Το ότι από τις 183.000 Ελλήνων της Αμάσειας, επέζησαν έστω και οι 50.000 οφείλεται στην προστασία της περιοχής από τους αντάρτες. Από τους πρώτους που πήραν τα βουνά ήταν ο Βασίλης Ανθόπουλος ή Βασίλ – αγάς, που μαζί με την ομάδα του έγινε ο φόβος κι ο τρόμος των Τούρκων της Αμισού. Ο Παντελής Αναστασιάδης, εξ άλλου, ή Παντέλ – Αμισού κατόρθωσε να αντιμετωπίσει σε πολυήμερη μάχη στο Αγιού – Τεπέ (1917) χιλιάδες στρατού, ενώ κατά τη μάχη του Νεμπιένταγ της Πάφρας, όπου οι αντάρτες ήρθαν αντιμέτωποι με ολόκληρο τουρκικό σύνταγμα άριστα εξοπλισμένο, προτίμησαν έναν περήφανο θάνατο. Πράγματι, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και προκειμένου να συλληφθούν από τους Τούρκους, αφαίρεσαν μόνοι τους τη ζωή τους.
Αυτή άλλωστε δεν ήταν η μόνη πράξη αυτοθυσίας των Ποντίων, αφού στη Σιμικλή Κερασούντας, που μετατράπηκε σε καινούριο Ζάλογγο, οι γυναίκες, σαν τις Σουλιώτισσες, προτίμησαν να πέσουν στο ποτάμι να πνιγούν, παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο Αναστάσιος Παπαδόπουλος ή Κοτσά Αναστάς, το 1921 εξόντωσε 700 Τούρκους στρατιώτες στο βουνό Τόπσαμ ενώ ο Ιστύλ – αγάς αποδεκάτισε τους οθωμανούς στο χωριό Δαζλή. Πολλές και αξιόλογες ήταν οι ανταρτικές ομάδες, που λόγω οικονομίας χώρου είναι αδύνατο να αναφερθούν. Επιβάλλεται, ωστόσο, να γίνει μνεία για τη Σάντα του Ανατολικού Πόντου, όπου οι αντάρτες, αφού κατατρόπωσαν τον τουρκικό στρατό στη μάχη των Κοπαλάντων το 1918, ανάγκασαν τους Τούρκους να της αποδώσουν μια σχετική μορφή αυτονομίας, με αποτέλεσμα να μην την ξαναενοχλήσουν μέχρι το 1921, οπότε ο Κεμάλ με τον πολυάριθμο στρατό του την κατέστρεψε. Μολονότι ο ακαταπόνητος αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης με τα παλικάρια του κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες, το μόνο που κατάφεραν ήταν να σώσουν τα περισσότερα γυναικόπαιδα. 6 – 7.000 υπολογίζεται ότι ήταν οι αντάρτες. Η δύσκολη ζωή τους μέσα σε σπηλιές και καλύβες, πάνω στα απόκρημνα βουνά με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και τη δυσεύρετη τροφή, τους έκανε σκληροτράχηλους και εξαιρετικούς πολεμιστές.
Το χιόνι διέκοπτε την τροφοδοσία, ενώ τα όπλα τους στην αρχή δεν ήταν παρά μαχαίρια και αξίνες. Επανειλημμένες εκκλήσεις για βοήθεια προς την ελληνική κυβέρνηση δεν βρήκαν καμία απήχηση. Αργότερα τους προμήθευσαν με όπλα οι Ρώσοι. Είναι πολύ πιθανό, αν οι αντάρτες είχαν από κάπου υποστήριξη, η Ιστορία να είχε πάρει άλλη τροπή. Στο μεταξύ, οι Τσέτες (κυρίως ληστές) που έχουν ενταχθεί στην τουρκική χωροφυλακή δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Πλήθος φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών ταλανίζουν τον πληθυσμό, ενώ οι μετατοπίσεις συνεχίζονται ολοένα και συστηματικότερα προς το εσωτερικό της χώρας.
Οι περισσότεροι θα χάσουν τη ζωή τους στις ατέλειωτες πορείες θανάτου, από την κακομεταχείριση, την έλλειψη τροφής, τη δίψα και τις αρρώστιες. Ατέλειωτα καραβάνια δύστυχων ανθρώπων, γυναικών, παιδιών, γερόντων και ανήμπορων σέρνονται προς τα βάθη της Ανατολής. Οι πεθαμένοι εγκαταλείπονται άταφοι, οι μανάδες δεν μπορούν να κλάψουν τα νεκρά παιδιά τους. Θα μπορούσε κανείς να πει πως ολόκληρος ο δρόμος από τη γη του Πόντου προς το εσωτερικό είναι σπαρμένος με κόκαλα. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1917 είχε κιόλας υποκύψει το ¼ του εκτοπισθέντος πληθυσμού. Από τις 14.000 που ξεκίνησαν από την Κερασούντα, για παράδειγμα, μόνο οι 4.000 επιβίωσαν. Ο ίδιος ο Τζεμάλ Νουζχέτ, άλλωστε, νομικός σύμβουλος στο φρουραρχείο της Κωνσταντινούπολης, αποδοκίμασε έντονα τις πρακτικές του Κεμάλ και κατήγγειλε ότι το 90% των Ελλήνων της Πάφρας είχε εξοντωθεί. Στις 19 Μαίου 1919 – που ορίστηκε σαν ημέρα μνήμης της γενοκτονίας - ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα, έχοντας υπό τις διαταγές του δύο σώματα στρατού. Πρώτη του δουλειά να κηρύξει το μίσος κατά των Ελλήνων και να συστήσει μυστική οργάνωση με το όνομα Mutafai Milliye. Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά. Όταν τελειώσει δεν θα έχει μείνει τίποτα πια. Μόνο καμένη γη και πτώματα. Τίποτα που να θυμίζει πως εδώ κάποτε έζησαν Έλληνες. Με την επικράτηση του Κεμάλ οι διωγμοί γίνονται εντονότεροι. Καθημερινά, χωρικοί βρίσκονται κακοποιημένοι και δολοφονημένοι στα χωράφια τους.
Σε όλες τις πόλεις του Πόντου στήνονται τα Έκτακτα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας, που με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του Πόντου. Ο ανταποκριτής της Daily Telegraph έγραφε λίγους μήνες αργότερα: «Οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Μ. Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία». Στο διάστημα αυτό και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου οι Πόντιοι, βλέποντας πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, ζητούν να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος. Ο Βενιζέλος όμως αρνείται κατηγορηματικά με την αιτιολογία ότι η περιοχή βρίσκεται πολύ μακριά για να μπορεί η Ελλάδα να την προστατέψει. Τελικά, το 1920 ιδρύεται η Ποντοαρμενική Ομοσπονδία. Συμφωνήθηκε η στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και Αρμενίας με σκοπό την προστασία του Πόντου από τους Τούρκους. Δυστυχώς όμως η ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ είχε σαν συνέπεια την εγκατάλειψη των Ποντίων στο έλεος του Θεού. Περίπου 250.000 Πόντιοι εξοντώθηκαν μεταξύ 1914 και 1922. Το έγκλημα στοιχειοθετεί αναμφισβήτητα γενοκτονία, που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο είναι το χειρότερο έγκλημα και δεν παραγράφεται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το θέμα είναι ότι η Τουρκία, ως συνήθως, δεν παραδέχεται καμία από τις ανομίες της και ότι η Ελλάδα, και πάλι ως συνήθως, δεν διεκδικεί τίποτα επί του θέματος. Αντίθετα μάλιστα, σε λίγο η «αγαπητή γείτων» θα γίνει συν – εταίρος μας! «Πλήρης ένταξη με πλήρεις προϋποθέσεις», δήλωσε η κυρία Μπακογιάννη. Μήπως μία από τις προϋποθέσεις πρέπει να είναι και η αναγνώριση της γενοκτονίας από την Τουρκία; Τον Οκτώβριο του 1922 με τη μεσολάβηση των συμμάχων η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν όσοι Έλληνες του Πόντου είχαν απομείνει, με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα.
Έτσι, κατέφθασαν στη μητέρα πατρίδα περί τις 400.000 Πόντιοι πρόσφυγες, ανέστιοι και ξεριζωμένοι, που μαζί με τους Ίωνες αναδύθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα επιβίωσης. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη, πολλές χιλιάδες, ωστόσο, βρίσκονται σήμερα εκτός ορίων Ελλάδας, στον Καναδά, την Αμερική, την Αυστραλία, τη Ρωσία, αποτελώντας κι αυτοί ένα κομμάτι της Ομογένειας.Ένα είναι σίγουρο: οι άνθρωποι αυτοί, με την εργατικότητα και το κοφτερό μυαλό τους, όχι μόνο συναρμολόγησαν ξανά τη ζωή τους, αλλά και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους, όπου γης, πρόκοψαν και προκόβουν σε όλους τους τομείς και προ παντός είναι πάντα περήφανοι για την καταγωγή τους. Και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τον ηρωισμό των Ελλήνων του Πόντου!