Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής Θεολογίας του ΑΠΘ
Καθηγητής Θεολογίας του ΑΠΘ
Στις 04-06-2020 έγινε η δίκη στο Συμβούλιο της Επικρατείας της Προσφυγής Πανεπιστημιακών Καθηγητών, που ζητούσαν την ακύρωση της απόφασης για την ίδρυση Τμήματος
Μουσουλμανικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Με την ευκαιρία αυτή δημοσιεύεται το κείμενο αυτό προς πληροφόρηση των ενδιαφερομένων για το θέμα της ίδρυσης του Τμήματος Μουσουλμανικών ή Ισλαμικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης.
Τον Μάρτιο του 2014, ψηφίστηκε από το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ η ίδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών. Η απόφαση αυτή, παρότι λήφθηκε με είκοσι τρεις (23) ψήφους, στο σύνολο των (39) μελών ΔΕΠ, εμπνεύστηκε και καλλιεργήθηκε από συγκεκριμένα πρόσωπα, εντός και εκτός της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Η απόφαση αυτή βρήκε κάθετα αντίθετο το άλλο Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., το Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας - στο οποίο και υπηρετώ ως Καθηγητής. Ειδικότερα, στην με αριθμό 518/26.03.2014 απόφασή του επισημαίνεται η απόλυτη ασυμβατότητα του όλου εγχειρήματος περί “Ισλαμικών Σπουδών” με το χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία της Θεολογικής Σχολής ως εξής: «Η αυτοτελής γνωστική περιοχή που θεραπεύει η Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. και τα δύο Τμήματά της, από της συστάσεώς τους, είναι οι σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία, ή επί τη βάσει της Ορθοδόξου Θεολογίας σπουδή του φαινομένου της Θρησκείας και του Χριστιανικού Πολιτισμού, ή του Πολιτισμού γενικότερα. Με την απόφαση του Τμήματος θεολογίας της Θεολογικής Σχολής για την ίδρυση Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών «αλλοιώνεται ο μέχρι τώρα χαρακτήρας της Σχολής και η ακαδημαϊκή της αντιστοίχηση με τα διεθνώς κρατούντα». Η Θεολογική Σχολή, σύμφωνα «με το επιστημονικό της περιεχόμενο και το σκοπό ιδρύσεως και λειτουργίας της είναι επιστημολογικά αναρμόδια για την οργάνωση Προγραμμάτων Σπουδών άλλων θρησκειών». Επίσης, «ως προς το θέμα μιας τριτοβάθμιας δομής λειτουργίας Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, η Συνέλευση του Τμήματος επισημαίνει ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο της κείμενης νομοθεσίας (Ν. 4009, άρθρο 32) και των διεθνών συνθηκών, με σοβαρή νομοτεχνική μελέτη και πνεύμα νηφάλιου διαλόγου των αρμοδίων φορέων και προτείνει ένα πρόγραμμα σπουδών με την ευθύνη των καθ᾽ ύλη αρμοδίων Παιδαγωγικών Τμημάτων».
Ωστόσο οι εμπνευστές και εκτελεστές του εγχειρήματος περί εισαγωγής ισλαμικών σπουδών στην ορθόδοξη θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης αγνόησαν εντελώς την αντίθεση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
Την ίδια εξάλλου περίοδο έκλεινε σαράντα (40) χρόνια λειτουργίας η Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης (ΕΠΑΘ). Η Ακαδημία αυτή, η οποία εξυπηρετούσε την ανάγκη παροχής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε Ιεροδιδασκάλους, που καλούνταν να διδάξουν το Κοράνιο στους Έλληνες Μουσουλμάνους της Θράκης, έχοντας εντούτοις πλήρη ακαδημαϊκή και διοικητική αυτοτέλεια, χωρίς συμμείξεις με άλλες Σχολές ή Τμήματα. Εντούτοις, η Σχολή αυτή καταργήθηκε, μολονότι θα μπορούσε να διευρυνθεί το αντικείμενό της και να αναβαθμιστεί σε Σχολή τριετούς ή τετραετούς φοίτησης, καλύπτοντας έτσι τον σκοπό που επικαλούνται ότι προσδοκούν να καλύψουν οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί αναμείξεως των ισλαμικών με τις χριστιανικές σπουδές στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ.
Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών, καταρχάς, συνιστά διεθνή πρωτοτυπία. Σε χώρες της Ευρώπης προσφέρονται μεν Μουσουλμανικές Σπουδές, όχι όμως από Θεολογικές Σχολές, αλλά από ανεξάρτητα πανεπιστημιακά Ινστιτούτα ή Κέντρα, με μοναδικό αντικείμενο ακριβώς τις Μουσουλμανικές Σπουδές. Τα κέντρα αυτά διαθέτουν ακαδημαϊκή αυτοτέλεια και στελεχώνονται από εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο διαθέτει πανεπιστημιακούς τίτλους και μακρόχρονη θητεία στο πεδίο της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας του Ισλάμ.
Ο συμφυρμός Χριστιανικών και Ισλαμικών Σπουδών, περαιτέρω, είναι, επιστημονικώς, παιδαγωγικώς και θεολογικώς, απαράδεκτος. Η προσπάθεια “εμφύτευσης” Κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών σε μία Σχολή, η οποία, από την ίδρυσή της, θεραπεύει την Ορθόδοξη Θεολογία και, ως εκ τούτου, λόγω της φυσιογνωμίας της, δεν μπορεί να υποστηρίξει επιστημονικώς ισλαμικές σπουδές ούτε να εγγυηθεί την αρτιότητα και την ακαδημαϊκή τους αυτοτέλεια, θεωρείται τουλάχιστον παράδοξη και πλήρης από ερωτηματικά. Τούτο μαρτυρούν δίχως αμφιβολία και τα ισχύοντα Προγράμματα Σπουδών - αλλά και οι θεματικές επιστημονικές περιοχές που θεραπεύουν οι Καθηγητές της, βάσει των οποίων εξελέγησαν και εντάχτηκαν στο διδακτικό προσωπικό της. Δεν είναι δυνατόν οι Μουσουλμανικές Σπουδές να αποτελούν έργο Ορθοδόξων Θεολόγων, αποκλειστική αποστολή των οποίων, από πλευράς θεολογικής και επιστημονικής -αλλά και επαγγελματικής- είναι η σταθερή προσήλωσή τους στη διδασκαλία της Ορθόδοξης Θεολογίας, σύμφωνα άλλωστε και με το επιμέρους γνωστικό τους αντικείμενο. Μόλις αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι είναι απόλυτα αναληθές, αν και εκφράστηκε δημόσια από πρόσωπο με θεσμικό ρόλο στο Τμήμα Θεολογίας, ότι “το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την παρούσα απόφασή του, (συνεχίζει) μια παράδοση σπουδής και διδασκαλίας των θρησκευμάτων και ιδίως του Ισλάμ που ανέπτυξε ήδη από τις πρώτες ημέρες της ίδρυσής του”.
Με δεδομένο ότι δεν υφίσταται Ορθόδοξη Θεολογία εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσοι διακονούν την Ορθόδοξη Θεολογία μπορούν να ερευνούν όλους τους επιστημονικούς ή θεολογικούς ή θρησκειακούς χώρους του επιστητού, οφείλουν, όμως, να ακολουθούν την αντίστοιχη διδασκαλία και να διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο τα δόγματα της Ορθόδοξης Πίστης και της χριστιανικής Αλήθειας, υπό το Φως της Ορθόδοξης Παράδοσης. Ο Ορθόδοξος Θεολόγος, άλλωστε που σπουδάζει την ορθόδοξη θεολογία και καλείται να διακονήσει την ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής συνειδήσεως των ορθοδόξων μαθητών δεν είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε θρησκειολόγος, ούτε κοινωνιολόγος της θρησκείας.
