Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Μια συνέντευξη διαφορετική μέ ένα λαμπρό και Άγιο λευϊτη της Ορθόδοξης Εκκλησίας


Του Διονύση Μακρή.
Μία άγια μορφή, αληθινό κόσμημα στο στερέωμα της στρατευομένης Ορθοδοξίας εκδήμησε στην ουράνια Πολιτεία. Πήγε εκεί που διακαώς ποθούσε σ’ όλη τη ζωή του. Στον τόπο που επεδίωκε μέσω της εφαρμογής των εντολών του Κυρίου μας. Η απώλεια του είναι φυσικό να προκαλεί αισθήματα χαρμολύπης στο χριστεπώνυμο πλήρωμα της αγίας Εκκλησίας. Λύπη που γεννά η απουσία απ’ αυτούς που διακονούσε. Χαρά γιατί κάθε ορθόδοξος μπορεί πλέον να καυχιέται εν Χριστώ, για έναν ακόμη καλοσυνάτο πρέσβη μας στη χορεία των αγίων στον ουρανό. Ο λόγος για τον προσφάτως κοιμηθέντα Πατριάρχη Σερβίας Παύλο, ο οποίος έφυγε πλήρης ημερών σε ηλικία 95 ετών στις 15 Νοεμβρίου, μετά από διετή νοσηλεία σε νοσοκομείο του Βελιγραδίου.

Δυό αναμνήσεις κουβαλώ χρόνια τώρα, ως καρφίτσα στο πέτο για τον αγνό αυτό διάκονο και λειτουργό του Υψίστου, για τον ταπεινό άνθρωπο της προσφοράς και της αδιάλειπτης προσευχής. Γνώρισα για πρώτη φορά τον άξιο αυτό λευίτη στο πλοίο που μας μετέφερε στην Πάτμο για τους εορτασμούς της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου το 1995. Νεαρός και άπειρος τότε δημοσιογράφος της εφημερίδας «Η Καθημερινή» και πτυχιούχος της θεολογικής Σχολής. Ο μακαριστός Πατριάρχης Παύλος καθώς ανέβηκε στο πλοίο ρώτησε να μάθει την ώρα που θα φθάναμε στην Πάτμο. Βρέθηκα κοντά στο διάλογο που έγινε με αξιωματικό του πληρώματος, αφού η παρουσία του μου κέντριζε την περιέργεια. Θύμιζε κατά πολύ τον γέροντα Αγιορείτη Παϊσιο. Στη συνέχεια απευθύνθηκε στον ελληνομαθή Επίσκοπο που τον συνόδευε και του είπε να φροντίσει να βρεθεί ιερός ναός προκειμένου να τελέσει τη Θεία Λειτουργία, το πρωί που θα φθάναμε στην Πάτμο. Μου έκανε εντύπωση η ταπεινοφροσύνη και το γεγονός πως κάτι ψιθύριζε συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης. Πίστεψα τότε ο ανόητος πως μπορεί να ήταν απόρροια κάποιας ασθένειας. Και χωρίς να το πολυσκεφθώ ρώτησα τον συνοδό του Επίσκοπο τι ψιθυρίζει. Εκείνος με κοίταξε με απορία-ίσως ξαφνιάστηκε από την ηλίθια ερώτησή μου- και είπε: «Ο Πατριάρχης μας αγαπά την αδιάλειπτη προσευχή...». Τον παρακάλεσα να του μεταβιβάσει να μείνει για λίγο στην αίθουσα προκειμένου να αποσπάσω μία μικρή συνέντευξη. Του μεταβίβασε το αίτημα αν και το κατάλαβε ο μακαριστός, μιας και γνώριζε την ελληνική γλώσσα. Γέλασε. Ευγενικά μου είπε πως έπρεπε να αποσυρθεί για την τέλεση του κανόνα του, επικαλούμενος συνάμα πως θα έπρεπε να ξυπνήσει στις πέντε το πρωί για να λειτουργήσει.
Το πρώτο μου μέλημα την επόμενη το πρωί ήταν να ρωτήσω που βρίσκεται ο Πατριάρχης. Αξιωματικός του πληρώματος απάντησε πως κατέβηκε από το πλοίο στις πέντε το πρωί και πήγε στο Κάθισμα της Παναγίας της Κουμάνας για να λειτουργήσει!
Ο μακαριστός Πατριάρχης Παύλος διέφερε κατά πολύ από τους υπολοίπους ρασοφόρους μας που μετείχαν στον εορτασμό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας στο αρχονταρίκι της Μονής κατάφερα, έστω και για λίγο και συζήτησα μαζί του, παρουσία και του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου. «Πρόκειται για άριστο λευίτη και αγνό ταπεινό άνθρωπο» μου ψιθύρισε χαμηλοφώνως ο κ. Αναστάσιος. Εκείνος σαν να το άκουσε. Έσκυψε το κεφάλι σαν μικρό παιδί από ντροπή και απομακρύνθηκε πιθανόν ενοχλημένος από τον έπαινο... Αυτή τη σκηνή την κουβαλώ πάντα στη σκέψη μου.

Η δεύτερη συνάντηση με τον καλό αυτό Πατριάρχη έγινε το Σεπτέμβριο του 2001 στο βομβαρδισμένο Βελιγράδι με την ευκαιρία της επίσκεψης του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου. Μιλήσαμε για λίγο στην αίθουσα του Πατριαρχείου σε δεξίωση υποδοχής. Τον έβλεπα πως τέτοιες εκδηλώσεις δεν του ταιριάζουν. Διέκρινα την αμηχανία του. Ήταν έξω από τα νερά του... Πήρα την ευχή του και στήθηκα δίπλα του για μία αναμνηστική φωτογραφία. Στο πρόγραμμα αναγραφόταν δείπνο στο ξενοδοχείο και θεώρησα πως εκεί θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία να του μιλήσω. Όμως, ήμουν άτυχος, γιατί δεν ήρθε. Ο Επίσκοπος Ειρηναίος που τον εκπροσώπησε μου αποκάλυψε πως ο μακαριστός λειτουργεί καθημερινά στον νεόκτιστο τότε ναό του Αγίου Σάββα και γι’ αυτό δεν τρώει τα βράδια.
Τον ρώτησα που βρίσκεται ο ναός. Την άλλη μέρα το πρωί ξέφυγα από την αποστολή και πήγα στον ιερό ναό. Δέκα περίπου πιστοί βρισκόμασταν μέσα σ’ αυτόν συμπεριλαμβανομένων του Πατριάρχη Παύλου και ενός διακόνου. Λειτουργούσε ως απλός ιερέας και όχι ως Επίσκοπος. Κήρυξε το λόγο στους πιστούς κοινώνησε δυό -τρεις εξ αυτών και μοίρασε το αντίδωρο. Αν και μεγάλος ο ναός ένιωσα βιώματα που μόνο στο Άγιο Όρος έχω ζήσει. Με αναγνώρισε μόλις με είδε και μου χαμογέλασε. Πήρα την ευχή του σιωπηλός και έφυγα ικανοποιημένος. Ένιωθα ευνοούμενος γιατί πήρα μέσω του παραδείγματός του την καλύτερη συνέντευξη. Η ταπεινή άγια παρουσία του μιλούσε απ’ ευθείας στην καρδιά και έδινε απαντήσεις σε πάγια ερωτήματα της ψυχής.

Ας έχουμε την ευχή του.
Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