Παράλληλα με τον πόλεμο των όπλων για τη μοιρασιά των εδαφών, διεξάγεται στην Ουκρανία ένας εξίσου απηνής πόλεμος για τη μοιρασιά των ανθρώπινων ψυχών.
Η μαρτυρική Ουκρανική Εκκλησία παραμένει ο μοναδικός πυλώνας ενότητας της διχασμένης ουκρανικής ψυχής.
Η εικόνα που έχουμε για τον δεύτερο είναι τόσο αποσπασματική και παραπλανητική, όσο είναι αυτή που έχουμε για τον πρώτο. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιος είναι ο εσταυρωμένος. Αρκεί να γυρίσει το βλέμμα και να κοιτάξει ποιος είναι επάνω στον σταυρό.
Είναι η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, που παρά τα όσα συμβαίνουν, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να περιλαμβάνει στους κόλπους της και να εκφράζει ψυχικά τη συντριπτική πλειονότητα των Ουκρανών.
Η μαρτυρική αυτή Εκκλησία βρίσκεται μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης. Ο επικεφαλής της, Μητροπολίτης Κιέβου Ονούφριος, κατήγγειλε από την πρώτη στιγμή τη ρωσική εισβολή σαν αδελφοκτόνο πόλεμο (τον παρομοίασε με το έγκλημα του Κάιν), παραμένει όμως στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας που έχει στηρίξει την πολιτική του Πούτιν.
Και ενώ οι πιστοί της Εκκλησίας αυτής προσεύχονται και αγωνίζονται για την άμυνα της δικής τους χώρας, για την ειρήνευση και την ακεραιότητα της κατακερματισμένης τους πατρίδας, για την επούλωση των ψυχικών και σωματικών τραυμάτων, από την άλλη μεριά καταδιώκονται σαν προδότες και δωσίλογοι: εκκρεμεί η ψήφιση νομοσχεδίου που τους θέτει εκτός νόμου και κλιμακώνονται οι διώξεις, ανεπίσημες ή επίσημες, οι παράνομες κατασχέσεις ναών, οι ωμές βιαιότητες κλπ κλπ. Κάποιοι καταγγέλλουν ότι υπάρχουν σχέδια εσωτερικής άλωσης της εκκλησίας αυτής από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ελπίζει ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές αντιθέσεις της για την πρόκληση αποσχιστικών τάσεων.
Εδώ όμως προκύπτει το κρίσιμο ερώτημα: Ποιος θα κερδίσει από μια ενδεχόμενη διάλυση ή υποβάθμιση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας;
Εθνική ταυτότητα και Εκκλησία
Όσο περνά ο καιρός και όσο υποχρεωνόμαστε, θέλοντας και μη, να σπουδάσουμε στο δράμα του ουκρανικού λαού, συνειδητοποιούμε σιγά σιγά τις ρίζες του προβλήματος. Δεν είναι μόνο η γεωπολιτική σύγκρουση των υπερδυνάμεων (ΗΠΑ-Ρωσία), ούτε οι εξουσιαστικές κοκορομαχίες των έξωθεν εκκλησιαστικών ηγεσιών (Μόσχας και Φαναρίου), ούτε καν ο δαιμονικός συνδυασμός τους.
Στη ρίζα του ουκρανικού δράματος βρίσκεται ένας βαθύς διχασμός των ίδιων των Ουκρανών, που όπως φαίνεται, αιώνες τώρα αλληθωρίζουν μία προς την Ορθόδοξη Ρωσία και μία προς την Καθολική Πολωνία. Η πνευματική αυτή πόλωση έχει πάρει κατά καιρούς πολλές και διαφορετικές μορφές και έχει διαπεράσει και την ίδια την ουκρανική Ορθοδοξία – δεν είναι εδώ η θέση για περισσότερες λεπτομέρειες. Στην πραγματικότητα, το ίδιο πρόβλημα το έχουν ζήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και εξακολουθούν να το ζουν όλες οι ορθόδοξες εκκλησίες.
Η διαφορά στην περίπτωση της Ουκρανίας είναι ότι πέρα από την αμιγώς πνευματική διάσταση, που αφορά την πίστη και το δόγμα, ο πολιτισμικός αλληθωρισμός έχει διαπεράσει τον εθνικό ψυχισμό των ανθρώπων και έχει οδηγήσει σε μια εύθραυστη και ρευστή εθνική ταυτότητα.
Μέσα σε αυτή την ιστορική περιπέτεια, ένας από τους πόλους ψυχικής ενότητας των Ουκρανών, ίσως ο πιο σημαντικός, ήταν η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Με το ιδιότυπο εθνοπολιτικό στάτους της, παρακολουθώντας τις ιστορικές μεταλλάξεις, αντανακλούσε την ασταθή αυτή ισορροπία μεταξύ ρωσικής Ανατολής και πολωνικής Δύσης, και γι’ αυτό ακριβώς αποτελούσε έναν καίριο συνεκτικό πυλώνα της εύθραυστης εθνικής ενότητας. Όλοι αυτοί που καταγγέλλουν τώρα τον Πούτιν ότι διαιρεί εδαφικά την Ουκρανία, ίσως δεν καταλαβαίνουν ότι η αποδυνάμωση ή η κατάργηση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας θα σημάνει το τέλος της ίδιας της Ουκρανίας ως ενιαίου έθνους. Είναι η περίφημη ειρωνεία της ετερογονίας των σκοπών.
Τεχνητή κλιμάκωση μιας πραγματικής πόλωσης
Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να κάνουμε ένα σύντομο φλας-μπακ στο πρόσφατο παρελθόν του εκκλησιαστικού (και όχι μόνο) προβλήματος της Ουκρανίας. Η αρχή βρίσκεται στο μακρινό 1991-2, όταν ο τότε Μητροπολίτης Κιέβου Φιλάρετος Ντενισένκο απέτυχε να εκλεγεί Πατριάρχης Μόσχας και απαίτησε την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας, διεκδικώντας μάλιστα στάτους Πατριαρχείου.
