Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος και οι αγώνες του για τη διατήρηση της ελληνικότητας των προσκυνημάτων.
Ο Πατριάρχης Δοσίθεος (Νοταράς) εποίμανε την Εκκλησία των Ιεροσολύμων τα έτη 1669-1707. Καταγόταν από την Αράχωβα της Πελοποννήσου γεννηθείς το έτος 1641 (31η Μαρτίου) από γονείς ευσεβείς, τον Νικόλαο και την Άννα.
Ανάδοχός του υπήρξε ο τότε Μητροπολίτης Κορινθίας Γρηγόριος Γαλανός, ο οποίος τον στήριξε και τον βοήθησε κατά την διάρκεια των σπουδών του και στη συνέχεια τον χειροτόνησε. To 1666 μ.Χ αναδείχτηκε Μητροπολίτης στο θρόνο της Καισάρειας. Το 1669 μ.Χ. διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Νεκτάριο μετά την παραίτησή του από τον θρόνο των Ιεροσολύμων, σε ηλικία 28 ετών.
Το έργο του υπέρ του Πατριαρχείου και της ελληνικότητάς του υπήρξε πολυποίκιλο, κοπιαστικό και ευτυχώς αποδοτικό και πετυχημένο. Αναδιοργάνωσε την Αγιοταφική Αδελφότητα, διέτρεξε σε όλη την επικράτεια της κραταιάς, τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στις περιοχές των Βαλκανίων, όπου το ρωμαίϊκο στοιχείο ήταν ανεπτυγμένο και πλούσιο. Ίδρυσε σχολεία, κυρίως στη Ρουμανία και την Παλαιστίνη. Τύπωσε βιβλία στα λίγα, τον καιρό εκείνο, τυπογραφία, για τις ανάγκες των υπόδουλων Ορθοδόξων, ενάντια στις προσηλυτιστικές προσπάθειες των Λατίνων και των Προτεσταντών. Ίδρυσε το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και το εμπλούτισε με κώδικες σπάνιους. Περιέτρεξε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, μέχρι τις εσχατιές τις Ρωσίας, κάνοντας εράνους και συγκεντρώνοντας δωρεές, ιδίως από τους Ρωμηούς ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, ώστε κατάφερε να εξοφλήσει το υπέρογκο χρέος του Παναγίου Τάφου.
Όλα αυτά τα επέτυχε παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των ετεροδόξων να καταλάβουν τα προσκυνήματα και να εκδιώξουν τους Έλληνορθόδοξους φύλακες αυτών. Αυτές τις προσπάθειες αντιμετώπισε με κίνδυνο πολλές φορές, της ίδιας του της ζωής, εγκαταλείποντας, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, κάθε άλλη ενέργεια. Έτσι κατάφερε να συλλέξει ένα εντυπωσιακό αριθμό 140 σουλτανικών φιρμανίων, τα οποία επικύρωναν την κατοχή των προσκυνημάτων από την Αγιοταφική Αδελφότητα, δηλαδή τους Ρωμηούς Ορθοδόξους, εις πείσμα των Καθολικών και των ηγητόρων τους, όπως ο Γάλλος πρεσβευτής Castagneves de Chateaunef, ή ο επίσης Φράγκος κόμης Charles De Nointel, του οποίου η δράση θα μας απασχολήσει. Ο εν λόγω κόμης είχε ήδη απασχολήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όταν μετά την Σύνοδο του 1672 και την καταδίκη της φημολογούμενης καλβινικής ομολογίας του Κυρίλλου Λουκάρεως1, ζήτησε να πληροφορηθεί τις απόψεις του Πατριαρχείου για το θέμα της μετουσίωσης στη Θεία Ευχαριστία. Ισχυριζόταν, μάλιστα μονομερώς, ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων εκλατινίστηκε, εφόσον απέρριπτε τις απόψεις των διαμαρτυρόμενων. Σ' αυτόν απάντησαν οι πατέρες στον Πρόλογο των Πρακτικών της Συνόδου:
«Ου γαρ άλλο τι έστι το φρόνημα της Ανατολικής Εκκλησίας, αλλ' ή το Θείον Ρήμα, πιστευόμενον ορθώς και υπό των Αγίων Πατέρων αναπτυσσόμενον ευσεβώς και αι παρά των Αποστόλων διά λόγου παραδόσεις, υπό των Πατέρων φυλαχθείσαι άχρις ημών».