Παρακάτω προσεγγίζονται ενδεικτικά οι βασικές κατευθυντήριες αρχές της Ορθόδοξης διδασκαλίας καθώς και η θέση Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και σύγχρονων Θεολόγων, για το τί σημαίνει Ορθόδοξη Θεολογία[1]. Με την προσέγγιση αυτή θα διαφανεί, αν η έννοια της Ορθόδοξης Θεολογίας έχει σχέση με τη θεολογική γραμμή που ακολουθεί μία μικρή μερίδα Θεολόγων -και δυστυχώς ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και οι υποστηρικτές του εγχειρήματος περί ιδρύσεως του Τμήματος ισλαμικών σπουδών, και, ακολούθως, θα διαπιστωθεί, αφενός, αν λήφθηκαν υπόψη ορθόδοξα θεολογικά κριτήρια κατά τη λήψη της απόφασης ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών και, αφετέρου, αν μπορεί να υπάρξει κοινός τόπος Χριστιανικών και Μουσουλμανικών Σπουδών σε επίπεδο Θεολογίας.
Η παράδοση της Θεολογίας προϋποθέτει τη θεογνωσία, ως κοινωνία με τον Θεό και την εμπειρία αυτής της κοινωνίας, και έχει ως βάση τη Θεολογία της Θείας Αποκαλύψεως. Οι Δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης γνωρίζουν τον Θεό από προσωπική κοινωνία και σχέση μαζί Του. Οι προφήτες, επίσης, βλέπουν τον Θεό και μετά μιλούν γι' Αυτόν. Οι Απόστολοι θεολογούν γι' αυτά τα οποία είδαν, άκουσαν και ψηλάφησαν[2].
Ο αρχηγός και ιδρυτής της Εκκλησίας Ιησούς Χριστός έδωσε εντολή στους Μαθητές του και, μέσω αυτών, σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς -και προπαντός στους Ποιμένες και τους Διδασκάλους της Εκκλησίας- να διδάσκουν σε όλο τον κόσμο το Ευαγγέλιο: «Πορευθέντες εἰς τόν κόσμον ἃπαντα κηρύξατε τό εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει»[3].
Ο Απόστολος Παύλος, που έφερε τον Χριστιανισμό στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, σε όλη τη διδασκαλία του παραγγέλλει προς τους Διδασκάλους της Εκκλησίας να διδάσκουν «Χριστόν ἐσταυρωμένον»[4]. Ουδείς Απόστολος, Διδάσκαλος, Απολογητής, Ομολογητής, Πατέρας, Άγιος, Όσιος Μάρτυρας ή Νεομάρτυρας της Ορθόδοξης Εκκλησίας δίδαξε ποτέ άλλη πίστη ή οργάνωσε τη διδασκαλία άλλων Θρησκειών ή Θεών, οι οποίοι μάλιστα εκλαμβάνονται σαφώς ως είδωλα από την αγιοπνευματική και πατερική διδασκαλία. Παρέκκλιση από αυτή τη διαχρονική εκκλησιαστική και θεολογική γραμμή συνιστά κακοδοξία. Ο Απόστολος Παύλος, επιπλέον, τονίζει «ὅτι οὐδέν εἴδωλον ἐν κόσμῳ, καί ὅτι οὐδείς Θεός ἕτερος εἰ μή εἷς. Καί γάρ εἴπερ εἰσί λεγόμενοι θεοί εἴτε ἐν οὐρανῷ εἴτε ἐπί τῆς γῆς, ὥσπερ εἰσί θεοί πολλοί καί κύριοι πολλοί, ἀλλ΄ ἡμῖν εἷς Θεός ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν καὶ εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δι΄οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι΄αὐτοῦ»[5]. Μάλιστα, απευθυνόμενος προς τους Θεσσαλονικείς τους επαινεί, διότι, παρά τους κινδύνους και τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν, δέχτηκαν τη νέα πίστη, εγκατέλειψαν τα είδωλα και επέστρεψαν στον ζώντα και αληθινό Θεό: «καὶ πῶς ἐπεστρέψατε πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων δουλεύειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ, καὶ ἀναμένειν τὸν υἱόν αὐτοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν, ὅν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦν»[6].
