Εξωραΐζεται η Οθωμανική αυτοκρατορία με όλες τις μεθόδους απόκρυψης της ιστορικής αλήθειας, όπως την αποσιώπηση, παραποίηση, παρερμηνεία κ.λ.π Οι Έλληνες εμφανίζονται να συμβιώνουν αρμονικότατα με τους κατακτητές λησμονώντας βιασμούς, γενοκτονικής φύσεως ολοκληρωτικές σφαγές (πχ σφαγή της Χίου), παλουκώματα, εγκλήματα, λεηλασίες, ταπεινώσεις, εξισλαμισμούς, παιδομαζώματα, εξορίες, σκλαβοπάζαρα, το καβάλημα να περάσει ο αφέντης Μουσουλμάνος το ποτάμι. Αποκρύπτεται ότι οι ραγιάδες, όπου γης, βασανίζονται και υποφέρουν. Ο όρος «γενίτσαρος» απουσιάζει ολοκληρωτικά.
Χαρακτηριστικό είναι το εξής απόσπασμα που παρατίθεται στο βιβλίο ως ιστορική πηγή: «Ο ντε Μπρεβ πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη (1590-1606), προς το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΓ΄ «Οι Σουλτάνοι όταν κατακτούν ένα βασίλειο ή μια επαρχία διατηρούν θαυμαστή τάξη. Όσο για το λαό, αφήνεται να ζει σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμά του. Διατηρεί τα αγαθά του και έχει θρησκευτική ελευθερία» (σελ. 19). Η ερώτηση που ακολουθεί την πηγή επιχειρεί να διαμορφώσει τη συνείδηση των μαθητών: «με ποιο τρόπο αντιμετωπίζουν οι Σουλτάνοι τις κατακτημένες περιοχές σύμφωνα με την πηγή»; Η εικόνα τον Οθωμανών είναι εν γένει εξιδανικευμένη εκτός από ιδιώτες εισπράκτορες των φόρων: «Η οθωμανική Πύλη αναγκάζεται να παραχωρήσει την είσπραξη των φόρων σε ιδιώτες και όχι σε υπαλλήλους του κράτους.
Οι ιδιώτες αυτοί συχνά παραβιάζουν το νόμο, αδικούν τους υπηκόους και πλουτίζουν σε βάρος τους» (σελ.30), λες και εκτός από επιτήδειους «ιδιώτες» κατά τα άλλα επρόκειτο για εξευγενισμένη διοίκηση. Η απόπειρα να αθωωθεί το οθωμανικό σύστημα εξουσίας είναι ευδιάκριτη και στο πιο αγύμναστο νου.
Υποβαθμίζεται ο ρόλος της Εκκλησίας και στα χρόνια της δουλείας και κατά την επανάσταση:
Αποσιωπάται η σημασία της Ορθοδόξου Παραδόσεως στην διατήρηση της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων. Ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στα όρια του ελληνικού κόσμου, ακόμη και όταν έχασαν την γλώσσα έμειναν Ρωμιοί στην ψυχή χάρη στην Ορθόδοξη παράδοση με επίκεντρο το Πατριαρχείο (από τους τουρκόφωνους Καραμανλήδες στα βάθη της Καππαδοκίας μέχρι τους σλαβόφωνους ή δίγλωσσους Μακεδόνες «γραικομάνους» (ένθερμους Έλληνες) του καπετάν Κώττα, αργότερα), ενώ, αντιθέτως, απώλεια της πίστεως σήμαινε και απώλεια της εθνικής ταυτότητας (εξισλαμισμοί, γενιτσαρισμός, Βαλαάδες, Τουρκοκρητικοί κ.ά.). Θρύλοι κάνουν λόγο για πληθυσμούς που προτίμησαν να τούς κοπεί η γλώσσα (για να μην μιλούν Ελληνικά) παρά να χάσουν την πίστη τους. Κεντρικό ρόλο στην στην διατήρηση αυτής της παραδόσεως παίζει η Εκκλησία με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από την μεγάλη εκστρατεία για την μόρφωση των σκλαβωμένων Ελλήνων που ξεκίνησαν οι Πατριάρχες Ιερεμίας Β' ο Τρανός (16ος αι.) και Κύριλλος Λούκαρης (17ος αι.), μέχρι τις δεκάδες σχολείων που ίδρυσε ο ’γιος Κοσμάς ο Αιτωλός (ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο χωρίς το επίθετο «’γιος»...), από τον ταπεινό ιερέα που δίδασκε κάτω από το γιαταγάνι του δυνάστη σε εποχές διωγμών, μέχρι τις μεγάλες σχολές, όπου και όποτε οι συνθήκες ήταν ευνοϊκότερες: Μεγάλη του Γένους Σχολή, Σχολή Δημητσάνας, Ιωαννίνων, Αθωνιάς κ.