Η ανθελληνική δράση του φοβερού κόμη συνεχίσθηκε το 1673, όταν απαίτησε επίσημα από την Οθωμανική κυβέρνηση την παράδοση των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων στους Παπικούς. Ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ πασάς Κιοπρουλής, με τη βοήθεια του Μεγάλου Διερμηνέα Παναγιωτάκη Νικουσίου, απέκρουσε την αίτηση και για να κερδίσει χρόνο μέχρι να μπορέσουν οι Ορθόδοξοι να οργανώσουν την πολιτική τους στο θέμα, απλά ανανέωσε την γαλλοτουρκική συνθήκη του 1604. Φυσικά ο ραδιούργος κόμης δεν πτοήθηκε, αλλά ετοίμασε επίσημο ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, στο οποίο θα ηγείτο ο ίδιος της διπλωματικής αποστολής. Στο ταξίδι αυτό τον συνόδευσαν ο Antoin Galland, ασιανολόγος, Jaques Carrey και Rombeat Faidherbde, καλλιτέχνες, ο Ιησουΐτης Sauger και ο λόγιος Cornello Magni, όλος ο συρφετός της ανομίας και της αρχαιοκαπηλείας. Και μπορεί τον πρωταρχικό του σκοπό, δηλ. την αρπαγή των προσκυνημάτων, να μην τον πέτυχε ο Charles De Noitel, κατόρθωσε, όμως, να γεμίσει τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της Γαλλίας με κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, λάφυρα αυτού του ταξιδιού.
Οι Παπικοί στα Ιεροσόλυμα χάρηκαν σφόδρα στο άκουσμα του ερχομού του επισκέπτη με το βαρύγδουπο όνομα και φορέα της προστασίας του Φράγκου Ηγεμόνα Λουδοβίκου ΙΔ'. Για να του ετοιμάσουν, μάλιστα, επίσημη υποδοχή, αλλά και για να προλειάνουν το έδαφος των διεκδικήσεων, επιχείρησαν να στολίσουν το Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, εν όψει και της επερχόμενης εορτής των Βαΐων το έτος 1674. Οι Έλληνες Αγιοταφίτες αδελφοί κατάλαβαν, ότι επρόκειτο για τέχνασμα με σκοπό την απόσπαση του προσκυνήματος από την Ορθόδοξη δικαιοδοσία και αρνήθηκαν να συναινέσουν στο εγχείρημα. Αντιπρότειναν να στολίσουν οι ίδιοι το Κουβούκλιο. Τότε οι Καθολικοί εξεμάνισαν κατά των Αδελφών και επιτέθηκαν εναντίον τους. Έναν μοναχό, τον Κλήμεντα τον χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι και τον θανάτωσε την 3η Μαρτίου ένας Ισπανός φράρος. Έναν άλλο αδελφό από τη Μακεδονία, τον Μακάριο, τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο, όπως και τον Σκευοφύλακα Ζακχαίο. Οι δικαστές της πόλης (καθώς και δυτικοί ιστορικοί) προσπάθησαν να συγκαλύψουν την υπόθεση με τη δικαιολογία, ότι δεν μπορούσαν να ξεδιαλύνουν, ποιος ξεκίνησε τα επεισόδια. Για τη δολοφονία του Κλήμεντα και το θανάσιμο τραυματισμό του Μακαρίου και του Ζακχαίου δεν μπόρεσαν ν' αποφανθούν.
Στη συνέχεια και με το θάρρος της ατιμωρησίας, ο κόμης Charles De Noitel και οι συνεργοί του προέβησαν σε νέες προκλήσεις. Διερχόμενοι από ελληνικό μοναστήρι επιτέθηκαν εναντίον των πατέρων και ξέσχισαν τα καλυμμαύχια τους. Έγραψε ο ίδιος εκφοβιστική επιστολή στο γέροντα τέως Πατριάρχη Νεκτάριο, αυτόπτη μάρτυρα της σκηνής, και τον ανάγκασε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα και να μεταβεί στην Αίγυπτο. Νέα προκλητική ενέργεια εκ μέρους του πρεσβευτή, με στόχο τον Ι. Ν. της Βηθλεέμ απέτυχε. Σχεδίαζε ο πονηρός Φράγκος να καταλάβει το Ναό αιφνιδιαστικά, αλλά το πληροφορήθηκε ο ηγούμενος Κύριλλος2 και ενημέρωσε τους Ορθοδόξους της Βηθλεέμ, που πλήρωσαν τον Ναό και περέμειναν μέχρι την πάροδο του κινδύνου.