Κατά τον Μέγα Αθανάσιο, Θεολογία σημαίνει Τριαδολογία: «ἐν Τριάδι ἡ θεολογία τελεία ἐστί, καί αὔτη ἡ ἀληθής καί μόνη θεοσέβειά ἐστι, καί τοῡτό ἐστι τό καλόν καί ἡ ἀλήθεια»[7]. Ο Μέγας Βασίλειος ονομάζει Θεολογία την αναφορά στον Τριαδικό Θεό, διακρίνοντας σε Αυτόν μια ουσία και τρεις υποστάσεις[8]. Τριαδολογία σημαίνει τόσο για τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό όσο και για τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό αλλά και για τους Καππαδόκες Πατέρες το ότι ο Θεός είναι ένας, μια ουσία, που διακρίνεται σε τρεις υποστάσεις. Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ονομάζει τους Πατέρες της Εκκλησίας μεγάλους Θεολόγους και ορίζει τη διδασκαλία τους ως Θεολογία. Θεωρεί επίσης τον Χριστό ως Θεό και τον μόνο Θεολόγο[9]. Μάλιστα, κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ Θεολογίας και Φιλοσοφίας, θεωρώντας τη δεύτερη ως ένα βοήθημα για την κατανόηση κάποιων θεμάτων που βασάνιζαν παλαιότερα τον άνθρωπο[10]. Κατεξοχήν Θεολόγος, σύμφωνα με τη διδασκαλία του, δεν είναι αυτός που θρησκεύει γενικώς και αορίστως ή που φιλοσοφεί στοχαστικά και διαλεκτικά, αλλά «ὁ φθάσας, χάριτι Θεοῡ, εἰς θεωρίαν τῆς δόξης τοῡ Χριστοῡ καί οὓτω λαβῶν τήν ἐκ Θεοῡ άποκάλυψιν, γενόμενος αὐθεντία τοῖς πιστοῖς»[11].
Σαφέστερη γίνεται η χρήση του όρου Θεολογία με τον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος, στο σύγγραμμά του «Περί Εκκλησιαστικής θεολογίας», θεωρεί πλήρη, τέλεια και ακριβή Θεολογία, εκείνη, δηλαδή, που παρέχεται από την Εκκλησία, έχει ως επίκεντρο τον Χριστό και θεολογήθηκε από τους Προφήτες και τους Αποστόλους[12].
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αντιμετωπίζοντας την εκτροπή της μονομερούς και μόνο ορθολογικά θεολογίζουσας «θεολογίας» των δυτικών και δυτικοφρόνων Θεολόγων της εποχής του, προσπαθεί με τη διάκριση άκτιστης ουσίας και ακτίστων ενεργειών και με την εμπειρία της θεοπτίας, να επαναφέρει τη Θεολογία στην πρωταρχική της μορφή, διασφαλίζοντας έτσι τη βαθύτερή της ουσία και το πραγματικό της νόημα. Ο Ωριγένης, αντιμετωπίζοντας και αυτός την τάση μίας μονομερούς γνωσιολογικής προσέγγισης, με την οποία ορισμένοι προσλάμβαναν και διερμήνευαν στην εποχή του το μέγεθος της Θεολογίας, μιλάει για τη «μεγίστη θεολογία», η οποία είναι η περί του Λόγου του Θεού διδασκαλία ή η σχέση Πατρός και Υιού[13].
Κατά τον Παναγιώτη Χρήστου ο όρος Θεολογία δηλώνει την αποκάλυψη ή φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο. Θεολογία δεν είναι ο λόγος του ανθρώπου για τον Θεό, αλλά ο λόγος του Θεού, που προσφέρει στον άνθρωπο την «κατά χάριν» δυνατότητα να επικοινωνεί και να ζει εν Θεώ και κατά το θέλημά Του[14].
