Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
Τὰ ναρκωτικὰ καὶ οἱ νέοι
Ἡ πρόσφατη ἀνακίνησι τοῦ κατεγνωσμένου ἀπό τήν σώφρονα ἰατρική κοινότητα θέματος τοῦ ἀπαραδέκτου διαχωρισμοῦ τῶν ἐξαρτησιογόνων καί παραισθησιογόνων οὐσιῶν σέ δῆθεν μαλακές καί σκληρές οὐσίες καί ἡ διοργάνωσι στήν πλατεῖα Συντάγματος τῶν Ἀθηνῶν φιέστας γιά τήν ἀπενοχοποίηση τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῆς χρήσεως τῆς ἰνδικῆς κάναβης μᾶς ὑποχρεώνει ποιμαντικῶς νά ἀναφερθοῦμε στό ἐξόχως σοβαρό καί ἐξαιρέτου σημασίας καί τραγικότητος θέμα τῆς ἀπειλῆς θανάτου τῶν νέων ἀνθρώπων ἀπό τήν χρήση ἐξαρτησιογόνων καί παραισθησιογόνων οὐσιῶν.
Ὁ ἐθισμὸς καὶ ἡ χρήση ναρκωτικῶν ἢ ἑξαρτησιογόνων οὐσιῶν ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε ἡλικίας ἀλλὰ κυρίως ἀπὸ τοὺς ἐφήβους καὶ τοὺς νέους εἶναι ἕνα πολυδιάστατο τραγικὸ φαινόμενο ποὺ ἐξαπλώνεται καθημερινὰ ὅλο καὶ περισσότερο φέρνοντας πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου αὐτὰ τὰ τραγικὰ πρόσωπα καὶ τὶς οἰκογένειές τους, ἀλλὰ καὶ τὴν κοινωνία τὴν ἴδια, μέσα στὴν ὁποία ἐξελίσσεται αὐτὴ ἡ παθογένεια.
Ἡ συνήθης ἀντίδραση στὴ θέαση ἑνὸς τοξικοεξαρτημένου προσώπου, εἴτε λόγω ἄγνοιας, εἴτε λόγω ἀδιαφορίας, εἴτε λόγω φοβικῶν συνδρόμων, εἶναι ἄμεση: δημιουργία ἑνὸς περιθωρίου καὶ διατήρηση μίας ἀπόστασης ποὺ ἀποκλείει τὸ φαινόμενο «τοξικοεξάρτηση» καὶ κυρίως τὰ πρόσωπα τῶν τοξικοεξαρτημένων ἀπὸ τὴν ἐμβέλεια τοῦ πραγματικοῦ ἐνδιαφέροντος, τῆς βούλησης γιὰ παροχὴ βοήθειας, τῆς συμπάθειας, τῆς ἀγάπης, καὶ κυρίως τῆς παρακλητικῆς προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ ἀντίδραση ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ δύο συμπεράσματα: Πρῶτον στὸ ὅτι ὁ «Μινώταυρος» τῶν ναρκωτικῶν εἶναι μία τραγικότητα ποὺ φέρει μέσα της τὸν ἴδιο τὸν θάνατο, στὴ θέα τοῦ ὁποίου ἐπιλέγει ὁ ἄνθρωπος νὰ τραπεῖ σὲ φυγὴ ἢ νὰ λάβει θέση ἀγάπης. Δεύτερον, ἀκριβῶς ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ κατάσταση ἔχει ἀναφορὰ στὸν θάνατο γίνεται μέτρο ἀγάπης τοῦ χριστιανοῦ πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του ἡ ὁποία ξεπερνᾶ κάθε εἴδους θάνατο.
Πρωτεύει βεβαίως νὰ διακριθεῖ καὶ νὰ καθοριστεῖ τὸ φαινόμενο τῆς τοξικοεξάρτησης καὶ τοῦ ἐθισμοῦ σὲ οὐσίες καθὼς καὶ οἱ αἰτίες -προφανεῖς καὶ μὴ- ποὺ ὁδηγοῦν σὲ αὐτήν, κυρίως σὲ σχέση μὲ τὸ ἴδιο τὸ πρόσωπο ποὺ ἐθίζεται ἢ εἶναι ἐθισμένο ἀλλὰ καὶ τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον του.
