Παρασκευή 13 Ιουλίου 2018

Τρομοκρατούν τους φιλορωσικούς δεσμούς του Ελληνικού λαού - Ψυχρός πόλεμος Ελλάδας - Ρωσίας...! Γνωρίζουν και φοβούνται οτι στο ΝΑΤΟ δεν υπάρχει ''ψυχική συναίνεση''και πειθαρχία

Ψυχρός πόλεμος ΗΠΑ - Ρωσίας με φόντο τα Βαλκάνια
Παιχνίδι κατασκόπων, γεωπολιτική σύγκρουση με την ελληνική διπλωματία να έχει κάνει τις επιλογές της
Ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας

 φαίνεται ότι επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή με την Ελλάδα να βρίσκεται στη δίνη ενός κυκλώνα που κανείς δεν ξέρει την εξέλιξή του. Οι απειλές για απελάσεις διπλωματών και οι φήμες για αναβολή του ταξιδιού του υπουργού Εξωτερικών Λαβρόφ στην Αθήνα, αλλάζει τα δεδομένα. Ο παραδοσιακός σύμμαχος, το «αποκούμπι» που αναζητούσε πολλές φορές η Ελλάδα στη Μόσχα απομακρύνεται με την ελληνική διπλωματία να έχει κάνει τις επιλογές της.
Όπως όλα δείχνουν και η αριστερή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με τις ευλογίες του εθνικοπατριωτικού κόμματος των ΑΝΕΛ, εγκαταλείπει την στροφή προς ανατολάς και πλέον δηλώνει ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα «ανήκει στη Δύση».
Όμως, το γεωπολιτικό παιχνίδι που παίζεται με επίκεντρο την περιοχή των Σκοπίων και η δημιουργία ζωνών επιρροής από τις μεγάλες δυνάμεις είναι ένα καμπανάκι για την Ελλάδα που πρέπει να κάνει προσεκτικές κινήσεις τα επόμενα χρόνια καθώς όλα είναι ρευστά.
Οι πόλεμοι των κατασκόπων συνήθως δεν είναι εμφανείς, αλλά πάντοτε ακολουθούν τους μεγάλους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς σε μια περιοχή. Τα Βαλκάνια δεν θα μπορούσαν να είναι εξαίρεση. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι έχουν χαρακτηριστεί η «πυριτιδαποθήκη» της Ευρώπης.
Εδώ και καιρό είχε γίνει σαφές ότι γύρω από τα δυτικά Βαλκάνια υπήρχε μια μεγάλη γεωπολιτική αντιπαράθεση. Η επέκταση του ΝΑΤΟ σε μεγάλο μέρος των Βαλκανίων αντιστοιχούσε στην επιθυμία κατοχύρωσης της αμερικανικής παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή.

Βαλκάνια

Στα Ανατολικά Βαλκάνια αυτό εξασφαλιζόταν από την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, με τη δεύτερη να είναι ενταγμένη και στο σχέδιο για την εγκατάσταση αντιβαλλιστικών συστοιχιών Aegis Ashore, τις οποίες η Ρωσία αντιμετωπίζει ως επιθετικά όπλα.

Στα Δυτικά Βαλκάνια υπήρχε η ενεργός συμμετοχή στο ΝATO της Αλβανίας, της Κροατίας, της Σλοβενίας και του Μαυροβουνίου. Από εκεί και πέρα στα Δυτικά Βαλκάνια υπάρχουν η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, με το ιδιότυπο καθεστώς που τη διέπει, η Σερβία και η πΓΔΜ.
Οι κρίσιμες χώρες που θα έκριναν το συσχετισμό ήταν επομένως η Σερβία και η πΓΔΜ. Ειδικά η πρώτη για γεωγραφικούς, πολιτικούς αλλά και ιστορικούς λόγους είναι ένα πολύ κρίσιμο κομμάτι του παζλ.
Όμως, ύστερα από τους βομβαρδισμούς του 1999 και τον τρόπο που τελείωσε ο κύκλος του πολέμου στην τέως Γιουγκοσλαβία και έχοντας το ανοιχτό θέμα του Κοσσόβου, είχε επιλέξει να μην επιδιώξει την ένταξη στη συμμαχία, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην ευρωπαϊκή προοπτική.
Ταυτόχρονα, η Σερβία έχει καλές σχέσεις με τη Ρωσία, όχι μόνο στη βάση των κοινών πολιτιστικών και θρησκευτικών αναφορών, αλλά και στη βάση οικονομικών σχέσεων, με ρωσικές εταιρείες να έχουν παρουσία ιδίως στο χώρο της ενέργειας. Η ρωσική θέση κατά της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου βοήθησε επίσης σε αυτή την κατεύθυνση.
Είναι γεγονός ότι η Σερβία αποφεύγει να δείξει μονομέρεια, επιδιώκοντας μια διπλή ισορροπία ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, χωρίς ωστόσο να πρόκειται στο άμεσο μέλλον να κινηθεί προς την ένταξη στο ΝΑΤΟ.

