ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 15η Ιουνίου 2020
Έγινε ήδη λόγος σε παλαιότερες ανακοινώσεις μας για τον ιδιότυπο διωγμό που εξαπέλυσε η Πολιτεία τους τελευταίους τρεις μήνες εναντίον της Εκκλησίας,
με κύριο στόχο να συκοφαντηθεί και ενοχοποιηθεί η Θεία Κοινωνία ως αιτία μεταδόσεως του κορωνοϊού στους πιστούς και κατ’ επέκταση, να απαξιωθεί το ιερότερο, το κορυφαίο μυστήριο της Εκκλησίας μας, η Θεία Ευχαριστία. Και παραθέσαμε πολλές αποκαλυπτικές σχετικές δηλώσεις φορέων της Πολιτείας και εκπροσώπων της αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου Υγείας, που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Το θέμα, όπως ήταν επόμενο πήρε διαστάσεις, αφού και ο ίδιος ο Παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος με επιστολή του στις 17.5.2020 προς την Εκκλησία της Ελλάδος, ζητάει να πληροφορηθεί την γνώμη της σχετικά «προς το θέμα της κοινής πορείας στην ποιμαντική αντιμετώπιση των αμφισβητήσεων του καθιερωμένου τρόπου μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας».
Η ΔΙΣ στην Συνεδρία της 3ης.6.2020 και με αφορμή το Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου ανακοίνωσε, ότι «η Εκκλησία της Ελλάδος εμμένει στην εξ αρχής εκφρασθείσα δογματική και θεολογική επιβεβαίωσή της ότι ‘το Ιερό Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας παραμένει αδιαπραγμάτευτο, όπως μας παρεδόθη από την περί αυτού διδασκαλία της Ορθοδόξου Παραδόσεως και των αγίων Πατέρων της αγίας μας Εκκλησίας’, ως επίσης και το ότι ‘η διαδικασία μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας προς τους πιστούς παραμένει ως έχει και όπως μας έχει παραδοθεί υπό των αγίων Πατέρων και υπό της Ιεράς μας Παραδόσεως’».
Προς στιγμήν φάνηκε, ότι το θέμα έκλεισε με την αποστομωτική απάντηση της ΔΙΣ προς τους χριστιανομάχους πολιτικούς. Ωστόσο ο αρχέκακος όφις, ο διάβολος, δεν ησύχασε. Άρχισε τώρα να πολεμάει την Εκκλησία, όχι πλέον από έξω, (μέσω των χριστιανομάχων πολιτικών), αλλά από μέσα, χρησιμοποιώντας ως όργανά του εκκλησιαστικά πρόσωπα, ακόμη και επισκόπους. Δηλαδή πρόσωπα τα οποία, ενώ θα έπρεπε να είναι οι φύλακες «της Ιεράς μας Παραδόσεως», δυστυχώς, με απαράδεκτες δηλώσεις και ενέργειές τους, όχι απλά «ρίχνουν νερό στο μύλο» των χριστιανομάχων, αλλά προχωρούν και σε καινοτομίες, οι οποίες μαρτυρούν ξεκάθαρα, (όπως θα φανεί με όσα θα λεχθούν παρά κάτω), ότι και αυτοί πάσχουν από την ίδια αρρώστια, από την οποία πάσχουν και οι χριστιανομάχοι. Στις γραμμές που ακολουθούν, θα σχολιάσουμε δηλώσεις και ενέργειες ενός εξ αυτών, του Αρχιεπίσκοπου Αμερικής κ. Ελπιδοφόρου, κινούμενοι από αγάπη προς την αλήθεια του Ευαγγελίου και της Ορθοδόξου Παραδόσεως μας, αλλά και προς επαγρύπνηση του πιστού λαού του Θεού.