Κατά τον π. Δ. Στανιλοάε, όταν γίνεται λόγος για Ορθόδοξη Θεολογία οφείλουμε να συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται για μία Θεολογία «που τρέφεται από την προσευχή και από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας, μια θεολογία που αποδίδει και εμβαθύνει τη σκέψη και το πνευματικό της βίωμα, το καθαγιαστικό και το διακονικό της έργο»[15].
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης επισημαίνει ότι η Ορθόδοξη Θεολογία έχει εκκλησιοκεντρικό χαρακτήρα, αφού φορέας της είναι η Εκκλησία, αποτελεί δηλαδή διακονία εκκλησιαστική, συνέχεια της πατερικής Θεολογίας. Επίσης συνδέεται, αναπόσπαστα, με την ορθόδοξη Εκκλησία, και ανήκει αποκλειστικά σ' αυτήν, η οποία, μάλιστα, εγγυάται την αλήθεια και τη γνησιότητά της. Γι' αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία οφείλει να είναι όργανο και στόμα της, που να εκφράζει και να μαρτυρεί την αλήθεια, την πίστη, την αυτοσυνειδησία, τη λατρεία και γενικά τη ζωή της[16].
Κατά δε τον π. Γεώργιο Καψάνη, η Θεολογία δεν αποτελεί προϊόν δημιουργικού στοχασμού, αλλά κυρίως βιωματική εμπειρία της κοινωνίας με τον Θεό. Η ενασχόληση με τη Θεολογία δεν αφορά μόνον στη γνωστική λειτουργία του ανθρώπου, που οδηγεί στην επιστημονική συγκρότηση συστήματος Χριστιανικών Αληθειών, αλλά και στην πνευματική, που οδηγεί στην διά της ορθής προσεγγίσεως αποκατάσταση της πνευματικής σχέσης με τον Θεό. Η Θεολογία, επομένως, που βασίζεται στα φιλοσοφικά ή θρησκευτικά διανοήματα του ανθρώπου και όχι στην εμπειρία του Τριαδικού Θεού, είναι Φιλοσοφία και όχι Θεολογία. Είναι ανθρώπινο έργο και όχι θεανθρώπινο. Δεν πληροφορεί τις καρδιές ούτε τις αναπαύει[17]. Θεολογία, κατά τον μακαριστό Γέροντα, η οποία κινείται στη σφαίρα της γνώσεως και περιορίζεται στη θεωρητική απόκτηση και μετάδοση των Θείων Αληθειών, χωρίς μια βαθύτερη πνευματική εμπειρία, βρίσκεται μακράν της θεοπτίας και συνεπώς της αληθινής Θεολογίας[18].
Είναι σαφές ότι οι παραπάνω προσεγγίσεις της έννοιας της Ορθόδοξης Θεολογίας δεν έχουν καμία σχέση με την έννοια της Θεολογίας που προσλαμβάνει και υποστηρίζει η μικρή μερίδα Θεολόγων –και, δυστυχώς, ορισμένων Επισκόπων- μεταξύ των οποίων και κάποιοι υποστηρικτές του εγχειρήματος περί Ισλάμ. Το εγχείρημα της ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. αποτελεί ένα ακόμα αμφιλεγόμενο «προϊόν» αίωλων μεταπατερικών και συναφειακών πειραματισμών. Στηρίζοντας όμως τους πειραματισμούς τους οι ως άνω εμπνευστές τους σε κριτήρια νεστοριανικής μορφής υποβάλλουν την Ορθόδοξη Θεολογία σε περιπέτειες και δοκιμασίες και την οδηγούν, άλλοι / άλλοτε εκούσια και άλλοι / άλλοτε ακούσια, στην υπηρεσία διαφόρων ειδών σκοπιμοτήτων της εποχής, στηρίζοντας έτσι, σε κάποιο βαθμό, την αποκοπή της από τον ίδιο τον Χριστό, Αυτόν που είναι «ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[19].