Εἶναι πλέον ἀναπόφευκτο καὶ πασίδηλο ὅτι ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς εἶναι ὁ πολιτισμὸς τοῦ ἐθισμοῦ καὶ τῆς ἐξάρτησης εἴτε ὡς καθημερινὴ εὐκολία καὶ δυνατότητα ἐξάλειψης κάθε εἴδους κόπου καὶ δυσκολίας εἴτε ὡς ἀντικατάσταση αὐτοῦ ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν ἐργώδη πνευματικὴ ζωή.
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τοξικοεξάρτηση δὲν ἀναφερόμαστε μόνο στὴν ἐξάρτηση ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ μία χημικὴ οὐσία ἀλλὰ ἐπίσης στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐξάρτηση αὐτὴ ἔχει καταστεῖ τὸ κέντρο –καὶ συγχρόνως ὁ σκοπὸς καὶ τὸ μέσο –ὁλόκληρης τῆς ψυχικῆς καὶ κοινωνικῆς ὕπαρξής του. Αὐτὴ εἶναι ἡ καθαυτὴ ἐθιστικὴ συμπεριφορά: μία παθολογικὰ καταναγκαστικὴ ἐπανάληψη. Καὶ σὲ ὅτι ἀφορᾶ τὰ ναρκωτικά, ἡ ἐξάρτηση γίνεται καὶ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἐπίδρασης τῶν τοξικῶν οὐσιῶν στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. Καὶ ὁ ἐθισμὸς εἶναι ἡ κυρίαρχη συμπεριφορά. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς ἔννοιες «ἐξάρτηση» καὶ «ἐθισμὸς» προσδιορίζουν ἕνα πράγμα, τὸ ὁποῖο κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζεται πάθος.
Πᾶθος εἶναι ἡ ἐπανάληψη καὶ σταθεροποίηση μίας ἁμαρτίας ἡ ὁποία ἀφοῦ σκοτίσει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου τὸν προσηλώνει στὶς αἰσθήσεις. Ἀκολουθεῖ καὶ ἡ ὑποταγὴ τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καὶ τοῦ σώματος τὰ ὁποία μολύνονται. Συχνά ἕνα πάθος δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν κακὴ συνήθεια, ἀπὸ τὴν «ἐν τῷ κακῷ ἕξιν», ποὺ παραμένει στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.
Βεβαίως πάθος καὶ ἐθισμὸς δὲν σημαίνει μόνο, ἢ κατεξοχήν, τοξικοεξαρτησιογόνες οὐσίες, ἀλκοολισμὸς ἢ τζόγος, διότι αὐτὰ εἶναι ἡ «ἐξωτερίκευση» ἢ ἡ «πραγμάτωση» ψυχικῶν καταστάσεων οἱ ὁποῖες ἔχουν περιγραφεῖ ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες ὡς «παρὰ φύσιν» καταστάσεις τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει ὅτι πρωταρχικὴ αἰτία τῶν παθῶν εἴναι η «ἄγνοια τοῦ Θεοῦ» καὶ αὐτὸ ἐξηγεῖ τὴ θεμελιώδη αἰτία ἀφενὸς τοῦ «πῶς» ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀφετέρου τῆς δημιουργίας τῶν κοινωνικῶν, τῶν οἰκογενειακῶν καὶ ἀτομικῶν συνθηκῶν ποὺ θὰ ἀποτελέσουν τὸ χῶρο τοῦ τραγικοῦ δράματος τῶν ἐξαρτήσεων.
Τὸ νὰ ἀγνοεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ζωοποιὸ καὶ ζωογόνο Χάρη τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἑκούσια ἄρνηση τῆς ἴδιας της ζωῆς. Εἶναι μία συμπεριφορὰ διακινδύνευσης τῆς ζωῆς, «μία ἄγνοια ζωῆς» κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ ἕναν ἄλλο «τρόπο ὕπαρξης» ποὺ περιέχει μία παράλογη δύναμη: τὴ δύναμη αὐτὴ ποὺ τοῦ προσφέρει ἡ ὑποκατάσταση τῆς χαρᾶς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς ποὺ δὲν βιώνει, ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση μίας ἐξάρτησης, ἑνὸς ἐθισμοῦ, ποὺ εἶναι ἡ νέα μορφὴ σχέσης τὴν ὁποία θὰ διατηρεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο ἐν γένει.
Δηλώνεται σήμερα μὲ σαφήνεια ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ἐπιστήμονες, γιατροὺς καὶ θεραπευτές, ὅτι γιὰ τὶς τοξικοεξαρτητικὲς συμπεριφορὲς εἶναι ἀδύνατον νὰ βρεθεῖ μία ἁπλὴ αἰτιότητα ἀλλὰ ὅλα δείχνουν ὅτι κυρίως οἱ ἔφηβοι καὶ οἱ νέοι ποὺ κάνουν χρήση καὶ ἐθίζονται στὰ ναρκωτικὰ ἔχουν ὑποστεῖ μία ἄγρια ρήξη. Στερήθηκαν βίαια τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀγάπη καὶ εἶχαν τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε γι’ αὐτοὺς ἄδικος. Αὐτὸ τὸ ὀνομάζουν ἀντεστραμμένη ὀφειλή: ἀντὶ νὰ νιώθουν ὑπόχρεοι γιὰ τὴ ζωὴ καὶ γιὰ τὴ δυνατότητα εὐτυχίας ἀπέναντι στοὺς γονεῖς τους, στὴν οἰκογένεια καὶ τὴν κοινωνία, συμπεριφέρονται ἀντίθετα σὰν ὁ κόσμος ὅλος νὰ ἔχει ἕνα χρέος καὶ μία ὀφειλὴ ἀπέναντί τους. Καὶ ὅλο αὐτὸ βέβαια εἶναι ἡ τραγικὴ «ἄγνοια τοῦ Θεοῦ», ἡ διαρρηγμένη σχέση μὲ ἕνα ἢ πολλὰ πρόσωπα, ἡ βίαιη ἀποκοπὴ καὶ ἀπουσία ἀγάπης, ἡ ἀπουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι τὸ προσωπεῖο ἑνὸς βαθύτατου τραύματος, μίας κραυγῆς: τοῦ αἰτήματος γιὰ μία καθολικὴ ἀποκατάσταση.
Ἐδῶ βρίσκεται ἕνα ἄλλο κομβικὸ σημεῖο: ἡ χρήση τῶν ναρκωτικῶν δὲν εἶναι μόνο μία ἐξάρτηση, ἕνα φαινόμενο ἀτομικὸ ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὸ περιβάλλον του. Ἡ χρήση τῶν ναρκωτικῶν εἶναι ἐξίσου σὺν-ἐξάρτηση. Αὐτὸ εἶναι τὸ κομβικὸ γεγονός. Ποτὲ δὲν εἶναι ἕνας ἐξαρτημένος μόνος του, διότι ἡ ἐξάρτηση ἀφορᾶ μὲ τὸν ἕνα ἢ μὲ τὸν ἄλλο τρόπο ὁλόκληρο τὸ περιβάλλον του. Κυρίως τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον –στενὸ ἢ εὐρύτερο- τὸ ὁποῖο, ἀφενὸς διαδραματίζει καίριο ρόλο στὶς αἰτίες ποὺ ἐνδεχομένως ὁδηγοῦν ἕναν νέον στὴν ἐξάρτηση, ἀφετέρου ἐπηρεάζει καὶ τὴν ἐξέλιξή του, τὴν πορεία τῆς μετέπειτα ζωῆς του.
Ἡ οἰκογένεια, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον εἶναι στὴν οὐσία ἕνα σύστημα ἀγάπης στὸ ὁποῖο κάθε μέλος ἐπηρεάζει καὶ ἐπηρεάζεται, λαμβάνει καὶ δίνει ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀγάπη. Τὰ στάδια τοῦ κύκλου ζωῆς τῆς οἰκογένειας βεβαίως σηματοδοτοῦνται συχνὰ ἀπὸ κρίσεις ποὺ συνήθως δὲν εἶναι αὐτόνομες ἀλλὰ συνδυάζονται μὲ ἄλλες ποὺ προϋπῆρχαν ἢ δημιουργοῦνται.
Αὐτὲς εἶναι κρίσεις ποὺ προκαλοῦν ἐξωγενεῖς παράγοντες οἰκονομικῆς φύσης (ἀπώλεια ἐργασίας, ἀνεργία), κοινωνικῶν συνθηκῶν (κοινωνικὸς ἀποκλεισμός, ρατσισμὸς) κ.λ.π.
Εἶναι κρίσεις ποὺ προκαλοῦν νοσηροὶ ἐνδογενεῖς παράγοντες ὅπως ἡ παρουσία παραβατικῶν συνηθειῶν, συχνῶν ἐνδοοικογενειακῶν συγκρούσεων, ἐνδοοικογενειακῶν ψυχοπαθολογιῶν καὶ συμπεριφορῶν βίας.