Η επόμενη αρπακτική επιβουλή του De Noitel στόχευσε το κίονα επί του οποίου μαστιγώθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Με κάθε μυστικότητα οι Λατίνοι σχεδίασαν την αρπαγή του την νύκτα της Μεγάλης Τρίτης, όταν οι Ορθόδοξοι θα έλειπαν στον Ιορδάνη. Κρύφτηκαν, μάλιστα, στο παρεκκλήσιο το Ακάνθινος Στέφανος. Η παρουσία τους έπεσε στην αντίληψη των Αγιοταφιτών Πατέρων. Αυτοί ειδοποίησαν τις αρχές, οι οποίες επενέβησαν αμέσως. Έτσι, λοιπόν, απέτυχε και αυτή η προσπάθεια των κακοδόξων.
Εφόσον δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν τετελεσμένο, με την αρπαγή όσο των δυνατόν περισσότερων προσκυνημάτων, οι Φράγκοι απεσταλμένοι μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, διεκδικώντας την κυριότητα αυτών. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος βρισκόταν την εποχή εκείνη στο Βελιγράδι. Μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα έγραψε επιστολή στον επίτροπο του Μεγάλου Βεζύρη, καρά Μουσταφά, συνοδευομένη με το ανάλογο μπαξίσι (500 χρυσά φλουριά) για να τον προδιαθέσει ευμενώς προς τα ελληνορθόδοξα δίκαια. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη, διερχόμενος τις Σέρρες, το Μελένικο, τη Φιλιππούπολη, την Ανδριανούπολη. Έφτασε στην Πόλη τον Νοέμβριο του 1674 και ξαναγύρισε στην Ανδριανούπολη, διότι εκεί βρισκόταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ' και ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλής. Η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε να γίνει στις 5 Φεβρουαρίου του 1675. Εκεί συγκεντρώθηκε πλήθος πιστών προς στήριξη του αγωνιστή Πατριάρχη. Στην προσπάθειά του αυτή τον συνέδραμαν συνεργάτες, όπως ο Φιλόθεος και ο Κωνσταντίνος Τραπεζούντιος3.
Τους Καθολικούς έσπευσαν να συνδράμουν, με την αίγλη του αξιώματός τους, πρίγκιπες της Φραγκιάς. Αυτή συνάχθηκαν στην αριστερή πτέρυγα της αίθουσας, ενώ οι Ρωμηοί στην δεξιά. Στην αγόρευσή του ο Πατριάρχης Δοσίθεος χρησιμοποίησε την τουρκική και αραβική γλώσσα, τις οποίες κατείχε και μιλούσε άπταιστα. Υπενθύμισε στον Μεγάλο Βεζύρη την συμφωνία που είχε κάνει το 637 ο Ουμάρ με τον τότε Πατριάρχη Σοφρώνιο, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης στους Άραβες4. Συμφωνία, βάσει της οποίας, οι Ρωμηοί διατηρούσαν τον έλεγχο των προσκυνημάτων. Συνέχισε την παράθεση ιστορικών στοιχείων υπενθυμίζοντας ότι ο Σαλαντίν, όταν εξεδίωξε τους σταυροφόρους από τους Αγίους Τόπους, σεβάστηκε την προηγούμενη συνθήκη. Το ίδιο έπραξε και ο σουλτάνος Σελήμ. Ακολούθως έφτασε στο παρόν, υπογραμμίζοντας την εγκληματική συμπεριφορά των Δυτικών, τη δολοφονία του πατέρα Κλήμεντα και το θανάσιμο τραυματισμό των π. Μακαρίου και π. Ζακχαίου, καθώς και όσες ληστρικές επιδρομές επιχείρησαν, προς κατάληψη προσκυνημάτων και φυσικά την αναστάτωση, την οποία επέφεραν στην Αγία Πόλη. Τελειώνοντας την αγόρευσή του αιτήθηκε τέσσερα σημεία από τον Μεγάλο Βεζύρη. Πρώτον ν' αποδοθεί ο Πανάγιος Τάφος στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, δεύτερον αυτοδικαίως και ακωλύτως να επιτελούνται τα μυστήρια υπό της ιδιοκτησιακά κυρίαρχης Αγιοταφικής Αδελφότητος, τρίτον να επιτρέπεται να προσκυνούν και άλλες φυλές και τέταρτον να σταματήσουν οι επιβουλές των ετεροδόξων.