Η ορθόδοξη διδασκαλία, όμως, διάβηκε τους αιώνες ανόθευτη από θεολογικές ή άλλες παρεκκλίσεις: τον παπισμό, τον σχολαστικισμό, την αναγέννηση, τη μεταρρύθμιση, την αντιμεταρρύθμιση, τον ορθολογισμό και τον φιλοσοφικό μοντερνισμό, εμμένοντας στην πιστότητα της Ορθόδοξης Αγιογραφικής και Πατερικής παραδόσεως.
Στη σημερινή εποχή, η οποία, μαζί με την οικονομική παγκοσμιοποίηση -με τα ορατά πλέον αποτελέσματα ειδικά στη χώρα μας-, «προστάζει» εμμέσως πλην σαφώς και την θρησκευτική παγκοσμιοποίηση, ευνοείται σαφώς η αποδόμηση των επιμέρους παραδόσεων. Γι΄ αυτό η Θεολογία οφείλει να διατηρήσει ζωντανή την σχέση της με την Εκκλησία και την αγιοπνευματική της παράδοση και να παραμείνει αναλλοίωτη από τις σύγχρονες θεωρίες, τα κελεύσματα ή τις τάσεις του φιλελευθερισμού, του μηδενισμού, του σχετικισμού, του κοινωνισμού, του λεγόμενου λαϊκού οικουμενισμού, του ατομικισμού. Οι θεωρίες αυτές, άλλωστε, είναι πλέον εμφανές ότι επιδιώκουν την απομείωση και τον παραμερισμό της Ορθόδοξης Θεολογίας των Αγίων και των Πατέρων της Ορθοδοξίας, την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και, τελικά, μια «μοντέρνα θεολογία» που να μην έχει λόγο ή Λόγο και να μην αρνείται το νέο μοντέλο πλασματικής πνευματικότητας και θρησκευτικότητας, που προωθείται, σταδιακά, στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης πολυθρησκειακής παγκοσμιοποίησης.
Το εγχείρημα, επομένως, της ίδρυσης Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών, εντός του ισχύοντος πλαισίου των Προγραμμάτων Σπουδών, δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει συνθήκες σοβαρής αλλοίωσης της Ορθόδοξης Θεολογίας, όπως αυτή θεραπεύεται επιστημονικά στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. από την ίδρυσή της. Το δε Τμήμα Θεολογίας απολαμβάνει μεν αναμφισβήτητα τα προνόμια της ακαδημαϊκής και διοικητικής αυτονομίας ενός Τμήματος ΑΕΙ, έχει, όμως ταυτόχρονα, και μία άλλη αποστολή, η οποία σχετίζεται άμεσα με την Ορθόδοξη Θεολογία, την οποία υπηρετεί από την ίδρυσή του και οφείλει, ως εκ τούτου, να συνεχίσει να υπηρετεί, χωρίς εκπτώσεις ή άλλοιώσεις.