Εἶναι κρίσεις ποὺ ὀφείλονται καὶ προκύπτουν ἀπὸ τὴν παρουσία σοβαρῶν ἀσθενειῶν καὶ κυρίως τοῦ θανάτου μέσα στὴν οἰκογένεια.
Καὶ τέλος εἶναι κρίσεις πνευματικὲς καὶ ἠθικὲς οἱ ὁποῖες παρουσιάζονται ὅταν κυρίως οἱ γονεῖς πάρουν τὸ βλέμμα τους ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ συνέπεια ὁμοίως τὰ παιδιὰ νὰ πάρουν τὸ βλέμμα τους ἀπὸ ἐκείνους, ὅταν ἀτροφήσουν οἱ ὄροι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἐκλείψει σταδιακὰ τὸ ἦθος καὶ ἀρθεῖ ἡ διαρκὴς προσευχητικὴ αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ ἐπιτρέπει στὴ Χάρη Του νὰ φωτίζει.
Ὅλα αὐτὲς οἱ κρίσεις καὶ οἱ ρήξεις βιώνονται ἀπὸ ἕναν νέο καὶ κυρίως ἀπὸ ἕναν ἔφηβο ὡς πιθανὴ ἀπειλὴ διασάλευσης τοῦ κόσμου του καὶ διάλυσης τῆς οἰκογένειας. Οὐσιαστικὰ ὡς διάλυση τοῦ σημείου ἀναφορᾶς του. Στὴν ἠλικιακὴ περίοδο αὐτὴ ἀπὸ τὴν μία μεριὰ κυριαρχεῖ ἡ αἴσθηση τῆς δύναμης καὶ ἡ ἄρνηση τῆς φθορᾶς, τὸ συναίσθημα ἀψήφησης τοῦ κινδύνου καὶ ἡ τάση πειραματισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη παρουσιάζεται ἕνα συναίσθημα ἀπόρριψης, ἀβεβαιότητας καὶ ἀπομόνωσης. Αὐτὸ εἶναι τὸ πεδίο μάχης τοῦ ἐφήβου, στὸ ὁποῖο, ἂν ἀδυνατεῖ νὰ διαχειριστεῖ τὶς προσωπικές του ἀνατροπὲς καὶ κυρίως ἂν δὲν βοηθηθεῖ ἀπὸ τὴν συνεκτικὴ δύναμη τῆς οἰκογένειας, τότε εἶναι πολὺ πιθανὸ ἐφόσον συναντηθεῖ μὲ τὴν οὐσία νὰ ἀναπτύξει ἑξαρτητικὴ συμπεριφορά.
Εἶναι διαπιστωμένο καὶ κλινικὰ ἐπιβεβαιωμένο, ὅτι ἡ γνωριμία μὲ τὶς οὐσίες συμπίπτει, συχνά, μὲ αὐτὸν τὸν ἐκρηκτικὸ συνδυασμὸ τῶν ἀλλαγῶν τῆς ἐφηβείας καὶ τῆς ἀπώλειας ἀγάπης. Ἡ χρήση οὐσιῶν ἀποτελεῖ τὴν ἀποτυχημένη προσπάθεια τοῦ νέου νὰ ἀνακουφίσει τὸ ἄγχος τῆς ἀπώλειας τῆς ἀγάπης καὶ μαζὶ τῶν προσώπων ποὺ τὴν κομίζουν. Ἡ σχέση μὲ τὶς οὐσίες ἀντιπροσωπεύει τὶς σχέσεις του μὲ τὸν κόσμο.
Ἕνα παιδὶ λοιπὸν στερημένο ἢ ἀποκομμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τὴν στοργή, τὸ ἐνδιαφέρον βιώνει μία κατάσταση συναισθηματικῆς ἀποστέρησης ἡ ὁποία μὲ τὴν σειρὰ τῆς δημιουργεῖ μία τρομακτικὴ αἴσθηση θυμοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ θυμὸς καταπιέζεται ἀπὸ τὸ φόβο ὅτι, ἂν ἐκδηλωθεῖ, θὰ προκαλέσει ἀκόμα μεγαλύτερη ἀπόρριψη καὶ ἔλλειψη ἀγάπης. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ ἐκφράσει ἄμεσα τὸ θυμὸ του τὸν ἐκφράζει ἔμμεσα, μὲ τὶς πράξεις του. Τὰ ναρκωτικὰ γίνονται μία νέα μορφὴ ἐπικοινωνίας αὐτοῦ του θυμοῦ, μία νέα γλώσσα. Κάνοντας χρήση οὐσιῶν, οὐσιαστικὰ ἐπικοινωνεῖ ὅλο τὸ θυμό του πρὸς τὸν ἔξω κόσμο, τὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον καὶ τοὺς γονεῖς.
Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ «σύμπτωμα ναρκωτικὰ» ἐμφανίζεται ὡς μαρτυρία καὶ παρεπόμενη συνέπεια κρυφῶν καὶ ἄδηλων νοσηρῶν αἰτιῶν ποὺ βρίσκονται συνήθως κρυμμένες στὸν κόσμο καὶ τὴν ἱστορία τῶν οἰκογενειῶν. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ὁ ἐξαρτημένος ἔφηβος ὡς εὐάλωτη προσωπικότητα κάνει τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ του ἀποδέκτη τῶν προβλημάτων τῆς οἰκογενειακῆς ἱστορίας τὰ ὁποία δὲν ἔχουν ἐπιλυθεῖ.
Βεβαίως ἡ ἀντίδραση δὲν εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους. Σημαντικὸ ρόλο τόσο στὶς οἰκογενειακὲς -λίγο ἢ πολὺ- νοσηρὲς καὶ παθολογικὲς καταστάσεις, ὅσο καὶ σὲ ὅλες τὶς κρίσεις ποὺ παρουσιάζονται στὴ ζωή, παίζει ἡ ὡριμότητα καὶ ἡ εὐαισθησία ποὺ διακρίνει τὴν ψυχὴ κάθε προσώπου ποὺ ἔρχεται ἀντιμέτωπο μὲ αὐτὲς τὶς κρίσεις. Ἂν λοιπὸν ἡ ὡριμότητα συγκροτεῖ ἕναν ἑαυτὸ μὲ ὀρθότερη κρίση στὸ «πὼς» καὶ «γιατί», στὸν τρόπο καὶ τὴν αἰτία ποὺ ἀντιδρᾶ ὅπως ἀντιδρᾶ στὶς μικρὲς ἢ μεγάλες δυσκολίες, ἡ εὐαισθησία ἡ ὁποία δὲν μετρᾶται ἀλλὰ διακρίνεται ὡς λεπτότητα τῆς ψυχῆς κρίνει τὸ ἀποτέλεσμα γιὰ τὸ πόσο εὐάλωτος θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος μπροστὰ στὴν τραγικὴ πραγματικότητα.
Πῶς μπορεῖ ὅμως ἕνας νέος νὰ ἄρει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν τραγικὴ πραγματικότητα καὶ νὰ ρίξει τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς του στὴν ζωή, νὰ δεῖ μία ἀκτίδα φωτὸς ποὺ θὰ ἐνθαρρύνει καὶ θὰ ἀναθερμάνει τὴ ἐλπίδα καὶ τὴν ζωτικὴ δύναμη ποῦ ἔχει χαθεῖ; Τί εἶναι λοιπὸν θεραπεία ἀπὸ τὰ ναρκωτικά; Ποιὰ εἶναι θεραπευτικὰ ἡ ὀρθὴ στάση καὶ πρακτικὴ ποῦ μπορεῖ νὰ βοηθήσει ἕναν νέο νὰ ἀνακάμψει ἀπὸ τὴν τραγικὴ μοίρα του;
Ἀδιαμφισβήτητα στὴν τραγικότητα τῆς ζωῆς καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῆς τοξικοεξάρτησης ἑνὸς νέου καὶ τῆς συν-ἐξάρτησης τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος ὅπως περιγράφηκε προηγουμένως, συνυπάρχουν παράγοντες ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ρυθμιστοῦν καὶ νὰ δημιουργήσουν ἕνα πεδίο ἀρωγῆς γιὰ ἄμεση θετικὴ ἔκβαση.
Κάνοντας μία παρένθεση νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὶς περιπτώσεις τῶν ναρκωτικῶν οὐσιῶν κυρίως αὐτῶν ποὺ λαμβάνονται ἐνδοφλεβίως –ὅπως ἡ ἡρωίνη- τὰ τελευταία δεκαπέντε χρόνια ἔχει προστεθεῖ στὸ θέμα «θεραπεία» μία συμπληρωματικὴ παράμετρος ποὺ εἶναι οἱ ἐπιδημίες ὅπως οἱ ἡπατίτιδες καὶ τὸ AIDS, ἀσθένειες οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν ἐπιπλέον δυσκολίες καὶ βασανίζουν τὸν φορέα καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τοξικοεξάρτησής του, καὶ στὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Μὲ ποιὸ τρόπο καὶ πόσο εὔκολο λοιπὸν εἶναι νὰ εἰπωθεῖ κάτι περὶ θεραπείας, νὰ δρομολογηθεῖ ἕνα θεραπευτικὸ ἔργο, νὰ γίνει ἀποδεκτὸ ἀπὸ τὴν οἰκογένεια καὶ τὸν πάσχοντα νέο ποὺ ἔχει προσαρμοσθεῖ στὸν κίνδυνο τῆς ἐξάρτησης ἀπὸ τὶς οὐσίες, καὶ ἐνδεχομένως ἐν γνώσει τοῦ ὅσο παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὴν ἐξάρτηση τὸν παραδίδει στὸν θάνατο περιγράφοντας τὸ μαρτύριο τῆς ζωῆς του μὲ τὴν ρήση: «τί νὰ μοῦ πεῖς ἀφοῦ τὰ ἔχω δοκιμάσει καὶ τὰ ἔχω ζήσει ὅλα;».
Ἡ ἐξαντλητικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς οὐσίες συνεπικουρούμενη ἀπὸ τὴν ἀναγκαστικὴ ἐν γένει, περιθωριακή, καὶ συνήθως παράνομη καὶ ἄνευ ὅρων καὶ ὁρίων ἀδυσώπητη καθημερινότητα παίρνει τὴν μορφὴ ἑνὸς «ὅλου», ἑνὸς κόσμου μέσα στὸν ὁποῖο εἶναι ἀποκλεισμένος ὁ τοξικοεξαρτημένος νέος. Αὐτὸ ποὺ διαμορφώνει ἀδυσώπητα τὴν τραγική του καθημερινότητα εἶναι μία τραγικὴ ἔλλειψη καὶ ἕνα τραγικὸ ὅλο. Αὐτὸ ὅμως εἶναι τὸ κύριο, καίριο καὶ κρίσιμο σημεῖο γιὰ ἕνα θεραπευτικὸ ἔργο. Τὸ θεραπευτικὸ ἔργο λοιπὸν μπορεῖ νὰ εἶναι περισσότερο ἀπὸ πλαίσιο καὶ μέθοδος ἕνας «χῶρος παρέμβασης» τῶν προσώπων αὐτῶν ποὺ τὸ ὑπηρετοῦν ἢ ἀλλιῶς διακονοῦν μὲ τὴν ἐν Κυρίω διακονία.
Μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς ἰατροθεραπευτικῆς ἐπιστημονικῆς μεθόδου ποὺ βοηθᾶ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ μὲ τὴν προοπτική τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου στὴν ὁποία στηρίζεται ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, κάθε θεραπεία στοχευμένη, ἐξατομικευμένη καὶ εὐέλικτη γιὰ κάθε ἰδιαίτερο καὶ ξεχωριστὸ πρόσωπο, γίνεται ἕνας χῶρος μεγάλης καὶ ἀστείρευτης ἀγάπης μὲ μία μεγάλη ἔγνοια: πρῶτον νὰ ἐγκολπωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν θεραπευτῶν-διακόνων αὐτὸ τὸ «τραγικὸ ὅλο» του προσώπου ποὺ πάσχει, καὶ δεύτερον, ἀπὸ τὴ θέση ἰσχύος, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης, ποὺ βρίσκονται οἱ θεραπευτὲς-διάκονοι καὶ μὲ τὴ δύναμή της, ἡ ἀγάπη αὐτὴ νὰ παρέμβει ἀπορροφώντας καὶ ἀποσβένοντας τὸ τραγικό, ταυτόχρονα τροφοδοτώντας τὸ κενὸ καὶ τὴν ἔλλειψη καὶ καταργώντας τὸ θάνατο. Ἀκριβῶς ὅπως ὁ Χριστός, τὸ κατεξοχὴν πρόσωπο τῆς Ἀγάπης, ἐξαιτίας τῆς ἄπειρης Ἀγάπης Του ἐγκολπώθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση, γέμισε τὸ τραγικὸ κενό του θανάτου καὶ τῆς φθορᾶς της μὲ ζωή, ἀποκατέστησε τὸν ἄνθρωπο καὶ κατήργησε τὸ θάνατο μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.
Τὸ θεραπευτικὸ ἔργο λοιπὸν μαζὶ καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τῶν Μυστηρίων -ποὺ ἔχουν κέντρο τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὴν Ἀγάπη Του, ἀλλὰ καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- συνυπάρχουν καὶ συμπληρώνουν μὲ σημαντικὸ καὶ μοναδικὸ τρόπο τὴν προσπάθεια ἀποκατάστασης τοῦ περιβάλλοντος καὶ τῆς ψυχικῆς καὶ σωματικῆς ὑγείας τοῦ νέου ποὺ δοκιμάζεται ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση στὶς οὐσίες.
Ἂν ὁ ἐθισμὸς καὶ ἡ ἐξάρτηση εἶναι μία ἰσχυρὴ δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἕνα τέλος καὶ ἕνα στόχο, τότε ἀποκαθιστώντας τὴν παθητικὴ ροπή της πρὸς τὸ θάνατο ἐπαναπροσδιορίζεται ὁ στόχος, καὶ ἡ ἰσχυρὴ δύναμη δὲν εἶναι πιὰ ἰσχυρὴ ἐξάρτηση ἀπὸ μία οὐσία ἀλλὰ πανίσχυρη ἀναζήτηση ἐξάρτησης ἀπὸ Αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτᾶται ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ κόσμου, τὸν Τριαδικὸ Θεό.
Κάθε ξεχωριστὴ περίπτωση καὶ κάθε ἰδιαίτερο περιστατικὸ χρήζει βεβαίως ἰδιαίτερης μεθόδου ἡ ὁποία ἐκτὸς τῶν ἐπιστημονικῶν θεραπευτικῶν προτάσεων τὶς ὁποῖες καλεῖται ὁ τοξικοεξαρτημένος νὰ ἐντάξει στὴν προοπτικὴ ἀποκατάστασης τῆς μαρτυρικῆς ζωῆς του, συνδέεται καὶ μὲ τὴν προοπτική της σχετιζόμενης μὲ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας- θεραπευτικῆς στρατηγικῆς, ποὺ ἔχει νοηματοδοτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἐργώδη βιοτὴ τῶν ἀσκητῶν ἁγίων.
Αὐτὴ ἡ ἀσκητικὴ μεθοδολογία βρίσκει πεδίο ἐφαρμογῆς στὸν ἐθισμὸ ἀπὸ τὶς ναρκωτικὲς οὐσίες καὶ τὴν τοξικοεξάρτηση διότι ἔχει στόχο ὄχι τὸ ἐξαντλημένο ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ἐθισμοῦ καταβεβλημένο σῶμα καὶ τὴν καταταλαιπωρημένη ψυχὴ ἀλλὰ τὸ σθεναρὸ καὶ νοσηρὸ παράγοντα ποὺ ἐμφολεύει στοὺς ὑποδοχεῖς τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς ὡς νόσημα καὶ εἶναι τὸ πάθος.
Σὲ αὐτὴ τὴ νοσηρὴ κατάσταση πρωτεύει αὐτὸ ποὺ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀσκητικὴ παράδοση καλεῖται ὑπακοή.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεση, τὸ κλειδὶ ποὺ λειτουργεῖ στὸ κρίσιμο ἄνοιγμα τῆς κλειστῆς θύρας στὸν συρρικνούμενο ἐσωστρεφῆ καὶ αὐτοκαταστροφικὸ ἑαυτὸ τοῦ νέου. Εἶναι ἡ σταδιακὴ παράδοση τοῦ ἑαυτοῦ ποὺ νοσεῖ ἀπὸ τὴν ἐξάρτηση στὴν θεραπεία.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἰδίου φρονήματος καὶ θελήματος, ἡ ἄρνηση στὸν ἐθισμό. Δὲν εἶναι μία σύμβαση γιὰ νὰ ἀκολουθηθεῖ μία θεραπευτικὴ ἢ ἀποτοξινωτικὴ διαδικασία ἀλλὰ μία ριζικὴ ἀλλαγὴ νοός, μία ἀπόφαση γιὰ νὰ λειτουργήσει ἀντίστροφα ὅλος ὁ ἐσωτερικὸς δυστυχὴς κόσμος τοῦ τοξικοεξαρτημένου: ἀπὸ τὴν κεντρομόλο καταστροφὴ πρὸς τὴν ἐξωστρεφῆ ἄνοιξη τῆς ζωῆς.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι πίστη. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ διαδικασία ἀνάκτησης τῆς χαμένης ἐμπιστοσύνης στὸν κόσμο. Εἶναι τὸ κουράγιο γιὰ νὰ ἀνασηκωθεῖ καὶ νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τὴν φθορὰ τοῦ πάθους τῆς ἐξάρτησης. Εἶναι ἡ ἀκρίβεια ποὺ χρειάζεται ὁ ἀποσυντονισμένος νοῦς. Εἶναι ἕνας ὅρος ἀκριβὴς καὶ ἕνα ὅριο ἀδιασάλευτο ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀνασχηματιστεῖ ἡ φθαρμένη εἰκόνα τῶν ὁρίων ποὺ διασαλεύτηκαν καὶ ἀποδιοργάνωσαν τὸν ἄνθρωπο τῶν ἐξαρτήσεων.
Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ σαφέστατη κατάφαση, τὸ «ναὶ μπορῶ» καὶ «ἔχω ἔγνοια γιὰ τὴ ζωή μου, γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὸ Θεό».
Στὸν κόσμο ἑνὸς τοξικοεξαρτημένου νέου ἡ πρωτεύουσα ἀλλαγὴ εἶναι ἡ ἐπανένταξή του στὴν ἀγάπη ποὺ προτύπωσε ὁ Κύριος ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς.
Ἡ ἐν Χριστῷ λοιπὸν ἀντίδραση στὴ θέαση ἑνὸς τοξικοεξαρτημένου προσώπου, γίνεται συνειδητή: δημιουργία ἀντὶ ἀπόστασης, ἐγγύτητας ποὺ διακονεῖ μὲ θάρρος καὶ ταπείνωση τὸ φαινόμενο «τοξικοεξάρτηση» καὶ κυρίως τὰ πρόσωπα τῶν τοξικοεξαρτημένων. Διατηρεῖ ἐντός τῆς ἐμβέλειας τοῦ ἀληθινοῦ ἐνδιαφέροντος, τῆς βούλησης γιὰ παροχὴ διακονίας, τῆς συμπάθειας, τῆς ἀγάπης, καὶ τῆς παρακλητικῆς προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό.
Πραγματώνει ἀντὶ τοῦ περιθωρίου ἕναν χῶρο ἀγάπης μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς διάκρισης ποὺ ξεχωρίζει τὸ ὀρθό, ἐπιλέγει τὸ ἀγαθό, κρίνει τὸ καλύτερο, ἀποφεύγει τὰ ἄκρα, βαδίζει τὴ μέση ὁδό. Ψάχνει γιὰ τὴν καλύτερη ἀπάντηση καὶ τὴν πρέπουσα λύση. Ξεκινᾶ καὶ τελειώνει στὴν ἀγάπη γιὰ τὸ κάθε τραγικὸ πρόσωπο καὶ δὲν ἔχει οὔτε ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα, οὔτε μεγάλη ἐπιείκεια. Ἡ διάκριση εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτοελέγχου, αὐτοκριτικῆς, μελέτης, προέρχεται ἀπὸ γνώση, ἐμπειρία, πνευματικὴ καλλιέργεια, τὴν ὡριμότητα καὶ κυρίως τὴν ταπείνωση ὅτι τὸ ἔργο εἶναι ὄχι προσωπικὸ κατόρθωμα ἀλλὰ ἔργο κατὰ παραχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη καὶ αὐτὴ ἡ διάκριση παρηγορεῖ καὶ ἀναπαύει ψυχές.
Διότι ὅταν μεταμορφωθεῖ ἡ «ἄγνοια τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ πρωταρχικὴ αἰτία τῶν παθῶν ὅπως εἰπώθηκε στὴν ἀρχή, σὲ «ἔγνοια γιὰ τὸν Ἄλλο καὶ τὸ Θεό», γίνεται πρωταρχικὴ αἰτία θεραπευτικῆς ἀποκατάστασης γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Μετατρέπεται σὲ αἰτία ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, ἀποβαίνει παρακλητικὴ καὶ δοξολογικὴ ἀπεύθυνση κατευθείαν πρὸς τὸν Ἀγαπώμενο καὶ Ζωοδότη Χριστό, γίνεται ἡ ἄμεση συγκατάβαση καὶ ἐπέμβαση τῶν θεραπευτικῶν Θείων Ἐνεργειῶν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