Για μια περίοδο αυτό φαίνεται πως ήταν προσωπική του υπόθεση. Όταν όμως από κάποια στιγμή και μετά οι ΗΠΑ αποφάσισαν να προχωρήσουν στην αποκοπή της Ουκρανίας από τη Ρωσία (αποκοπή όχι μόνο πολιτική, αλλά και πολιτιστική και ψυχική) τότε η προσωπική ματαιοδοξία του Φιλάρετου ήρθε και έδεσε με τα αμερικανικά σχέδια.
Το ίδιο άλλωστε συνέβη και με τις μικρές, μειοψηφικές ακόμα εκείνη την εποχή ομάδες, που έπαιζαν με τον φιλοναζιστικό ουκρανικό εθνικισμό του περιβόητου Μπαντέρα. Όλα αυτά έγιναν ισχυροί μοχλοί μιας άνωθεν και έξωθεν αναδιαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης των Ουκρανών. Κάτι ανάλογο με τις ακραίες καρικατουρίστικες εκδοχές του σλαβομακεδόνικου αλυτρωτισμού στα δικά μας βόρεια σύνορα.
Μόνο που στην περίπτωση της Ουκρανίας, επιστρατεύτηκε όλο το οπλοστάσιο του αμερικανικού βαθέος κράτους, και έτσι, αυτό που σε άλλες περιπτώσεις θα ήταν ένα περιθωριακό άκρο, κατάφερε μέσα σε δύο-τρεις δεκαετίες να κατακλύσει τη δημόσια ζωή της χώρας και να διαποτίσει συστηματικά τις συνειδήσεις των Ουκρανών. Καίριος στη διαμόρφωση αυτού του σχεδίου και στην επιτυχία του ήταν ο ρόλος της ουκρανικής διασποράς στη Δύση.
Σε αντίθεση με όλα αυτά, η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε από τους λίγους εξισορροπητικούς πυλώνες μιας μη-φανατικής και ανοικτής εθνικής συνείδησης: ουκρανική από κάθε άποψη, αλλά περιεκτική των πνευματικών εκείνων δεσμών με τη Ρωσία που καθιστούσαν εφικτή τη συνοχή αυτού του ιδιόμορφου εθνικού διπολισμού.
Και ήταν μέσα σε αυτή τη λεπτή και ευαίσθητη συνθήκη που εισέβαλε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο το δικό μας Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν ξέρω ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που το Πατριαρχείο αποφάσισε μετά από πολλά χρόνια αδράνειας να επέμβει με τον άγαρμπο τρόπο που το έκανε. Προσωπικά έχω υποστηρίξει ότι η κίνηση αυτή τού υπαγορεύτηκε από τους Αμερικανούς.
Ο ίδιος ο Πατριάρχης αποκρούει αυτή την κατηγορία και επικαλείται άλλους, εκκλησιαστικούς λόγους (τη στάση της ρωσικής εκκλησίας, που απείχε από την Πανορθόδοξο Σύνοδο της Κρήτης το 2016 κλπ. κλπ.). Δεν κατανοεί προφανώς ότι αυτό καθιστά την πράξη του ακόμα χειρότερη.
Διότι έτσι ομολογεί ξεκάθαρα ότι αντιμετώπισε την Ουκρανία χειριστικά, σαν πεδίο για να ξεκαθαρίσει τους δικούς του λογαριασμούς με τη Μόσχα (θυμίζοντας τους δύο που μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα). Και βέβαια, όλα τα υπόλοιπα, είτε η ανιστόρητη σχολαστική φιλολογία περί εκκλησιαστικού δικαίου, κανόνων, κλπ, είτε οι απλοϊκές κοινωνιολογίζουσες δικαιολογίες για το έθνος που θέλει την εκκλησιαστική του ανεξαρτησία, όλα αυτά είναι εκ των υστέρων προφάσεις εν αμαρτίαις. Η ουσία είναι ότι είτε εξ αιτίας του εκβιασμού των ΗΠΑ, είτε από δική του πρωτοβουλία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν επενέβη στην Ουκρανία σαν ειρηνοποιός, αλλά ρίχνοντας λάδι στη φωτιά που έκαιγε τη χώρα και από τα μέσα και από τα έξω.
Υπάρχει καιρός μετανοίας;
Τώρα, με δεδομένη την καταστροφή στο πολιτικό πεδίο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης λέει ότι αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία «είναι μια ντροπή που θα στιγματίζει εσαεί εκείνους που την προκάλεσαν, εκείνους που αποδείχθηκε ότι δεν έχουν φόβο Θεού».
Έχει απόλυτο δίκιο. Μόνο που δεν ξέρω αν μπορεί να ακούσει τα λόγια του. Αναρωτιέμαι: Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα μπορεί να αποτραπεί η ολοκληρωτική καταστροφή του ουκρανικού έθνους; Δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα αυτό.
Αυτό όμως για το οποίο είμαι βέβαιος είναι τούτο: Πως αν υπάρχει όντως μια τέτοια δυνατότητα, αυτή θα ενισχυόταν αν όλες οι πλευρές που εμπλέκονται στο ουκρανικό δράμα έτειναν χείρα βοηθείας προς την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όχι για να τη βοηθήσουν, αλλά για να ζητήσουν τη δική της βοήθεια στη διάσωση, όσο είναι δυνατόν, της ουκρανικής ενότητας.
https://kosmodromio.gr/2022/05/08/o-dixasmos-kai-h-estaurwmenh-ekklhsia/