Πέραν των άλλων, η Ισλαμική Θεολογία είναι εντελώς αλλότρια και αντίθετη από την Ορθόδοξη Θεολογία του Τριαδικού Θεού. Δεν αποδέχεται τον Τριαδικό Θεό, το τρισυπόστατο της Θεότητας, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Απορρίπτει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός, θεωρώντας ότι είναι ένας άνθρωπος – Προφήτης. Αρνείται, επίσης, τη θαυματουργική Γέννηση Του, τη θεία Του Μεταμόρφωση, τη Σταύρωσή του, την Ανάστασή Του, την Ανάληψή Του, ενώ δεν δέχεται τη θεανθρώπινη και μυστηριακή δομή και λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι θέσεις της για το ανθρώπινο πρόσωπο, τον «Άλλο», τις οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, τίθενται επίσης σε εντελώς διαφορετική βάση, σε σχέση με το Χριστιανισμό.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει σχετικά: «τὸν δὲ Μεχούμετ, οὔτε παρά τῶν Προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τὶ ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διά τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ οὐδέ τῷ παρ’αὐτοῦ βιβλίῳ»[20]. Λέγει επίσης ότι η πίστη του Ισλάμ επιβλήθηκε με νίκες εναντίον άλλων εθνών και λαών «πολέμῳ καὶ μαχαίρᾳ καὶ λεηλασίαις καὶ ἀνδροκτασίαις ὧν οὐδέν ἐκ Θεοῦ τοῦ ἀγαθοῦ προηγουμένως ἐστί[21] . Και καταλήγει ο Άγιος: «Ἡ τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία, καίτοι τῶν τοῦ βίου σχεδόν ἁπάντων ἡδέων ἀπάγουσα, πάντα τε περιέσχε τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα καὶ μεταξύ τῶν αὐτῇ πολεμούντων κρατεῖ, μηδεμίαν αὕτη βίαν ἐπάγουσα, νικῶσα δὲ μᾶλλον τὴν ἀντεπαγομένην βίαν ἑκάστοτε ὡς καὶ οὕτω ταύτην εἶναι τὴν νίκην τὴν τὸν κόσμον νικήσασαν»[22].
Ο Μωάμεθ είναι αποδεκτός ως διδάσκαλος και Προφήτης μόνο από τους Μουσουλμάνους και, επομένως, οι Μουσουλμάνοι Θεολόγοι είναι φυσικό να οργανώνουν και να διδάσκουν ομολογιακά τη διδασκαλία του. Όμως, για τη Χριστιανική Πίστη ο Μωάμεθ δεν είναι αληθινός Προφήτης, διότι το Ευαγγέλιο αναφέρει ρητά ότι «ὁ νόμος καὶ οἱ Προφῆται ἕως Ἰωάννου• ἀπό τότε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εὐαγγελίζεται καὶ πᾶς εἰς αὐτήν βιάζεται»[23].
Χριστιανοί Θεολόγοι, επομένως ορθόδοξοι δάσκαλοι, πώς θα οργανώσουν και θα διδάξουν το Ισλάμ, αν μάλιστα συμφωνούν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία ως την ορθή διδασκαλία για κάθε Χριστιανό και προτρέπει την προσήλωσή του «τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ»[24];
Με βάση τα παραπάνω τίθενται πολλά ερωτήματα όπως:
Ποια θεολογική και σωτηριολογική σημασία και ποιο νόημα μπορεί να έχει ένας θεολογικός συμφυρμός της Ορθόδοξης με την Ισλαμική Θεολογία, που επιχειρείται στη Θεολογική Σχολή;
Ποια εκπαιδευτική, κοινωνική, πολιτισμική ή θεολογική ανάγκη εξυπηρετεί αυτή η σπουδή από την πλευρά των εμπνευστών του εγχειρήματος περί Ισλάμ;
Ποια πνευματικά «καλά και συμφέροντα» των ψυχών των ορθοδόξων -αλλά και των Μουσουλμάνων- φοιτητών πρόκειται να διακονήσει αυτός ο συμφυρμός;
Οι εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ προβάλλουν, ακόμα, το επιχείρημα ότι οι δύο Θρησκευτικές Κοινότητες, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, συνυπάρχουν και επικοινωνούν ειρηνικά στη Θράκη, ή σε άλλα σημεία του κόσμου, με αλληλοσεβασμό στην θρησκευτική ετερότητά τους. Επομένως, ισχυρίζονται ότι σύμφωνα με αυτούς, μπορούν να συνυπάρξουν και οι αντίστοιχες σπουδές, οι οποίες μέσα μάλιστα από τον μεταξύ τους διάλογο προσδοκάται ότι θα καλλιεργήσουν αυτό το κλίμα ειρηνικής συνύπαρξης.
