Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Η θεόπνευστη Αγία Γραφή ως ασάλευτη πέτρα (βάση) του μαθήματος των θρησκευτικών



Κατά  πρῶτον  διευκρινίζουμε, γιατί  χαρακτηρίζουμε  τήν  Ἁγία  Γραφή  θεόπνευστη. Τοῦτο  πράττουμε, γιατί  πράγματι  εἶναι  θεόπνευστη.

Γράφει ο Παναγιώτης Ι. Μπούμης στην Romfea.gr
Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ἡ  ἴδια  ἡ  Ἁγία  Γραφή  λέει:  «Πᾶσα  γραφή  θεόπνευστος  καί  ὠφέλιμος  πρός  διδασκαλίαν, πρός  ἔλεγχον, πρός  ἐπανόρθωσιν, πρός  παιδείαν  τήν  ἐν  δικαιοσύνῃ, ἵνα  ἄρτιος  (= τέλειος)  ᾖ  ὁ  τοῦ  Θεοῦ  ἄνθρωπος, πρός  πᾶν  ἔργον  ἀγαθόν  ἐξηρτισμένος»  (Β΄  Τιμ. 3,16-17).

Ἀλλ'  ἐκτός  αὐτοῦ  καί  ἡ  Ἐκκλησία, ἡ  ὁποία  μᾶς  παρέδωσε  τόν  κανόνα, δηλ.  τόν  κατάλογο  τῶν  βιβλίων  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς  μιλάει  περί  τῶν  θεοπνεύστων  καί  θείων  βιβλίων  αὐτῆς.

Ἔτσι  ἔχουμε  τούς  κανόνες  πε΄  (85)  ἀποστολικό, κδ΄/λβ΄  (24/32)  Καρθαγένης, ξ΄  (60)  Λαοδικείας, Μ.  Ἀθανασίου, Γρηγορίου  τοῦ  Θεολόγου  καί  Ἀμφιλοχίου  τοῦ  Ἰκονίου  μέ  τελευταῖο  τόν  β΄  καν.  τῆς  Πενθέκτης  Οἰκουμ.  Συνόδου, ὁ  ὁποῖος  ἐπικυρώνει  τούς  ἀνωτέρω  κανόνες.

Καί  μέ  τόν  ὀρθό  συνδυασμό  τῶν  ἀνωτέρω  κανόνων  ἔχουμε  τόν  πλήρη  κανόνα  τῶν  θεοπνεύστων  καί  θείων  βιβλίων  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς.

Καί  ὄχι  μόνο  αὐτό, ἀλλά  μέ  τήν  ἐπικύρωση  καί  τό  συνδυασμό  τῶν  ἐν  λόγῳ  κανόνων  ἔχουμε  καί  μία  αὐθεντική  ἐκ  μέρους  τῆς  Ἐκκλησίας  ἀπάντηση  στό  ἐρώτημα, ποιά  Γραφή, ποιά  βιβλία  εἶναι  θεόπνευστα.

Καί  λέμε  αὐτό, γιατί  μπορεῖ  κάποιος  νά  πεῖ  ὅτι  τό  ἀνωτέρω  χωρίο  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς  λέει  ὅτι  «εἶναι  θεόπνευστη  κάθε  γραφή, κάθε  βιβλίο», δηλ.  εἶναι  θεόπνευστα  καί  ἄλλα  βιβλία  πού  δέν  συμπεριλαμβάνονται  στήν  παραδοθεῖσα  Ἁγία  Γραφή.

Γι'  αὐτό  καί  καλῶς  ἔπραξε  ἡ  Ἐκκλησία  καί  καθόρισε, ποιά  βιβλία  περιλαμβάνονται  στόν  κατάλογο, στόν  κανόνα, τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς. Καί  ἐπίσης  καλῶς  τόν  ὀνόμασε  καί  κανόνα  πού  συνεπάγεται  τό  κλειστό, τό  ὁρισμένο, τῶν  βιβλίων  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, πού  σημαίνει  ὅτι  δέν  μπορεῖ  κάποιος  νά  προσθέσει  ἄλλα  βιβλία  στόν  κανόνα, ἀλλά  οὔτε  καί  νά  ἀφαιρέσει  ἀπό  αὐτά.

Τό  θεόπνευστος  ἔχει  μία  εἰδική  ἔννοια. Σημαίνει  τήν  Ἀποκαλυμμένη  ἀλήθεια. Τά  βιβλία  πού  εἶναι  θεόπνευστα  περιέχουν  ἀλήθειες  πού  εἶναι  ἀποκαλυμμένες  ἀπό  τόν  Θεό  στούς  συγγραφεῖς  τους  μέ  τήν  ἔμπνευση  καί  τό  φωτισμό  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  καί  δέν  ἔχουν  ἀνακαλυφθεῖ  μέ  τήν  ἀνθρώπινη  διανοητική  δύναμη  καί  λογική.

Ὁ  Θεός  καί  οἱ  ἀλήθειες  περί  Θεοῦ  καί  τῆς  βασιλείας  Αὐτοῦ, περί  γενέσεως  τοῦ  κόσμου, περί  ἀνθρώπων  καί  τῶν  ἄλλων  ἐμψύχων  καί  ἀψύχων  ὄντων  καί  τῶν  σχέσεων  αὐτῶν, περί  τοῦ  Χριστοῦ  καί  τῆς  Ἐκκλησίας  καί  τῶν  μελῶν  της  κ.ἄ.  δέν  εἶναι  ἐπινόηση  τοῦ  ἀνθρώπου, τοῦ  νοῦ  του, ἀλλά  εἶναι  μία  ὑπερφυσική  ἀποκάλυψη, τήν  ὁποία  «ὑπό  Πνεύματος  Ἁγίου  φερόμενοι  ἐλάλησαν  ἅγιοι  (ἀπό)  Θεοῦ  ἄνθρωποι»  (Α΄  Πέτρ. 1,21). Καί  ὡς  ἐκ  τούτου  ἡ  θεία  ἀλήθεια  εἶναι  καί  ἀλάθητη  καί  αὐθεντική.

Ἑπομένως  τό  χωρίο  δέν  πρέπει  νά  διαβάζεται  «Πᾶσα  Γραφή  θεόπνευστος»  καί  νά  σταματᾶμε  ἐκεῖ, ἀλλά  νά  διαβάζεται  «Πᾶσα  Γραφή  θεόπνευστος  καί  ὠφέλιμος  πρός  διδασκαλίαν . . . ». Καί  αὐτό  ἔχει  σημασία.

Γιατί, ἄν  σταματήσουμε  καί  ἀποχωρίσουμε  τήν  πρόταση  «Πᾶσα  Γραφή  θεόπνευστος»  (καί  προσθέσουμε  μάλιστα  καί  τό  «ἐστί»  ὡς  εὐκόλως  ἐννοούμενο), τότε  εἶναι  σάν  νά  δεχόμαστε  τό  ἄτοπο  ὅτι  κάθε  γραφή  εἶναι  θεόπνευστη  καί  ἐπίσης  τότε  τό  «καί  ὠφέλιμος  πρός  διδασκαλίαν . . . »  μοιάζει  ξεκάρφωτο  καί  ἀσύνδετο  (παρά  τήν  ὕπαρξη  τοῦ  συμπλεκτικοῦ  συνδέσμου  καί).

Καί  γιά  νά  τό  διατυπώσουμε  καί  ἀλλιῶς:  Τό  χωρίο  δέν  πρέπει  νά  διαβάζεται  «Πᾶσα  Γραφή  ἐστί  θεόπνευστος», ὅτι  δηλ.  τό  θεόπνευστος  εἶναι  κατηγορούμενο  στό  ὑποκείμενο  «πᾶσα  Γραφή», ἀλλά  πρέπει  νά  διαβάζεται  «Πᾶσα  Γραφή  θεόπνευστος  ἐστί  καί  ὠφέλιμος.

Τό  θεόπνευστος  δηλ.  πρέπει  νά  ἐννοεῖται  ὡς  ἐπιθετικός  προσδιορισμός  στό  Γραφή, ὡς  μιά  μόνιμη  ἰδιότητα  Αὐτῆς. Καί  ἀκόμη  καλλίτερα:  Νά  διαβάζεται  «Πᾶσα  θεόπνευστος  Γραφή  εἶναι  καί  ὠφέλιμος . . . ». Δηλαδή  ἐξαρτᾶται  ἀπό  τό  ποῦ  θά  τοποθετήσουμε  τό  ρῆμα  ἐστί, ποῦ  θά  πρέπει  νά  τό  ἐννοήσουμε, ἀφοῦ  παραλείπεται.

Οἱ  ἑλληνιστές  (στό  συντακτικό)  πράγματι  λένε  ὅτι  τό  ρῆμα  ἐστί  παραλείπεται, ὅταν  (ὡς)  εὐκόλως  ἐννοούμενο. Σωστά  λένε.