Όπως πληροφορηθήκαμε από το διαδίκτυο, (βλ. «Ρομφαία», 25.5.2020), ο κ. Ελπιδοφόρος σε εκτενές Υπόμνημα του στις 18.5.2020 προς τους κληρικούς της Αρχιεπισκοπής του «έδωσε οδηγίες στους κληρικούς των κοινοτήτων της άμεσης Αρχιεπισκοπικής Περιφέρειας, (Νέα Υόρκη, Κονέκτικατ και Ουάσιγκτον), να προσφέρουν προσωρινά τη Θεία Κοινωνία στους πιστούς, χρησιμοποιώντας πολλαπλά μεταλλικά κουτάλια, για μία μόνο χρήση ανά άτομο». Σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπομνήματος: «Η ενορία θα πρέπει να χρησιμοποιεί πολλαπλά μεταλλικά κουτάλια που θα είναι μίας χρήσης κατά τη διανομή της Αγίας Κοινωνίας. Ο ενορίτης θα πλησιάζει το δισκοπότηρο και θα του ζητηθεί να γείρει το κεφάλι του πίσω και να ανοίξει το στόμα του πλατιά, έτσι ώστε η Κοινωνία να πέσει μέσα στο στόμα του. Ο ιερέας θα χρησιμοποιήσει ένα νέο κουτάλι για να προσφέρει Κοινωνία και στη συνέχεια θα τοποθετήσει το κουτάλι σε ξεχωριστό δοχείο πριν από τον επόμενο ενορίτη. Αντί της μάκτρας, (Communion Cloth), η ενορία θα έχει διαθέσιμες πετσέτες μίας χρήσης για τους πιστούς, και όταν πλησιάζει το δισκοπότηρο, ο ενορίτης θα πάρει μια χαρτοπετσέτα, θα την κρατά κάτω από το πηγούνι του, θα σκουπίζει το στόμα του και στη συνέχεια θα πετάει την πετσέτα. σε ένα δοχείο στο σολέα, το περιεχόμενο του οποίου θα καεί την ίδια μέρα. Μετά από κάθε ραντεβού, τα κουτάλια θα βυθιστούν σε βραστό νερό για να καθαριστούν».
Από άλλο σχετικό δημοσίευμα πληροφορηθήκαμε τους «θεολογικούς» λόγους, που προβάλλει για να δικαιολογήσει την καινοτομία αυτή, στην οποία προχώρησε. Σε πρόσφατη διαδικτυακή συζήτηση στην Αμερική, (βλ. ιστολ. «Ακτίνες», 2.6.2020), απαντώντας σε ερωτήματα πιστών, δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής: «Τι είναι πιο σημαντικό για όλους μας; Η Θεία Κοινωνία, το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ή ο τρόπος που μεταλαμβάνουμε το Σώμα και το Αίμα Του; Η απάντηση είναι απλή. Δεν είναι ο τρόπος της μετάληψης, αλλά η ίδια η Θεία Κοινωνία, που μας σώζει και μας χαρίζει αιώνια ζωή. Οπότε, το οτιδήποτε άλλο, όπως η κοινή λαβίδα, ή ό,τι δοκίμασε η εκκλησία, ακόμα και στα τελευταία χίλια χρόνια, μπορεί να αλλάξει. Ακόμα και προσωρινά, ή όχι προσωρινά. Αυτή η παράδοση, της κοινής λαβίδας, δεν είναι κάτι που αποφασίζεται από οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο, ή (τοπική) Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών, στην ιστορία της εκκλησίας. Είναι μια πρακτική που έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική, πολύ πρακτική, πολύ ευπρόσδεκτη και γι αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένη, χωρίς καμία προσπάθεια και χωρίς κανέναν να επιβάλει, ή να υποχρεώσει τους πιστούς να χρησιμοποιήσουν την κοινή λαβίδα. Και στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουμε ότι το σημαντικό είναι ότι λαμβάνουμε, ότι όλοι κοινωνούμε, από το κοινό Ποτήριο, όχι από το ένα κοινό κουτάλι. Και υπάρχουν κάποιες ανησυχίες ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας στους ενορίτες μας, ή μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο. Γιατί πρέπει να κρατήσουμε αυτούς τους ανθρώπους μακριά από την Θ. Κοινωνία, μόνο λόγω της κοινής λαβίδας;».
Είναι γεγονός ότι το πανάγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου είναι εκείνο «που μας σώζει και μας χαρίζει αιώνια ζωή», όμως το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ότι «το οτιδήποτε άλλο, όπως η κοινή λαβίδα, ή ό,τι δοκίμασε η εκκλησία, ακόμα και στα τελευταία χίλια χρόνια, μπορεί να αλλάξει», με την πρόφαση ότι «δεν είναι κάτι που αποφασίζεται από οποιαδήποτε Οικουμενική Σύνοδο, ή (τοπική), Σύνοδο των Ορθοδόξων Εκκλησιών». Ο παραδοσιακός τρόπος της μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας με την μία κοινή αγία λαβίδα έχει καθιερωθεί εδώ και περίπου 1200 χρόνια στη ζωή της Εκκλησίας και επομένως έχει ενσωματωθεί ως ουσιαστικό και αναπόσπαστο στοιχείο της Εκκλησιαστικής μας Παραδόσεως. Και μπορεί, βέβαια, καμία Οικουμενική, ή Τοπική, Σύνοδος να μην ασχολήθηκε ειδικά με τον τρόπο μεταδόσεως της Θείας Κοινωνίας, ωστόσο επειδή αποτελεί ουσιαστικό και αναπόσπαστο στοιχείο της Εκκλησιαστικής μας παραδόσεως, ισχύει στην προκειμένη περίπτωση ο θεόπνευστος λόγος του αποστόλου Παύλου: «Άρα ουν αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών», (Β΄ Θεσ. 2,15).
Εδώ τίθεται επίσης το ερώτημα: Αφού, όπως ισχυρίζεται ο κ. Ελπιδοφόρος, η παραδοσιακή μετάδοση της Θείας Κοινωνίας, «έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματική, πολύ πρακτική, πολύ ευπρόσδεκτη και γι ‘αυτό ήταν ευρέως διαδεδομένη», για ποιο λόγο σήμερα, μετά από 1200 χρόνια, θα πρέπει να αλλάξει; Τι κρύβεται πίσω από αυτή την αλλαγή; Μα είναι φανερό, τι κρύβεται! Ο φόβος μεταδόσεως του κορωνοϊού μέσω της Θείας Κοινωνίας διά της κοινής αγίας λαβίδος. Το ομολογεί και ο ίδιος παρά κάτω: «Και υπάρχουν κάποιες ανησυχίες, ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας στους ενορίτες μας, ή μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο». Εάν υπάρχει μέσα μας η παραμικρή αμφιβολία, μήπως ο κορωνοϊός μεταδίδεται μέσω της Θείας Κοινωνίας, τότε ουσιαστικά δεν πιστεύουμε, ότι στο Άγιο Ποτήριο, μετά τον καθαγιασμό του άρτου και του οίνου, υπάρχει το τεθεωμένο Σώμα και Αίμα του Χριστού. Ότι υπάρχει δηλαδή ο όλος Χριστός, ο Οποίος όχι μόνον δεν μπορεί να γίνει αίτιος μεταδόσεως ασθενειών και θανάτου, αλλά αντίθετα είναι η αληθινή ζωή, η πηγή της ζωής και φάρμακο αθανασίας, όπως μας διαβεβαίωσε ο Ίδιος «εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιω.11,25). Και ακόμη: «εγώ ειμί ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς· εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα, και ο άρτος δε ον εγώ δώσω η σαρξ μου εστίν, ην εγώ δώσω υπέρ της του κόσμου ζωής» (Ιω.6,35,51).