ά., η παιδεία των Ελλήνων είναι στα χέρια της Εκκλησίας τους, της οποίας κλήρος και λαός είναι ενεργά μέλη. («Αν και η Υψηλή Πύλη ποτέ δεν ανακατεύτηκε με την Πατριαρχική Ακαδημία στην Κωνσταντινούπολη, οι επαρχιακοί διοικητές μπορούσαν να είναι όσο πιο καταπιεστικοί ήθελαν. Και πολλοί από αυτούς θεωρούσαν την εκπαίδευση των μειονοτήτων ως το περισσότερο ανεπιθύμητο πράγμα.», Steven Runciman, «The Great Church in Captivity»)). Πριν όμως και από τα σχολεία, οι θρύλοι και οι παραδόσεις, τα τραγούδια και οι απόηχοι του ένδοξου βυζαντινού παρελθόντος και του «μαρμαρωμένου βασιλιά», πάνω απ' όλα ο σύνδεσμος των μελών της κοινότητας, συγκροτημένης γύρω από την εκκλησία του χωριού και την κεντρική πλατεία (συνέχεια, μπορούμε να πούμε, της αρχαίας εκκλησίας του Δήμου), είναι αυτά που συντηρούν και θρέφουν την ορθόδοξη παράδοση ως θεμέλιο της εθνικής συνειδήσεως των Ελλήνων.
Το φρόνημα αυτό από το οποίο ετράφη και επήγασε η Επανάσταση μαρτυρείται από όλες σχεδόν τις προκηρύξεις και τα απομνημονεύματα των αγωνιστών και τα δημοτικά τραγούδια του επαναστατημένου λαού. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά: «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», ο τίτλος και το μέγα κάλεσμα της προκηρύξεως του Αλεξάνδρου Υψηλάντου (Ιάσιον, 24 Φεβ. 1821) («να υψώσωμεν το σημείον δι' ού πάντοτε νικώμεν, τον Σταυρόν», στην συνέχεια της ιδίας) και «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να τη στερεώσετε, διότι όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως κι ύστερα υπέρ Πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάνε μία θρησκεία» όπως λέγει ο Γέρος του Μοριά, απευθυνόμενος στα Ελληνικά νιάτα από το βήμα της Πνύκας (8 Οκτ. 1838). «Ελάτε μ' έναν ζήλον σε τούτον τον καιρόν να κάμωμεν τον όρκον επάνω στον Σταυρόν», γράφει ο Ρήγας στο Θούριο, και λίγο παρακάτω συμπληρώνει «Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον Σταυρόν Και σαν αστροπελέκια κτυπάτε τον εχθρόν». «Ο βασιλιάς μας [Παλαιολόγος] ποτέ δεν παραδόθηκε» λέγει ο Κολοκοτρώνης, «και η φρουρά του πολεμά ακόμη, το Σούλι, οι κλέφτες, τα βουνά». Το αγωνιστικό αυτό φρόνημα γίνεται δημοτικό τραγούδι, γίνεται σημαία [ο σταυρός στις επαναστατικές σημαίες Φιλικών, Ρήγα, Υψηλάντους, Λόντου, Ύδρας, Σπετσών, Ψαρρών κ.λπ., και φυσικά η γαλανόλευκη (Επίδαυρος, Ιαν. 1822)], γίνεται σπάθα και τουφέκι (τα άρματά του ο Μακρυγιάννης τα παίρνει, όπως νιώθει, από τον ίδιο τον αη Γιάννη, ενώ ο λαός μας τραγουδά στο περίφημο δημοτικό ότι «Τ' αντρειωμένου τ' άρματα / δεν πρέπει να πουλιώνται, / μόν' πρέπει τους στην εκκλησιά, / και κει να λειτουργιώνται»), γίνεται μπουρλότο που βάζει φωτιά στις ψυχές και στο μπαρούτι (καλόγερος Σαμουήλ, Ρωγών Ιωσήφ), γίνεται Σύνταγμα («Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες» (Α' Εθνοσυνέλευσις Επιδαύρου 1821, Β' ’στρους 1823, και επόμενες· όπου επίσης (’στρος 1823 κ.ά.) κηρύσσεται η συνέχεια πολιτείας και νόμων από τους «αειμνήστους ημών Χριστιανούς αυτοκράτορες».)
Τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, στα Οράματα και Θάματα: «Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα»
Ενώ αναφέρονται γενικά και αόριστα «εξεγέρσεις» (σελ. 32), κατά την Τουρκοκρατία, αποσιωπάται ότι έχουν καταγραφεί περισσότερες από 70 εξεγέρσεις και επαναστατικά κινήματα σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας (χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές) και σε όλα πρωτοστατούν κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί. Ο Γάλλος ιστορικός Φραγκίσκος Πουκεβίλ απαριθμεί τις θυσίες Ελλήνων κληρικών σε 11 Πατριάρχες, περίπου 100 επισκόπους και περίπου 6.000 ιερείς και καλογέρους. Τέλος, οι στρατιές των Νεομαρτύρων προέβαλλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία και αποτελεσματικότερη αντίσταση ξαναζωντανεύοντας την αρχαία Χριστιανική παράδοση του μαρτυρίου. Ο βίος και τα μαρτύριά τους κυκλοφορούν και διαβάζονται από τους πιστούς εμψυχώνοντάς τους.
Εξιστορείται τηλεγραφικά, άνευρα και απόμακρα η Ελληνική Επανάσταση του 1821:
( Κεφάλαιο: Η Μεγάλη Επανάσταση, σελ. 37 -53)
Δεν αναφέρεται πουθενά η ημερομηνία που επελέγη συμβολικά (από τους ίδιους τους αγωνιστές) για την εκκίνηση και τον εορτασμό της Επανάστασης, δηλαδή η 25η Μαρτίου, ώστε να συμπέσει ο Αγώνας με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Ο ηρωισμός, η αυτοθυσία, το μαρτύριο και η εθνική αγωνιστικότητα, που χαρακτήριζαν την επανάσταση, αντικαταστάθηκαν από ξερή παράθεση αριθμών και γεγονότων με έμφαση στα κοινωνικο-οικονομικά αιτήματα διαφόρων ομάδων. Έτσι λείπουν σημαντικά ιστορικά γεγονότα: η μάχη της Αλαμάνας και το σούβλισμα του Αθανασίου Διάκου, η κατάληψη της Τριπολιτσάς, η Γραβιά, τα Δερβενάκια, το Σούλι, η Έξοδος του Μεσολογγίου κλπ. Τα περισσότερα λείπουν εντελώς, ενώ ελάχιστα από αυτά παρατίθενται μονάχα μονολεκτικά, π.χ. η Έξοδος ορίζεται απλώς ως «η κίνηση των πολιορκημένων Ελλήνων να βγουν από το φρούριο»!
Η ιστορία της Μαντούς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη (σελ. 50-51) κατέχει μεγαλύτερη έκταση απ΄ ό,τι εκείνη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Βέβαια, η θυσία της Αγίας Φιλοθέης και του Χορού του Ζαλόγγου λάμπουν δια της απουσίας τους στο βιβλίο, επειδή ίσως πρόκειται πάλι για ηρωικά μαρτύρια που δεν εξυπηρετούν μια ουδέτερη και απονευρωμένη διδαχή της ιστορίας.
