Χρονολογείται από το 493 π.Χ. και ήταν το «κλειδί» για τη νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας - Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές βάσεις του αρχαίου κόσμου.
Τα ερείπια μιας αρχαίας ναυτικής βάσης, η οποία χρονολογείται από το 493 π.Χ. και ήταν το «κλειδί» για τη νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας ανακάλυψαν στον Πειραιά αρχαιολόγοι από τη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης μαζί με Έλληνες συναδέλφους τους.
Τα σπουδαία ευρήματα ανακαλύφθηκαν στο αρχαίο λιμάνι της Μουνιχίας, τη ναυτική βάση της αρχαίας Αθήνας, από όπου πιθανότατα απέπλευσαν τα πλοία του αθηναϊκού ναυτικού για τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Κατά την αρχαιότητα Μουνιχία ονομαζόταν ο σημερινός λόφος της Καστέλλας του Πειραιά και συγκεκριμένα η κορυφή και η ανατολική πλαγιά, που αποτελούσε τον λεγόμενο λιμένα Μουνιχίας, το σημερινό Μικρολίμανο.
Οι επιστήμονες πιστεύουν πως τα δύο τρίτα των ελληνικών πλοίων που συμμετείχαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας επιχειρούσαν από τη συγκεκριμένη ναυτική βάση η κατασκευή της οποίας φαίνεται ότι διατάχθηκε από τον ίδιο τον Θεμιστοκλή.
Σε αφιέρωμά της για την ανακάλυψη στον Πειραιά, η ισραηλινή «Haaretz» φιλοξενεί, μεταξύ άλλων, δηλώσεις του επικεφαλής των ανασκαφών και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, Bjørn Lovén.
«Εντοπίσαμε την αρχαία ναυτική βάση του Πειραιά. Βρήκαμε τα υπόστεγα που προστάτευαν τα πλοία όταν αυτά δεν επιχειρούσαν στη θάλασσα, τις οχυρώσεις του λιμανιού», αποκάλυψε, σημειώνοντας ακόμη ότι οι κολώνες που στήριζαν τα υπόστεγα ήταν 1,4x1,4 μέτρα, ενώ τα ίδια τα υπόστεγα είχαν 8 μέτρα ύψος και 50 μέτρα πλάτος, γεγονός που καθιστά τη συγκεκριμένη ναυτική βάση μια από τις μεγαλύτερες του αρχαίου κόσμου!
Πώς βρήκαν, όμως οι αρχαιολόγοι την αρχαία ναυτική βάση;
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, οδηγήθηκαν στο σημείο το 2010 από έναν ψαρά ο οποίος όταν ήταν παιδί συνήθιζε να κάθεται και να ψαρεύει πάνω σε μια αρχαία κολώνα, η οποία ήταν -όπως αποδείχτηκε- κομμάτι του αρχαίου λιμανιού το οποίο ήταν ικανό να φιλοξενήσει εκατοντάδες τριήρεις.
Αφού ο ψαράς τους οδήγησε στο σημείο, δύτες βούτηξαν στη θάλασσα και ανάμεσα σε σύγχρονα συντρίμμια, άγκυρες και λάσπη, «έπεσαν» πάνω σε ένα μοναδικό εύρημα: στα ερείπια ενός αρχαίου μνημειακού τείχους στον βυθό της θάλασσας.
«Είχε μια τεράστια οχύρωση και χώρο ικανό να φιλοξενήσει εκατοντάδες τριήρεις, ενώ ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρεθεί καθώς είχε θαφτεί κάτω από τα νερά της αλιείας και τα σκάφη αναψυχής στη Μαρίνα Ζέας», σημειώνουν ακόμη οι συγγραφεύς της μελέτης, με τον καθηγητή Lovén να τονίζει ότι μερικές μέρες η ορατότητα κάτω από τα νερά ήταν μικρότερη των 20 εκατοστών!
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας
Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας και αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τις περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ' όλα αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος. Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ) και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο). Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου. Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία. Ο στόλος ήταν, στην πραγματικότητα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ.
Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να σταματήσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τις περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.
Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου. Παρ' όλα αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.
Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 479 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος. Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ) και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο). Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις. Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου. Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία. Ο στόλος ήταν, στην πραγματικότητα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ.