρη ετοιμότητα μάχης και μια τεταμένη ατμόσφαιρα βασίλευε στο Αρχηγείο του ΝΑΤΟ αλλά τότε αποφύγαμε τα χειρότερα. 

Να θυμίσω μόνο ότι ακριβώς ένα μήνα αργότερα ξεκίνησε η επέμβαση των Νατοϊκών στρατευμάτων στη Σερβία την αφορμή για την οποία αποτέλεσε το περιστατικό στη Ράτσκα, όπου έλαβε χώρα σύγκρουση μεταξύ των Σερβικών δυνάμεων ασφαλείας και Αλβανών τρομοκρατών. Τότε σκοτώθηκαν 45 μέλη της UCK, τα οποία αμέσως κηρύχθηκαν από τα ΜΜΕ ως «άμαχοι – θύματα της γενοκτονίας που πραγματοποιούσαν οι βάρβαροι Σέρβοι».

Ήμασταν ενώπιος ενωπίω: οι άοπλοι Σέρβοι και οι βαριά οπλισμένοι «μαχητές για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Έτσι το βλέπαμε εκείνη τη μέρα. Κανείς από μας δεν φοβόταν πια. Το μόνο που θέλαμε ήταν να μάθουμε τι απέγιναν οι δικοί μας άνθρωποι και αν ζούσαν ακόμα - να τους σώσουμε.


«Μια μητέρα αναζητούσε τον γιο της, η αδερφή έψαχνε τον αδερφό της, μια σύζυγος έψαχνε για σύζυγο και ένας πατέρας έψαχνε τον γιο του

Παρατηρούσα αυτούς που είχαν χάσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Με πόση ελπίδα κοίταζαν τα αλβανικά σπίτια και το δάσος που ήταν εκεί κοντά. Μήπως έβγαιναν από εκεί οι απαχθέντες; Μια μητέρα αναζητούσε τον γιο της, η αδερφή έψαχνε τον αδερφό της, μια σύζυγος έψαχνε για σύζυγο και ένας πατέρας έψαχνε τον γιο του… Πόσος πόνος και πόση ελπίδα μπορούσες να διακρίνεις στα μάτια τους!

Οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν καν συνομιλίες. Αποδείχθηκε ότι οι αρχηγοί των μαχητών του UCK δεν συμμετείχαν στη συνομιλία. Αντίθετα έστειλαν κάποιο «πολιτικό εκπρόσωπο της ελεύθερης κοινότητας του Μαλίσεβο ” ο οποίος, φέρεται, να μην γνώριζε τίποτα για τον πόλεμο, πόσο μάλλον για την τύχη των Σέρβων που απήχθησαν.

Με μεγάλη θλίψη και απόγνωση επιστρέψαμε στο Οράχοβατς. Οι ελπίδες μας δεν δικαιώθηκαν. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε: πώς θα μπορούσαμε να μάθουμε για την τύχη των αγαπημένων μας;

Σε τέτοιο βαρύ κλίμα υποδεχτήκαμε το έτος 1999 με τους βομβαρδισμούς του. Κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο με πολλά θύματα, και από τις δύο πλευρές, οι απαχθέντες Σέρβοι από το Οράχοβατς άρχισαν να ξεχνιούνται. Η ελπίδα μας εγκατέλειψε εντελώς. Και πού να την βρεις, την ελπίδα, όταν σε βομβαρδίζουν για 78 συνεχόμενες μέρες;! 

Μόνο οι οικογένειες των απαχθέντων εξακολουθούσαν να ελπίζουν ανεξάρτητα από τις συνθήκες που επικρατούσαν. Όταν οι ανακριτές του Δικαστηρίου της Χάγης (ξαφνικά) ανακάλυψαν μυστικά στρατόπεδα της UCK στη βόρεια Αλβανία όπου εκπαιδεύονταν οι τρομοκράτες, λάβαμε την πληροφορία ότι οι απαχθέντες Σέρβοι μας θα μπορούσαν να είναι εκεί. Μπορεί να οδηγήθηκαν εκεί για καταναγκαστική εργασία.

 Ίσως να μην τους σκότωσαν με την προοπτική να τους ανταλλάξουν με Αλβανούς αιχμάλωτους που ήταν μια συνηθισμένη πολεμική πρακτική. Θα μπορούσε να γίνει ανταλλαγή των αιχμαλώτων καθώς τουλάχιστον 5.000 Αλβανοί ήταν κρατούμενοι στις σερβικές φυλακές, κατηγορούμενοι για τρομοκρατία και άλλα σοβαρά εγκλήματα. 

Αλλά οι κάθε είδους διεθνείς οργανισμοί, αντί να ασκήσουν πίεση στην αλβανική πλευρά και να αναγκάσουν τους «μαχητές για την ανεξαρτησία» να εκδώσουν τους Σέρβους που ήταν ακόμη ζωντανοί ή να αποκαλύψουν την τύχη των ανθρώπων που απήγαγαν, σκορπούσαν παντού τα όμορφα λόγια για την καλή θέληση, την παγκόσμια ειρήνη, την εθνική μετάνοια των Σέρβων και την ένταξή τους στην οικογένεια των πολιτισμένων λαών με ευρωπαϊκές αξίες. Και το 2001, οι σερβικές αρχές ... αμνήστευσαν αυτούς τους 5.000 κρατούμενους, δείχνοντας με αυτό το τρόπο, αυτή την περιβόητη «καλή θέληση» και απλώνοντας το χέρι συμφιλίωσης στους Αλβανούς γείτονες. 

Ανεξήγητο αλλά μετά από αυτή τη χειρονομία καλής θέλησης, οι Αλβανοί γείτονες έχασαν κάθε ενδιαφέρον για περαιτέρω διάλογο για την τύχη των Σέρβων που απήχθησαν.


« Μόλις λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους

Έτσι, κανένας από αυτούς δεν βρέθηκε, πόσο μάλλον αφέθηκε ελεύθερος. Μόλις λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο ανακαλύφθηκαν τα λείψανά τους σε ομαδικούς τάφους στο σπήλαιο Βολιάκ, στα περίχωρα του χωριού Μαλέσεβο καθώς και σε άλλα μέρη του Κοσσυφοπεδίου και τα Μετόχια. Οι στρατιώτες της KFOR μας παρέδιδαν τις σορούς των αγαπημένων μας στη διοικητική διάβαση Μερνταρε και για να τις μεταφέρουν όλες, έπρεπε να κάνουν πολλά δρομολόγια σε εκείνα τα τρομερά μέρη.

Το σπήλαιο Βουλιάκ όπου βρέθηκαν οι σοροί των περισσότερων από τους απαχθέντες Σέρβους στο Οράχοβατς

Οι 25 σοροί των νεκρών αδελφών μας τα παραλάβαμε στις 13 Οκτωβρίου 2006. Την επόμενη μέρα ενταφιάστηκαν στο νεκροταφείο Ορλοβακ στο Βελιγράδι.

Εκείνη την εποχή ήμουν ήδη πρόεδρος της κοινότητας Oράχοβετς. Ο Ιερομόναχος Πέτρος, ηγούμενος της Μονής των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού και εγώ ήμασταν παρόντες στη σκηνή της KFOR όπου τοποθετήθηκαν τα φέρετρα με τα σώματα των νεκρών προκειμένου να ολοκληρωθούν τα διαδικαστικά. Έπρεπε να ενημερώσουμε για το μέρος όπου βρέθηκαν τα πτώματα, την κατά προσέγγιση ημερομηνία θανάτου, εξετάσεις DNA κ.λπ.

Τα φέρετρα με τα σώματα των δολοφονηθέντων Σέρβων. Βάση της KFOR στην διοικητική διάβαση Μερνταρε, 13.10.2006

Πριν από αυτό υπήρχε μια ελπίδα να ξαναδούμε τους αδελφούς μας ζωντανούς. Μια αφελή και ανόητη ελπίδα μήπως και θα επιστρέψουν ξαφνικά. Αλλά όταν ακούς το κλάμα, ακόμα και τα ουρλιαχτά των συγγενών που αντίκρισαν το φέρετρο με το όνομα του πατέρα τους, του συζύγου, του αδελφού τους, αρχίζεις να καταλαβαίνεις και να συνειδητοποιείς το βάθος της απόγνωσης, και της φρίκης που έπεσε πάνω σε όλους μας. Τέτοιες ήταν οι συνέπειες της επίθεσης της UCK στην πόλη μας το Όραχοβατς.

Η παράδοση των σορών στους συγγενείς. Μερντάρε, 13.10.2006

Η ανάμνηση αυτού οδυρμού με συντροφεύει μέχρι και σήμερα. Τις κραυγές αυτές τις ακούω συνέχεια. Θυμάμαι πώς οι κάτοικοι του Οράχοβατς στόλιζαν τα φέρετρα των νεκρών αγαπημένων τους προσώπων, θυμάμαι πώς έντυσαν τα λείψανά τους με νεκρικά ρούχα. Και αναρωτιέμαι. Αυτή η «Πορεία Ειρήνης» ήταν το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για να τους σώσουμε;

Οι κηδεία των Σέρβων από το Οράχοβατς. Βελιγράδι, κοιμητήριο Ορλοβάτς, 14.10.2006

Τα λείψανα μερικών Σέρβων δεν έχουν βρεθεί ακόμη και αυτό μετά από 20 χρόνια. Οι οικογένειές τους συνεχίζουν να ψάχνουν αλλά έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι αυτοί έχουν σκοτωθεί στο λεγόμενο «Κίτρινο σπίτι» - ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Αλβανία όπου στους κρατούμενους αφαιρούσαν τα όργανα. Κανείς δεν ανέλαβε την ευθύνη για την απαγωγή Σέρβων από την κοινότητά μας. Στη μνήμη των αδελφών μας, στήσαμε ένα λιτό μνημείο στο Βελίκα Χότσα στο οποίο είναι χαραγμένα τα ονόματα και των 84 πασχόντων, συμπεριλαμβανομένων και των 43 που απήχθησαν κατά την διάρκεια επίθεσης του UCK στο Οράχοβατς.
Το μνημείο στους απαχθέντες και δολοφονηθέντες Σέρβους από την κοινότητα του Οράχοβατς, Βελίκα Χότσα

Δυστυχώς, αυτό ήταν το μόνο που μπορέσαμε να κάνουμε στη μνήμη των αδελφών μας εμείς, οι εναπομείναντες Σέρβοι του Κοσσυφοπεδίου και των Μετόχια. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη οι προσευχές και ελπίζω, πραγματικά, αυτές να μην παύσουν ποτέ να αναπέμπονται στην αγία, και πολύπαθη γη μας.

Οι Αλβανοί, από την άλλη, έστησαν γιγάντια μνημεία στη μνήμη των νεκρών τους, ακόμη και μαυσωλεία και μάλιστα στα πιο περίοπτα σημεία. Γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατο να πάρουμε άδεια από τις αρχές του «ανεξάρτητου Κοσσυφοπεδίου» για την ανέγερση ενός μνημείου για τους ορθόδοξους Σέρβους σε ανάλογα μέρη, τοποθετήσαμε αυτό το μνημείο δίπλα στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στο Βελίκα Χοτσα, με την ελπίδα ότι δεν θα προσέλκυε, ιδιαίτερα, την προσοχή των Αλβανών γειτόνων. Μια μάταιη ελπίδα. Το μνημείο έχει, ήδη, βεβηλωθεί αρκετές φορές. Το μνημείο μπορεί να βεβηλωθεί, μπορεί και να καταστραφεί αλλά η μνήμη και η προσευχή μας για τους αθώους νεκρούς αδελφούς, που πλήρωσαν με τη ζωή τους την επιθυμία για ειρήνη και αξιοπρέπεια στη μαρτυρική γη του Κοσσυφοπεδίου και των Μετόχια, δεν θα καταστραφούν ποτέ.
https://gr.pravoslavie.ru/