Η απάντηση του Μεγάλου Βεζύρη ήταν τυπικά νομικίστικη, ζητώντας τα νεώτερα έγγραφα Οθωμανών Σουλτάνων και παρατρέχοντας τα παλαιότερα έγγραφα και συμφωνίες. Δυστυχώς το διάταγμα του Σουλτάνου Σελήμ βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Στη διάθεσή του είχε ο Δοσίθεος τα φιρμάνια των Σουλεϊμάν και Μουράτ Δ', με τα οποία τα προσκυνήματα κατοχυρωνόταν στον Πατριάρχη Θεοφάνη. Ειδικά το φιρμάνι του Μουράτ Δ' υπήρξε η βάση της υπεράσπισης των Ελληνορθόδοξων δικαιωμάτων. Την παραπάνω συμφωνία προσπάθησαν να προσβάλλουν οι Λατίνοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια με την παρουσίαση πλαστών εγγράφων5 , και συγκεκριμένα ερμηνεία της αμφισβητούμενης συνθήκης, του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϋράμ πασά, επί Σουλτάνου Μουράτ. Τότε ο Δοσίθεος, με τη φώτιση του Θεού, χρησιμοποίησε τις γνώσεις του στην αραβική και τουρκική γλώσσα για να καταδείξει την ψευδή ερμηνεία των Δυτικών και μάλιστα αμφισβήτησε ευθέως την ορθότητα της κακόβουλης ερμηνευτικής τους, εφόσον δεν γνώριζαν ούτε τη μια ούτε την άλλη γλώσσα. Ταυτόχρονα τους κατήγγειλε για δωροδοκία προκαλώντας την μήνιν του Μεγάλου Βεζύρη, ο οποίος ανεβόησε το Τζικ, που σημαίνει ότι έληξε η συνεδρίαση. Τοιουτοτρόπως οι Λατίνοι καταισχύνθηκαν και απελάθηκαν.
Γνώριζε, όμως ο Δοσίθεος την κακοβουλία των φράγκων, γι' αυτό φοβόταν αντίποινα εκ μέρους των. Πράγματι, ο De Noitel δεν πτοήθηκε, αλλά με την υποστήριξη του Αυστριακού και του Άγγλου πρεσβευτή στην Πύλη, υπέβαλε νότα (διαμαρτυρία) στην οποία εμπεριέχονταν θρασύτατες απειλές. Στην νότα ανταπάντησε ο Δοσίθεος με τη βοήθεια του Μεγάλου Διερμηνέως Παναγιωτάκη Νικουσίου παρουσιάζοντας με θάρρος την δική του δραστηριότητα. Ο Μέγας Βεζύρης επέμεινε στην αρχική του απόφαση, να παρουσιάσουν δηλ. οι Λατίνοι Σουλτανικό Φιρμάνι, νεώτερο του Ρωμαίικου που να συνηγορεί στις απαιτήσεις τους. Εις μάτην, διότι τέτοιο διάταγμα δεν υπήρχε. Περίμενε επί εξάμηνο ο Πατριάρχης στην Ανδριανούπολη την οριστική απόφαση. Αυτή εκδόθηκε την 15η Αυγούστου, αλλά και πάλι απαιτούνταν χρήματα για την σύνταξη του διατάγματος και την ανακοίνωσή του. Αυτά συγκεντρώθηκαν με πολύ κόπο και με στερήσεις εκ μέρους των Ρωμηών. Η τελεσίδικη απόφαση ανακοινώθηκε την 26η Οκτωβρίου του 1675 και βάσει αυτής τα προσκυνήματα παρέμεναν στην ιδιοκτησία των Ελλήνων Ορθοδόξων. Αξίζει να σημειωθεί η βοήθεια που παρείχε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, προσωπικός φίλος του Βεζύρη Κιοπρουλή, όπως και η ακόλουθη δήλωσή του στον Noitel: «οι Γάλλοι είναι αναμφιβόλως φίλοι, αλλά τους ηύρον παντού μετά των εχθρών μας».