Αποσιωπάται η γενοκτονία των Χριστιανικών πληθυσμών και εκμηδενίζεται η ιστορική διάσταση της Μικρασιατικής Καταστροφής:
( Κεφάλαιο: Μικρασία: Εκστρατεία και καταστροφή, σελ. 100-105)
Δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην - πρωτοφανή για τη σύγχρονη Ιστορία - καταστροφή της Σμύρνης και στη σφαγή του χριστιανικού της πληθυσμού (ελληνικού και αρμενικού), ούτε φυσικά στις επίσημες αποφάσεις του 1911 των Νεότουρκων εθνικιστών για εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων. Φυσικά δεν υπάρχει και καμιά αναφορά στις γενοκτονίες των χριστιανικών λαών (Ελλήνων της Ανατολής, Αρμενίων και Ασυροχαλδαίων) που άρχισαν το 1914, ούτε στο ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο που σχετίζεται με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των Νεότουρκων εθνικιστών και των Γερμανών συμμάχων τους. Καμιά επίσης αναφορά δεν υπάρχει για τα Σεπτεμβριανά κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ή για τις σταλινικές διώξεις κατά των πολυάριθμων Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μοναδική αναφορά του βιβλίου στη Μικρασιατική Καταστροφή είναι επί λέξει η εξής: «Στις 27 Αυγούστου 1922 ο τουρκικός στρατός μπαίνει στην Σμύρνη. Χιλιάδες Έλληνες συνωστίζονται στο λιμάνι προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα» (σελ. 104), ωσάν να πρόκειται για μάχη εύρεσης εισιτηρίου αντί για βίαιη φυγή εν μέσω ανηλεών σφαγών. Ενάμιση εκατομμύριο Έλληνες δεν ξεριζώνονται από τον τόπο που γεννήθηκαν και έδρασαν, αλλά απλώς «συνωστίζονται στο λιμάνι»! Αυτή η εντυπωσιακή υποβάθμιση της εικόνας των θλιβερών γεγονότων του 1922 ακρωτηριάζει την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας και αποτελεί προσβολή για όλους τους πρόσφυγες της περιόδου.
Ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ όχι μόνο εξαγνίζεται για τα εγκλήματά του, αλλά εξιδανικεύεται ο ιστορικός του ρόλος μέχρι του σημείου να παρουσιάζεται στο βιβλίο ως «ο ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα(!!) των Τούρκων και μετέπειτα πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας» (σελ. 100).
Η σημειολογία του είναι έντεχνα και κεκαλυμμένα προκλητική:
Το χρώμα της Οθωμανικής κατοχής στους χάρτες είναι ουδέτερο (σαν να μην πρόκειται για κατοχή) αντίθετα με το έντονο των Λατινοκρατουμένων περιοχών ( σελ. 16).
Μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (σελ. 20) αναφέρεται ότι τα ελληνικά πλοία κινούνται «με περισσότερη άνεση» γενικώς και αορίστως ξεχνώντας ότι η «άνεση» οφείλεται στην ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η δράση των κλεφτών «θεωρείται» και δεν «είναι» μορφή αντίστασης ( σελ. 32).
Οι Έλληνες «διεκδικούν» εδάφη της Οθ. Αυτοκρατορίας, και τελικά απλώς «καταλαμβάνουν εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου», και λίγο αργότερα επίσης «καταλαμβάνουν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου» («κατάληψη» αντί «απελευθέρωση»). Οι «διεκδικήσεις» των Ελλήνων και Βουλγάρων έναντι της Μακεδονίας εμφανίζονται ως ισότιμες, απαλείφοντας την ελληνικότητα της περιοχής ( σελ. 94).
Η ιστορία του αυτοκινήτου, του ποδοσφαίρου, της τηλεόρασης, του θεάτρου και του ελληνικού κινηματογράφου κατά τον 20ο αι. κατέχουν έκταση διπλάσια από την περιγραφή των Βαλκανικών Πολέμων, του Έπους του 1940 και των Α΄ και Β΄ Παγκοσμίων Πολέμων μαζί!
Η αναφορά στο έπος του 1940 (σελ. 109) περιορίζεται στην εξής φράση: «Η Ελλάδα μπαίνει στον πόλεμο στις 28 Οκτωβρίου 1940, όταν απαντά αρνητικά στο τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Οι Έλληνες, το 1940-41, απομακρύνουν τα ιταλικά στρατεύματα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα σημειώνοντας σημαντικές νίκες». Με αυτόν τον τρόπο η συγγραφέας αναφέρεται στο "ΟΧΙ", που μετά το "Μολών λαβέ" του Λεωνίδα και το «το δε την Πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν εστίν ... και ου φεισόμεθα της ζωής ημών» του Παλαιολόγου, ήταν το ΟΧΙ που ανύψωσε τους Έλληνες στο πλάι των αρχαίων και βυζαντινών προγόνων. Τέλος, οι Έλληνες δεν "απομάκρυναν", απλώς, τους Ιταλούς από τα "ελληνοαλβανικά σύνορα", αλλά απελευθέρωσαν την Ελληνική Βόρειο Ήπειρο (για τρίτη φορά). Οι Ελληνικές σημαίες υποδέχονταν τον Στρατό μας, βγαλμένες από τα μπαούλα μετά από δεκαετίες
Πηγή: http://www.antibaro.gr/upografes.phpΜιάς νέας δόξης ανατέλλει ο Καιρός...