Το επιχείρημα, όμως, της ειρηνικής συμβιωσεως είναι προφανές ότι δεν έχει καμία ουσιαστική σχέση με το εγχείρημά τους: οι δύο Κοινότητες συνυπάρχουν πράγματι ειρηνικά, στον όποιο βαθμό, στη Θράκη ή αλλού, και τούτο είναι γεγονός σημαντικό. Πέραν τούτου, όμως, ασφαλώς και δεν αναμένουν ούτε προσδοκούν να βελτιωθούν οι σχέσεις τους από την ίδρυση Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. Άλλωστε, ουδέποτε ζητήθηκε, από οποιονδήποτε Φορέα ή συλλογικότητα Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών, η θεσμοθέτηση τέτοιων σπουδών, τουλάχιστον με αυτό τον τρόπο και δη στο χώρο της Θεολογικής Σχολής.
Είναι προφανές, από τα ανωτέρω ότι το εγχείρημα της ίδρυσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. προκαλεί βαθύτατους προβληματισμούς και ερωτήματα που απευθύνονται προς πολλές κατευθύνσεις, που δεν απαντώνται με τα ρηχά επιχειρήματα που ενίοτε χρησιμοποιούν ή εφευρίσκουν οι εμπνευστές και εκτελεστές του εγχειρήματος της εισαγωγής Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή. Ο πιο έντονος προβληματισμός αφορά στις προθέσεις που μπορεί να υπηρετεί το εγχείρημα αυτό, σε σχέση μάλιστα με το μέλλον και την προοπτική της πορείας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ως έχει δε διατυπωθεί σε πρόσφατο κείμενο Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας Α.Π.Θ., «το θέμα της ίδρυσης των Ισλαμικών Σπουδών από το Τμήμα Θεολογίας θεωρείται ως το σοβαρότερο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης στο παρόν και στο προσεχές μέλλον, εάν υλοποιηθεί η ίδρυσή του», αφού «φαίνεται ότι ενορχηστρώνεται ένας αγώνας αλλοίωσης των θεολογικών σπουδών της Θεσσαλονίκης». Ο προβληματισμός αυτός καθίσταται ακόμα πιο σοβαρός, μετά και την πρόσφατη βαρύνουσα τοποθέτηση πρ. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων στη Βουλή των Ελλήνων, ο οποίος -σε απόλυτη ταύτιση και κοινής προέλευσης γραμμή πλεύσης και επιχειρημάτων, πολλές φορές και αυτολεξεί, με τους εμπνευστές του εγχειρήματος περί Ισλάμ- αναφέρει ότι «το Τμήμα Θεολογίας προφανώς έκρινε ότι οι Θεολόγοι -οποιασδήποτε θρησκείας- πρέπει να αποφοιτούν από τις Θεολογικές Σχολές»[25]. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί τον σοβαρότερο κλυδωνισμό στα πνευματικά θεμέλια της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., εφόσον φανερώνει την πρόθεση αλλαγής της φυσιογνωμίας της.
Το εγχείρημα της ίδρυσης Μουσουλμανικών Σπουδών στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., σε συνδυασμό με την μανιώδη προσπάθεια που έγινε για την επιβολή του πολυθρησκειακού μοντέλου εκπαίδευσης στην Δευτεροβάθμια και Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση μέσω του προτεινόμενου Προγράμματος Σπουδών για το Μάθημα των Θρησκευτικών[26] -παρά την οξεία θεολογική[27] και εν γένει επιστημονική[28] κριτική, αλλά και τη σχετική τοποθέτηση της Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους[29] και πλήθους Αρχιερέων-, δείχνει ότι οι τεκταινόμενοι σχεδιασμοί επεκτείνονται, προγραμματισμένα και μεθοδευμένα, εκτός από την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, και στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Κύριος στόχος τους δε, φαίνεται ότι είναι η σχετικοποίηση των διαφορετικών πίστεων και η διάδοση και επικράτηση μίας νέας συναφειακής, πολυθρησκειακής, πολυπολιτισμικής «θεολογίας», με στόχο την μία ομογενοποιημένη παγκόσμια «θρησκεία» με χαρακτηριστικά ανθρωποκεντρικής μεταμοντέρνας διαθρησκειακής πνευματικότητας.