Έχοντας τα απαιτούμενα διατάγματα στη διάθεσή του ο Δοσίθεος, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα τον Ιανουάριο του 1676, συνοδευόμενος υπό κρατικού υπαλλήλου. Τα προσκυνήματα καθαρίσθηκαν από κάθε ένδειξη της κακόδοξης παρουσίας, οι δε Λατίνοι δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν (φανερά) εξαιτίας της επίδειξης του Διατάγματος. Και λέμε φανερά, διότι επικέντρωσαν την αντίδρασή τους σχεδιάζοντας μυστικά την δολοφονία του Πατριάρχη. Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του πραγματοποιήθηκε το Πάσχα και «στέφθηκε» από πλήρη αποτυχία. Επαναλήφθηκε όταν αυτός διέρχονταν την Βηρυτό και σώθηκε διότι ορθά υποψιασμένος είχε ενδυθεί τούρκικη περιβολή. Ήρθε για δεύτερη φορά στην Ανδριανούπολη για να ανανεώσει το Διάταγμα, διότι πληροφορήθηκε τις ενέργειες της μυστικής δυτικής διπλωματίας προς ακύρωσή του.
Συντονισμένη προσπάθεια εκ μέρους των πρεσβευτών Γαλλίας, Αυστρία, Βενετίας, επαναλήφθηκε το 1677 με την συνδρομή εκτάκτου απεσταλμένου από την Πολωνία. Δαπάνησε, τότε ο Δοσίθεος 15.000 γρόσια (καρπό της περιοδείας του στη Βλαχία) για την αντιμετώπιση της διπλωματικής επίθεσης. Κατόρθωσε να προμηθευτεί νέα διατάγματα, με τα οποία απαγορευόταν στους θυρωρούς του Ναού της Αναστάσεως να ανακατεύονται στις υποθέσεις αυτού, εμποδίζονταν οι αυθαιρεσίες των Λατίνων, επικυρώνονταν δια παντός τα δικαιώματα των Ελλήνων στα Πανάγια Προσκυνήματα.
Οι προσπάθειες των Λατίνων δεν σταμάτησαν και οι ίδιοι δεν πτοήθηκαν από τις συνεχείς αποτυχίες τους. Θεομάχοι όντες δεν στεναχωρούνταν ιδιαίτερα να γίνουν και Εκκλησιομάχοι, ειδικά μετά τη σύμπραξή τους με τους Αρμένιους. Συνέχισαν τις προσπάθειές τους για κατάληψη των προσκυνημάτων, χρησιμοποιώντας κάθε νόμιμο ή παράνομο μέσο (αφού στην κακοδοξία τους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα) κάθε μέσο πολιτικής αλλά και στρατιωτικής πίεσης προς την Υψηλή Πύλη. Αυτοί που τώρα αντιμάχονταν τα ελληνορθόδοξα δίκαια θα μετατρέπονταν ενάμιση αιώνα μετά σε «Προστάτιδες Δυνάμεις» του Νέου Ελληνισμού (επρόκειτο για νέα ονοματοδοσία), στην πραγματικότητα, όμως σε χαλιναγωγούς της δυναμικής της αναγεννημένης Ρωμηοσύνης. Οι προσπάθειες καταστρατήγησης των ελληνορθόδοξων συμφερόντων και δικαιωμάτων συνεχίζονται στις ημέρες μας με αμείωτη ένταση. Συμφέρον και υποχρέωση όλων των Ρωμηών είναι η διαφύλαξη της ελληνικής σημαίας που κυματίζει στα Πανάγια προσκυνήματα καθώς και η υλική και ηθική συμπαράσταση, κατά το μέτρο του δυνατού, στην Αγιοταφική Αδελφότητα και το Πατριαρχείο.
Το έργο του υπέρ του Πατριαρχείου και της ελληνικότητάς του υπήρξε πολυποίκιλο, κοπιαστικό και ευτυχώς αποδοτικό και πετυχημένο. Αναδιοργάνωσε την Αγιοταφική Αδελφότητα, διέτρεξε σε όλη την επικράτεια της κραταιάς, τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στις περιοχές των Βαλκανίων, όπου το ρωμαίϊκο στοιχείο ήταν ανεπτυγμένο και πλούσιο. Ίδρυσε σχολεία, κυρίως στη Ρουμανία και την Παλαιστίνη. Τύπωσε βιβλία στα λίγα, τον καιρό εκείνο, τυπογραφία, για τις ανάγκες των υπόδουλων Ορθοδόξων, ενάντια στις προσηλυτιστικές προσπάθειες των Λατίνων και των Προτεσταντών. Ίδρυσε το Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη και το εμπλούτισε με κώδικες σπάνιους. Περιέτρεξε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο, μέχρι τις εσχατιές τις Ρωσίας, κάνοντας εράνους και συγκεντρώνοντας δωρεές, ιδίως από τους Ρωμηούς ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, ώστε κατάφερε να εξοφλήσει το υπέρογκο χρέος του Παναγίου Τάφου.