Ναί, ἀλλά  ποῦ  θά  τό  ἐννοήσουμε  στό  προκείμενο  χωρίο, μεταξύ  τοῦ  «πᾶσα  Γραφή»  καί  τοῦ  «θεόπνευστος»  ἤ  μετά  τό  «θεόπνευστος»  καί  συνδεόμενο  στενά  καί  ἄρρηκτα  μέ  τό  «καί  ὠφέλιμος»;  Φυσικά  τό  δεύτερο  σύμφωνα  μέ  ὅσα  λέχθηκαν  καί  προηγουμένως.

Καί  τό  συναφές  ἐρώτημα:  Ἡ  Ἁγία  Γραφή  τό  παρέλειψε  ἁπλῶς  ὡς  εὐκόλως  ἐννοούμενο, ἤ  γιατί  ἤθελε  νά  μᾶς  δώσει  ἀφορμή  νά  ἐρευνήσουμε  τά  πράγματα  ἐπισταμένως, μέ  προσοχή;  Ποῦ  πρέπει  νά  ἐννοήσουμε, ἤ  μᾶλλον  μέ  τί  νά  συνδέσουμε  τό  «καί  ὠφέλιμος»; 

Προφανῶς  ὅτι  πρέπει  νά  τό  συνδέσουμε  μέ  τό  «θεόπνευστος». Τίποτε  δέν  εἶναι  τυχαῖο  στήν  Ἁγία  Γραφή.

Καί  ὁ  συγγραφέας  νά  τό  ἔκανε  ἄθελά  του  ἤ  καί  νά  παρέλειψε  τό  ρῆμα  ἐστί  κατά  τό  «εὐκόλως  ἐννοούμενο», ἀλλά  τό  Πνεῦμα  τό  Ἅγιον, τό  ὁποῖο  ὁδηγοῦσε  («ἔφερε»)  τόν  ἅγιο  συγγραφέα, εἶχε  τό  λόγο  του, τό  σκοπό  του  πού  παρελείφθη.

Νομίζουμε  ὅτι  ὁλοφάνερα  συμβαίνει  αὐτό, καί  αὐτό  εἶναι  ἕνα  δεῖγμα, μία  ἀπόδειξη  τῆς  θεοπνευστίας  κατά  τή  συγγραφή  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς. Εἶναι  καί  ἕνα  παράδειγμα  γιά  τό  πῶς  ἐννοεῖται  ἡ  θεοπνευστία.

Ἐδῶ  ἔχει  θέση  ὁ  λόγος  τοῦ  ἀποστόλου  Πέτρου:  «Οὐ  γάρ  θελήματι  ἀνθρώπου  ἠνέχθη  ποτέ  προφητεία, ἀλλ'  ὑπό  Πνεύματος  Ἁγίου  φερόμενοι  ἐλάλησαν  ἅγιοι  (ἀπό)  Θεοῦ  ἄνθρωποι»  (Β΄  Πέτρ. 1,21).

Ἑπομένως  ἐδῶ  ἐφ'  ὅσον  δέν  εἶναι  δυνατόν  νά  εἶπε  ἡ  Ἁγία  Γραφή  ὅτι  εἶναι  κάθε  γραφή  θεόπνευστος  καί  ἐφ'  ὅσον  οἱ  κανόνες  τῆς  Ἐκκλησίας, ἡ  ὁποία  εἶναι «στῦλος  καί  ἑδραίωμα  τῆς  ἀληθείας»  (Α΄ Τιμ. 3,15), καθόρισαν  τά  θεόπνευστα  βιβλία, εἴμαστε  ὑποχρεωμένοι  νά  ἐννοήσουμε  τό  ρῆμα  ἐστί  μετά  τό  «Πᾶσα  Γραφή  θεόπνευστος»  καί  νά  ποῦμε  ὅτι  κάθε  θεόπνευστη  Γραφή  εἶναι  καί  ὠφέλιμη  πρός  διδασκαλία  κ.τ.λ.

Κατόπιν  τούτου  ἐρχόμαστε  νά  ἐξηγήσουμε  καί  τίς  δύο  ἔννοιες  τῆς  θεοπνευστίας  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, τήν  παθητική  καί  τήν  ἐνεργητική, ὅπως  ὀρθῶς  ἔχει  ἐπιστημονικῶς  ἐπισημανθεῖ  καί  τό  γιατί  εἴπαμε  ὅτι  αὐτή  εἶναι  ἡ  βάση  τοῦ  μαθήματος  τῶν  θρησκευτικῶν: Μέ  τήν  παθητική  ἔννοια  ἡ  Γραφή  αὐτή  θεωρεῖται  θεόπνευστη  ὡς  «ὑπό  τοῦ  Θεοῦ  ἐμπνευσθεῖσα»  στό  συγγραφέα  της, ὑπό  δέ  τήν  ἐνεργητική  ἔννοια  ὡς  «ἀποπνέουσα  τό  θεῖον  Πνεῦμα»  καί  «ἐμπνέουσα  τοῦτο  εἰς  τούς  ἀναγνώστας  αὐτῆς»  (Παν.  Τρεμπέλα, Δογματική  τῆς  Ὀρθοδόξου  Καθολικῆς  Ἐκκλησίας, τόμ. Α΄, Ἀθῆναι  1959, σελ. 108-109  καί  Παν.  Μπούμη, Οἱ  κανόνες  τῆς  Ἐκκλησίας  περί  τοῦ  κανόνος  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, Ἀθῆναι  1986, σελ. 146  καί  183).

Μέ  τήν  παθητική, λοιπόν, σημασία  ἀποδίδουμε  μία  μόνιμη  ἰδιότητα  στό  θεόπνευστο  κείμενο  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, ἐνῶ  μέ  τήν  ἐνεργητική  σημασία  ἐννοοῦμε  μία  ἔκτακτη-φωτιστική  ἐνέργεια  στό  μελετητή  Της.

Αὐτές  τίς  ἰδιότητες  καί  μάλιστα  μέ  αὐτές  τίς  ἔννοιες  δέν  μποροῦμε  νά  τίς  προσγράψουμε  καί  νά  τίς  ἀποδώσουμε  κατά  κυριολεξία  στούς  συγγραφεῖς  τῶν  πατερικῶν  κειμένων, ὅσο  ἅγιοι  ἤ  θεοφόροι  καί  ἄν  ἦταν  οἱ  συντάκτες  τους. Φυσικά  τίς  ἰδιότητες  αὐτές  πολύ  περισσότερο  δέν  μποροῦμε  νά  τίς  ἀποδώσουμε  στούς  συγγραφεῖς  τῶν  διαφόρων  ἐπιστημονικῶν  καί  μή  βιβλίων.

Ἐδῶ  ἀποδεικνύεται  καί  ἡ  ὑπεροχή  τῆς  διδασκαλίας  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς  σέ  ὅσα  σημεῖα  βεβαίως  ἀναφέρεται, π.χ.  καί  στίς  σχέσεις  τῶν  ἀνθρώπων  καί  στή  συγκρότηση  τῶν  κοινωνιῶν  καί  στήν  ἀπόκτηση  ἀληθινῆς  παιδείας  καί  στήν  ἐπικράτηση  τῆς  δικαιοσύνης  καί  τῆς  εἰρήνης  μεταξύ  τῶν  ἐθνῶν, καθώς  ἐπίσης  καί  στήν  ἀντιμετώπιση  τῶν  προβλημάτων  τοῦ  περιβάλλοντος  καί  ἄλλων  ὑπαρξιακῶν  ζητημάτων  τῆς  ζωῆς  τῶν  ἀνθρώπων.

Ὅσοι  περιφρονοῦν  καί  παραθεωροῦν  αὐτές  τίς  θεῖες  ἀλήθειες  πού  δόθηκαν  ἀπό  τό  Θεό  ἀπό  ἀγάπη  πρός  τόν  ἄνθρωπο, στεροῦν  τούς  μαθητές  ἀπό  τή  σταθερή  πέτρα  τῆς  ζωῆς  μέ  κίνδυνο  νά  χτίζουν  τά  παιδιά  τό  σπίτι  τους  ἐπάνω  στήν  ἄμμο  (πρβλ.  Ματθ.  7,24-27), ἀντί  νά  τά  βοηθοῦν  νά  γίνουν  ἄρτιοι  καί  τέλειοι  πολίτες  καταρτισμένοι  γιά  κάθε  ἔργο  ἀγαθό  καί  ὠφέλιμο. 

Ἔτσι  νομίζουμε  δικαιολογεῖται  τό  γιατί  εἴπαμε  ὅτι  (πρέπει  νά)  εἶναι  ἡ  Ἁγία  Γραφή  ἡ  βάση  τῆς  διδασκαλίας  τῶν  θρησκευτικῶν.