Την μεγάλη αυτή αλήθεια επιβεβαιώνει και η ιστορική πραγματικότητα. Από τη δισχιλιετή ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας δεν μαρτυρείται καμία περίπτωση μετάδοσης μολυσματικής νόσου από τη Θεία Κοινωνία. Διακεκριμένοι επιστήμονες, ιατροί λοιμοξιολόγοι και καθηγητές Ιατρικών Σχολών επισημαίνουν, ότι δεν υπάρχει καμιά επιστημονική τεκμηρίωση, ότι η Θεία Κοινωνία διασπείρει μεταδοτικές ασθένειες. Το μόνο επιστημονικό δεδομένο που μπορεί να υπάρχει και που η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται, εκεί που δεν υπάρχει συγκεκριμένη επιστημονική έρευνα, είναι η αναδρομική μελέτη της κλινικής εμπειρίας, που στην περίπτωση της Θείας Κοινωνίας αφορά αναδρομική κλινική εμπειρία 2000 χρόνων, (π.χ. Ιερείς και όχι μόνον, που καταλύουν καθημερινά τη Θεία Κοινωνία στα Νοσοκομεία, ακόμη και Νοσοκομεία Λοιμωδών Νόσων κλπ) και ουδέποτε τους έχει μεταδοθεί ο,τιδήποτε.
Ισχυρίζεται ακόμη ο κ. Ελπιδοφόρος ότι «Κατά τη διάρκεια της Θείας Ευχαριστίας, λαμβάνουμε σώμα και αίμα Χριστού και το σώμα και το αίμα του Κυρίου, μας μεταδίδουν ζωή και όχι ασθένειες….. όμως, ας μην ξεχνάμε ότι τα μέσα, τα εργαλεία με τα οποία προσφέρουμε στη Θεία Κοινωνία, είναι φθαρτά και γήινα». Η αγία Λαβίδα, (αυτή είναι η ορθή ονομασία και όχι ο χαρακτηρισμός «κοινό κουτάλι»), όπως και το άγιο Ποτήριο, είναι μεν «φθαρτά και γήινα», επειδή όμως έρχονται σε επαφή με το πανάγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου, δέχονται και αυτά τον αγιασμό, που προέρχεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Μεταδίδεται και σ’ αυτά η άκτιστη ενέργεια της Χάριτος του αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό άλλωστε και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για οποιαδήποτε άλλη χρήση και χαρακτηρίζονται ως άγια και ιερά. Η άκτιστη Χάρις μεταδίδεται στα ιερά σκεύη, όπως ακριβώς μεταδίδεται και στα άγια λείψανα και στις άγιες εικόνες, τα οποία ακριβώς γι’ αυτό προσκυνούμε, επειδή είναι μεταδοτικά Χάριτος. Επειδή λοιπόν η αγία Λαβίδα αγιάζεται από το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας, είναι αδύνατον να μεταδίδει ιούς και μεταδοτικές ασθένειες. Ο κ. Ελπιδοφόρος, με τον τρόπο που εκφράζεται, αφήνει να εννοηθεί, ότι η αγία Λαβίδα, ως φθαρτή και γήινη, μπορεί να μεταδώσει ασθένειες. Αν όμως μπορεί να μεταδώσει ασθένειες, τότε αυτό σημαίνει, ότι δεν αγιάζεται από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Δεν δέχεται δηλαδή την άκτιστη ενέργεια της Θείας Χάριτος, που ενυπάρχει μέσα στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Αν όμως η άκτιστη Θεία Χάρις δεν έχει τη δύναμη να αγιάσει την αγία Λαβίδα, τότε αυτό σημαίνει ότι η Θεία Χάρις δεν είναι άκτιστη, αλλά κτιστή. Η εσφαλμένη αυτή παραδοχή οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα, ότι η Θεία Κοινωνία, κτιστή ούσα και στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τα κτιστά υλικά αντικείμενα, δεν δύναται να τα αγιάσει, με αποτέλεσμα ο πιστός στην προσπάθειά του να μεταλάβει ζωή κινδυνεύει να λάβει θάνατο από το φθαρτό και γήινο Δισκοπότηρο και τη φθαρτή και γήινη Λαβίδα. Σε τελική ανάλυση ο κ. Ελπιδοφόρος δέχεται την φραγκολατινική διδασκαλία περί απρόσιτου Θεού και κτιστών θείων ενεργειών.