O ρόλος της ΠΓΔΜ

Αυτό εκ των πραγμάτων αναβάθμιζε τη σημασία που είχε η ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και συνολικά ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμό της. Η ένταξη της πΓΔΜ και τυπικά στη συμμαχία θα σημαίνει ότι ολοκληρώνεται μια ισχυρή ΝΑΤΟïκή και αμερικανική παρουσία στο χώρο των Δυτικών Βαλκανίων που αντικειμενικά θα περιορίζει τις δυνατότητες της Ρωσία να αναπτύσσει μια δική της πολιτική. Στο πλαίσιο του «νέου Ψυχρού Πολέμου» τέτοιες εξελίξεις αποκτούν ξεχωριστή σημασία.
Η ρωσική διπλωματία έδινε πάντα ιδιαίτερη βαρύτητα στην πΓΔΜ και την εξασφάλιση ότι δεν θα ενταχθεί στην αμερικανική επιρροή. Παρότι τυπικά το αίτημα για είσοδο στο ΝΑΤΟ όπως και στην ΕΕ ως στοιχείο συνοχής αποτελούσε πάγια θέση του συνόλου της πολιτικής σκηνής της χώρας, είναι αλήθεια ότι η Ρωσία είχε αναπτύξει σχετικά καλές θέσεις με την προηγούμενη πολιτική κατάσταση στην πΓΔΜ, όταν κυριαρχούσε το παραδοσιακά πιο εθνικιστικό VMRO.
Μάλιστα, στην κορύφωση της πολιτικής κρίσης στη γειτονική χώρα, η ρωσική διπλωματία είχε πάρει θέση ανάλογη με αυτή του VMRO αφού είχε καταγγείλει ότι η πολιτική κρίση ήταν αποτέλεσμα των παρεμβάσεων της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και ότι υπήρχε κίνδυνος για προώθηση του σχεδίου της «Μεγάλης Αλβανίας».
Με αυτή την έννοια είναι σαφές ότι η εκκίνηση της διαδικασίας διαλόγου ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ με ορίζοντα την επίλυση του ονοματολογικού ως αναγκαία συνθήκη για την είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ αντιμετωπίστηκε με επιφύλαξη από τη Ρωσία, όπως ακριβώς χαιρετίστηκε εξαρχής από τη μεριά των ΗΠΑ.
Χωρίς να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε λεπτομέρειες, μπορούμε να υποθέσουμε όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργοποιούνται πέραν από τα τυπικά διπλωματικά κανάλια και «άτυπες» μορφές παρέμβασης και επηρεασμού των εξελίξεων από όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό συχνά περιλαμβάνει και την προσπάθεια παρέμβασης στην «κοινωνία των πολιτών». Με αυτή την έννοια, όπως κατά καιρούς καταγγέλθηκε, η παρουσία και ανθρώπων που προέρχονταν από την αμερικανική διπλωματία ή τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες σε διάφορες μαζικές κινητοποιήσεις (π.χ. τις λεγόμενες «πορτοκαλί επαναστάσεις», μπορεί κανείς να υποθέσει ότι εάν η Ρωσία διέβλεψε μεγάλη δυσαρέσκεια για τη συμφωνία πΓΔΜ, είναι πιθανό να θεώρησε ότι θα μπορούσε να την ενισχύσει, εκμεταλλευόμενη και την μεγάλη συμπάθεια προς τη Ρωσία στην Ελλάδα και τους στενούς πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ακήρυκτος πόλεμος

Με αυτή την έννοια τα όσα είδαμε αποτελούν ακριβώς πλευρά ενός τέτοιου «ακήρυκτου πολέμου» ανάμεσα σε εκπροσώπους διαφορετικών στρατηγικών, με επίδικο ένα συνολικό συσχετισμό στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αλλά και συνολικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο, καθώς η Ρωσία δείχνει ότι δεν πρόκειται τόσο εύκολα να αφήσει να διαμορφωθεί μια συνθήκη «υγειονομικής ζώνης» εναντίον της στην ανατολική, κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη.
Αυτό ακριβώς προκαλεί και τα ερωτήματα για τη στάση της ελληνικής πλευράς και κυρίως την εκτίμηση που είχε –και την οποία θα έπρεπε να καταθέσει στη δημόσια σφαίρα– όχι μόνο για την ενδεχόμενη συμφωνία αλλά και κυρίως για το πώς η επίλυση ενός τέτοιου θέματος δεν θα παρασύρει τη χώρα μας εντός ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού, τα όρια του οποίου δεν είναι ακόμη σαφή.