Μέ  αὐτή  τή  διπλή  ἔννοια  κατανοεῖται  καί  ἑρμηνεύεται  ὀρθῶς  καί  τό  ἄλλο  χωρίο  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, ὅπου  ἐπίσης  ἔχουμε  μία  ἀπόδειξη  τῆς  θεοπνευστίας  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς, καί  τό  ὁποῖο  ἐνισχύει  τά προηγούμενα.

Αὐτό  τό  χωρίο  ἔχει  ὡς  ἑξῆς:  «Ὅταν  δέ  ἔλθῃ  ἐκεῖνος, τό  Πνεῦμα  τῆς  ἀληθείας, ὁδηγήσει  ὑμᾶς  εἰς  πᾶσαν  τήν  ἀλήθειαν»  (Ἰω. 16,13). Αὐτό  ἐλέχθη  πρός  τούς  ἀποστόλους  ἀπό  τόν  ἴδιο  τόν  Κύριο.

Πράγματι  ἀποκάλυψε  σ'  αὐτούς  ὅλη  τήν  ἀλήθεια, δηλ.  μέ  αὐτούς  ὁλοκληρώνεται  ὅλη  ἡ  χριστιανική  ἀλήθεια, ἡ  ἀποστολική  παράδοση. Μετά  τήν  Ἀποκάλυψη  καί  τοῦ  Ἰωάννου  τοῦ  Θεολόγου  δέν  ἔχουμε  ἄλλη  ἀποκάλυψη  τῆς  θεόθεν  ἀληθείας.

Γιατί  ἄν  εἴχαμε, τότε  δέν  ἔπρεπε  ὁ  Ἰησοῦς  Χριστός  νά  πεῖ  στούς  ἀποστόλους  ὅτι  θά  τούς  ὁδηγήσει  «εἰς  πᾶσαν», σέ  ὅλη  τήν  ἀλήθειά  Του, ἀφοῦ  θά  εἴχαμε  καί  κάποιον  ἄλλον  πού  θά  μᾶς  ἀποκάλυπτε, θά  προσέθετε  ἐκ  τῶν  ὑστέρων, καί  ἄλλη  θεία  ἀλήθεια  μετά  ἀπό  αὐτούς, μετά  τήν  ἀποστολική  παράδοση.

Οὔτε  ἔπρεπε  ἡ  Ἐκκλησία  στό  Σύμβολο  τῆς  Πίστεως  νά  χαρακτηρίζεται  ἀποστολική, ἀφοῦ  θά  εἴχαμε  καί  μεταποστολική  ἀποκάλυψη  καί  παράδοση.

Ἀλλά  ὅμως  ἔτσι  θά  ἔλεγε  κάποιος  ὅτι  τό  χωρίο  θά  ἴσχυε  μόνο  γιά  τούς  Ἀποστόλους  καί  ὄχι  καί  γιά  τούς  ἐπιγενόμενους  χριστιανούς. Ἄρα  αὐτούς  δέν  θά  τούς  ὁδηγοῦσε  σέ  ὅλη  τήν  ἀλήθεια.

Καί  εἶναι  αὐτό  ποτέ  νοητό  καί  δυνατό;  Εὐτυχῶς  ὅμως  τό  χωρίο  χρησιμοποιεῖ  τό  ρῆμα  ὁδηγήσει, ὁπότε  μέσα  σ'  αὐτό  τό  περιεκτικό  ρῆμα  μποροῦμε  νά  ἐννοήσουμε  καί  τήν  ἀνακάλυψη  τῆς  ἀλήθειας  μέ  τό  φωτισμό  καί  τήν  καθοδηγία  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος.

Μέ  τήν  βοήθεια  καί  τήν  καθοδήγηση  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  μποροῦμε  νά  ἀνακαλύπτουμε, νά  ἑρμηνεύουμε  καί  νά  μεταδίδουμε  ὀρθῶς  τά  ἀποκεκαλυμμένα  νοήματα  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς. Ἔτσι  ἔχουμε, διαπιστώνουμε  καί  ἐπιβεβαιώνουμε  καί  τήν  ἐνεργητική  σημασία  τοῦ  θεόπνευστος.

Ἑπομένως  πάντοτε  ἐπικαλούμενος  τό  φωτισμό  καί  τή  βοήθεια  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  μπορεῖ  νά  μεταδίδει  ὁ  θεολόγος  καθηγητής  γνήσια  καί  ὀρθά  τήν  ἀλήθεια, τή  διδασκαλία  τοῦ  Εὐαγγελίου  καί  γενικότερα  τῶν  σχετικῶν  ἀποφάσεων  τῆς  Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς  καί  Ἀποστολικῆς  Ἐκκλησίας  στούς  μαθητές  του.