Εσφαλμένη είναι επίσης, κατά τη γνώμη μας και η δικαιολογία που προβάλλει, ότι «μερικοί άνθρωποι αισθάνονται ότι δεν είναι άνετα με αυτόν τον τρόπο», ή ότι κάποιοι ενορίτες εκφράζουν «κάποιες ανησυχίες ότι ίσως αυτό το κουτάλι, το κοινό κουτάλι, μπορεί να παρουσιάσει κάποια προβλήματα υγείας». Η Εκκλησία ποτέ δεν αποφασίζει, με κριτήριο το τι «αισθάνονται», ή τι δεν αισθάνονται, τα μέλη της. Αν δηλαδή αισθάνονται «άνετα», ή όχι, με τις αποφάσεις της, αλλά με κριτήριο το θέλημα του Θεού και την δογματική διδασκαλία της. Ούτε προσαρμόζεται ανάλογα με τις επιθυμίες και τους προβληματισμούς του καθενός. Αλλοίμονο αν υιοθετούσε τέτοιου είδους τακτικές. Θα είχε εκκοσμικευθεί και θα ακύρωνε την αποστολή της. Η Εκκλησία καλεί τους πιστούς, (όσοι είναι προετοιμασμένοι κατάλληλα), να μεταλάβουν Σώμα και Αίμα Χριστού «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Αν σε κάποιον απουσιάζει η πίστη, τότε καλύτερα θα είναι να μην μεταλάβει, διότι αν μεταλάβει, η Θεία Κοινωνία όχι μόνο δεν θα μεταδώσει μέσα του «άφεση αμαρτιών και ζωήν αιώνιον», αλλά θα γίνει «εις κρίμα» και «εις κατάκριμα».
Κλείνοντας, εκφράζουμε την βαθειά μας λύπη, για όσα ο κ. Ελπιδοφόρος είπε και έπραξε. Εμποτισμένος από την παναίρεση του Οικουμενισμού, δεν μπόρεσε δυστυχώς, να απαγκιστρωθεί από τον πειρασμό του κόσμου, ο οποίος «εν τω πονηρώ κείται» (Α΄Ιωαν.5,19) και ταυτίστηκε μαζί του. Αθέτησε την ευαγγελική προτροπή «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον, ή ανθρώποις» (Πραξ.5,29). Έβαλε πάνω από τον Χριστό, την αληθινή ζωή και τον χορηγό της ζωής, την ιατρική επιστήμη, για την οποία, δυστυχώς συχνά εφαρμόζεται το λόγιο του Πλάτωνα «πάσα τε επιστήμη, χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία τις και ου σοφία φαίνεται». Συντάχτηκε με τη θέληση και την επιθυμία του πτωτικού κόσμου και κυρίως με όσους θέλουν την πίστη στα μέτρα τους και βάζουν πάνω απ’ όλα την σωματική υγεία τους.
Έχουμε την ταπεινή γνώμη, ότι η επιστολή την οποία έστειλε ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης προς την Εκκλησία της Ελλάδος, για την οποία έγινε λόγος παρά πάνω, θα έπρεπε να αποσταλεί πρωτίστως και κυρίως προς τον κ. Ελπιδοφόρο. Η δήλωση του παν. Οικουμενικού Πατριάρχου, στην ως άνω επιστολή, «ότι ουδόλως προτιθέμεθα να αποστώμεν εκ των κληροδοτηθέντων, πάσιν ημίν υπό των μακαρίων Πατέρων ημών», υποχρεοί και τον κ. Ελπιδοφόρο, Επίσκοπον όντα της Εκκλησιαστικής Δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών.