Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Η ΡΩΣΙΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ


Ο Αγιότατος Πατριάρχης τόνισε ότι η ιστορία της Ρωσικής Εκκλησίας στα προεπαναστατικά χρόνια, καθώς και κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής,συνέβαλε στο σχηματισμό ορισμένων στερεοτύπων της ποιμαντικής δραστηριότητας: «Πριν την επανάσταση, η Εκκλησία ήταν κρατική, ήταν υπό την ηγεσία του αυτοκράτορα. Η Εκκλησία απολάμβανε πολλά προνόμια, αλλά μπορούσε να ενεργήσει μόνο τόσο, όσο αυτό συμβιβαζόταν με την κατανόηση των αρχών και της κρατικής πολιτικής. Οι άνθρωποι στη χώρα ήταν ορθόδοξοι: η απόλυτη πλειοψηφία των ατόμων είχε σχέση με την Εκκλησία, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο οι άνθρωποι κοινωνούσαν.
Γι'αυτό ένα από τα κύρια καθήκοντα της Εκκλησίας ήταν να χτιστούν οι ναοί, για να μπορούν πολλοί ορθόδοξοι πιστοί να εκκλησιάζονται. Είναι αρκετό να περάσουμε από το Ζαμοσκβορέτσιε στη Μόσχα ή στο κέντρο της Τούλας, για να κατανοήσουμε περί τίνος πρόκειται:
 επειδή σχεδόν όλοι ήταν πιστοί, το ζήτημα ήταν να χτιστεί μια εκκλησία, να οργανωθεί ενοριακή ζωή, ώστε οι άνθρωποι να μπορέσουν να έρθουν στην ακολουθία, χωρίς να διανύουν μεγάλες αποστάσεις . Έτσι σχηματίστηκε η ιδέα της ενορίας. Η ίδια αυτή ρώσικη λέξη «πριχόντ» ( δηλαδή ενορία, στα Ελληνικά, σ.τ.μ.) σημαίνει ότι οι άνθρωποι έρχονται στο ναό.Σχηματίστηκε και συγκεκριμένη εικόνα δράσεων του ιερέα: αυτός είναι στην εκκλησία και περιμένει πότε θα έρθουν σ'αυτόν οι ενορίτες.
Και δεδομένου ότι σχεδόν όλοι ήταν πιστοί, μία φορά την εβδομάδα στην εκκλησία ερχόταν σημαντικός αριθμός ατόμων. Τέτοιο σύστημα λειτουργούσε στα πλαίσια μιας υπέροχης- σε πολλές πτυχές- παράδοσης, που υπέθετε την σχεδόν απόλυτη θρησκευτικότητα του λαού. Στη συνέχεια, συνέβη η επανάσταση, άρχισαν οι διωγμοί των πιστών, είχαν κλειστεί οι ναοί και τα μοναστήρια, οι άνθρωποι ξεκόπηκαν από την Εκκλησία. Ο κόσμος ερχόταν, σ'αυτή την περίοδο, σε λίγες εκκλησίες που ήταν ακόμα ανοιχτές για να προσευχηθούν. Πολλοί δεν μπορούσαν να έρθουν ανοιχτά, επειδή φοβούνταν, ενώ άλλοι, παρ'όλα αυτά,εκκλησιάζονταν. Και οι εκκλησίες ήταν υπερπλήρεις, και πάλι υπήρχε η ψευδαίσθηση της ομαλότητας, αλλά στην πραγματικότητα η κοινωνία ήταν σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένη από την πίστη και την Εκκλησία».
Όταν ήρθε η νέα εποχή, ένα από τα πρώτα καθήκοντα της Εκκλησίας ήταν η ανοικοδόμηση και αποκατάσταση των ναών, και τα τελευταία 20 χρόνια έχουν γίνει πολλά, τόνισε ο Πατριάρχης. Στο συμπέρασμα αυτό μπορεί να καταλήξει κανείς λαμβάνοντας υπόψη τα στατιστικά δεδομένα της επισκοπής της Τούλας.
Επίσης, η Αυτού Αγιότητα σημείωσε ότι μέχρι σήμερα παραμένει η παράδοση ο ναός να γίνει αντιληπτός ως ένα μέρος προς το οποίο οι άνθρωποι μόνοι τους βρίσκουν το δρόμο: «Κάθε ιερέας θεωρεί ότι το κύριο καθήκον του είναι να ιερουργεί και να κηρύσσει. Υποτίθεται ότι οι άνθρωποι θα έρθουν και θα γεμίσουν αυτούς τους ναούς. Αυτό ακόμα συμβαίνει, επειδή δεν έχουμε αρκετές εκκλησίες, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Πράγματι, για να πραγματοποιηθεί το ποιμαντικό έργο, πρέπει να γνωρίσουμε το ποίμνιο. Αλλά είναι δυνατόν να γνωρίσουμε τους ενορίτες του Καθεδρικού Ναού του Σωτήρος Χριστού στη Μόσχα; ... Ο ιερέας πρέπει να γνωρίσει τους ενορίτες, και γι'αυτό πρέπει να πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των εκκλησιών. Αλλά για να έρθει σε όλες αυτές τις εκκλησίες ο λαός απαιτούνται δράσεις και από την πλευρά μας».
Ο Αγιότατος Δεσπότης τόνισε ότι δεν είναι σωστό να αντιληφθούμε, όπως πριν, την ενορία ως ένα μέρος που οι άνθρωποι έρχονται μόνοι τους. «Έχουμε ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: θα έρθουν τόσοι άνθρωποι,όσοι θα έπρεπε να ρθουν στους ναούς του Θεού στη Ρωσία;», είπε η Αυτού Αγιότητα. Υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τις στατιστικές, περίπου το 80 τοις εκατό των ατόμων βαπτίστηκε στην Ορθόδοξη πίστη, το 60 τοις εκατό των ερωτηθέντων υποστηρίζουν ότι συνειδητοποιούν τον εαυτό τους ως Ορθοδόξους. «Πού είναι το υπόλοιπο 20 τοις εκατό; Είναι βαπτισμένοι, αλλά δεν πάνε στην εκκλησία και δεν ομολογούν Ορθοδοξία. Από το 60 τοις εκατό των ορθοδόξων στη χώρα μας, συνεχώς εκκλησιάζονται κατά μέσον όρον όχι πάνω από το 10 τοις εκατό. Λοιπόν, πού είναι το υπόλοιπο 70 τοις εκατό που βαπτίστηκε;», διερωτάται ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
«Φυσικά, σε κάποιες στιγμές της ζωής, πολλοί άνθρωποι έρχονται στο ναό. Σε πολύ μεγάλες γιορτές, ή αν πρέπει να βαπτίσουν παιδιά, να παντρευτούν. Όταν γίνονται σημαντικές δημόσιες εκδηλώσεις, ο αριθμός των ατόμων που έρχονται στην εκκλησία αυξάνεται. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μόνιμοι ενορίτες. Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα: τί μπορούμε να κάνουμε για να έρχονται στις εκκλησίες το 80 τοις εκατό εκείνων των βαπτισμένων ανθρώπων, ή τουλάχιστον το 50 τοις εκατό του πληθυσμού να έρχεται στο ναό; », - είπε ο Αγιότατος Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας Κύριλλος