Όλα αυτά τα επέτυχε παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των ετεροδόξων να καταλάβουν τα προσκυνήματα και να εκδιώξουν τους Έλληνορθόδοξους φύλακες αυτών. Αυτές τις προσπάθειες αντιμετώπισε με κίνδυνο πολλές φορές, της ίδιας του της ζωής, εγκαταλείποντας, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, κάθε άλλη ενέργεια. Έτσι κατάφερε να συλλέξει ένα εντυπωσιακό αριθμό 140 σουλτανικών φιρμανίων, τα οποία επικύρωναν την κατοχή των προσκυνημάτων από την Αγιοταφική Αδελφότητα, δηλαδή τους Ρωμηούς Ορθοδόξους, εις πείσμα των Καθολικών και των ηγητόρων τους, όπως ο Γάλλος πρεσβευτής Castagneves de Chateaunef, ή ο επίσης Φράγκος κόμης Charles De Nointel, του οποίου η δράση θα μας απασχολήσει. Ο εν λόγω κόμης είχε ήδη απασχολήσει την Ορθόδοξη Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όταν μετά την Σύνοδο του 1672 και την καταδίκη της φημολογούμενης καλβινικής ομολογίας του Κυρίλλου Λουκάρεως1, ζήτησε να πληροφορηθεί τις απόψεις του Πατριαρχείου για το θέμα της μετουσίωσης στη Θεία Ευχαριστία. Ισχυριζόταν, μάλιστα μονομερώς, ότι η Εκκλησία των Ιεροσολύμων εκλατινίστηκε, εφόσον απέρριπτε τις απόψεις των διαμαρτυρόμενων. Σ' αυτόν απάντησαν οι πατέρες στον Πρόλογο των Πρακτικών της Συνόδου:
«Ου γαρ άλλο τι έστι το φρόνημα της Ανατολικής Εκκλησίας, αλλ' ή το Θείον Ρήμα, πιστευόμενον ορθώς και υπό των Αγίων Πατέρων αναπτυσσόμενον ευσεβώς και αι παρά των Αποστόλων διά λόγου παραδόσεις, υπό των Πατέρων φυλαχθείσαι άχρις ημών».
Η ανθελληνική δράση του φοβερού κόμη συνεχίσθηκε το 1673, όταν απαίτησε επίσημα από την Οθωμανική κυβέρνηση την παράδοση των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων στους Παπικούς. Ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ πασάς Κιοπρουλής, με τη βοήθεια του Μεγάλου Διερμηνέα Παναγιωτάκη Νικουσίου, απέκρουσε την αίτηση και για να κερδίσει χρόνο μέχρι να μπορέσουν οι Ορθόδοξοι να οργανώσουν την πολιτική τους στο θέμα, απλά ανανέωσε την γαλλοτουρκική συνθήκη του 1604. Φυσικά ο ραδιούργος κόμης δεν πτοήθηκε, αλλά ετοίμασε επίσημο ταξίδι στα Ιεροσόλυμα, στο οποίο θα ηγείτο ο ίδιος της διπλωματικής αποστολής. Στο ταξίδι αυτό τον συνόδευσαν ο Antoin Galland, ασιανολόγος, Jaques Carrey και Rombeat Faidherbde, καλλιτέχνες, ο Ιησουΐτης Sauger και ο λόγιος Cornello Magni, όλος ο συρφετός της ανομίας και της αρχαιοκαπηλείας. Και μπορεί τον πρωταρχικό του σκοπό, δηλ. την αρπαγή των προσκυνημάτων, να μην τον πέτυχε ο Charles De Noitel, κατόρθωσε, όμως, να γεμίσει τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες της Γαλλίας με κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, λάφυρα αυτού του ταξιδιού.
Οι Παπικοί στα Ιεροσόλυμα χάρηκαν σφόδρα στο άκουσμα του ερχομού του επισκέπτη με το βαρύγδουπο όνομα και φορέα της προστασίας του Φράγκου Ηγεμόνα Λουδοβίκου ΙΔ'. Για να του ετοιμάσουν, μάλιστα, επίσημη υποδοχή, αλλά και για να προλειάνουν το έδαφος των διεκδικήσεων, επιχείρησαν να στολίσουν το Κουβούκλιο του Παναγίου Τάφου, εν όψει και της επερχόμενης εορτής των Βαΐων το έτος 1674. Οι Έλληνες Αγιοταφίτες αδελφοί κατάλαβαν, ότι επρόκειτο για τέχνασμα με σκοπό την απόσπαση του προσκυνήματος από την Ορθόδοξη δικαιοδοσία και αρνήθηκαν να συναινέσουν στο εγχείρημα. Αντιπρότειναν να στολίσουν οι ίδιοι το Κουβούκλιο. Τότε οι Καθολικοί εξεμάνισαν κατά των Αδελφών και επιτέθηκαν εναντίον τους. Έναν μοναχό, τον Κλήμεντα τον χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι και τον θανάτωσε την 3η Μαρτίου ένας Ισπανός φράρος. Έναν άλλο αδελφό από τη Μακεδονία, τον Μακάριο, τον εγκατέλειψαν μισοπεθαμένο, όπως και τον Σκευοφύλακα Ζακχαίο. Οι δικαστές της πόλης (καθώς και δυτικοί ιστορικοί) προσπάθησαν να συγκαλύψουν την υπόθεση με τη δικαιολογία, ότι δεν μπορούσαν να ξεδιαλύνουν, ποιος ξεκίνησε τα επεισόδια. Για τη δολοφονία του Κλήμεντα και το θανάσιμο τραυματισμό του Μακαρίου και του Ζακχαίου δεν μπόρεσαν ν' αποφανθούν.
Στη συνέχεια και με το θάρρος της ατιμωρησίας, ο κόμης Charles De Noitel και οι συνεργοί του προέβησαν σε νέες προκλήσεις. Διερχόμενοι από ελληνικό μοναστήρι επιτέθηκαν εναντίον των πατέρων και ξέσχισαν τα καλυμμαύχια τους. Έγραψε ο ίδιος εκφοβιστική επιστολή στο γέροντα τέως Πατριάρχη Νεκτάριο, αυτόπτη μάρτυρα της σκηνής, και τον ανάγκασε να φύγει από τα Ιεροσόλυμα και να μεταβεί στην Αίγυπτο. Νέα προκλητική ενέργεια εκ μέρους του πρεσβευτή, με στόχο τον Ι. Ν. της Βηθλεέμ απέτυχε. Σχεδίαζε ο πονηρός Φράγκος να καταλάβει το Ναό αιφνιδιαστικά, αλλά το πληροφορήθηκε ο ηγούμενος Κύριλλος2 και ενημέρωσε τους Ορθοδόξους της Βηθλεέμ, που πλήρωσαν τον Ναό και περέμειναν μέχρι την πάροδο του κινδύνου.
Η επόμενη αρπακτική επιβουλή του De Noitel στόχευσε το κίονα επί του οποίου μαστιγώθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Με κάθε μυστικότητα οι Λατίνοι σχεδίασαν την αρπαγή του την νύκτα της Μεγάλης Τρίτης, όταν οι Ορθόδοξοι θα έλειπαν στον Ιορδάνη. Κρύφτηκαν, μάλιστα, στο παρεκκλήσιο το Ακάνθινος Στέφανος. Η παρουσία τους έπεσε στην αντίληψη των Αγιοταφιτών Πατέρων. Αυτοί ειδοποίησαν τις αρχές, οι οποίες επενέβησαν αμέσως. Έτσι, λοιπόν, απέτυχε και αυτή η προσπάθεια των κακοδόξων.
Εφόσον δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν τετελεσμένο, με την αρπαγή όσο των δυνατόν περισσότερων προσκυνημάτων, οι Φράγκοι απεσταλμένοι μετέβησαν στην Κωνσταντινούπολη, διεκδικώντας την κυριότητα αυτών. Ο Πατριάρχης Δοσίθεος βρισκόταν την εποχή εκείνη στο Βελιγράδι. Μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα έγραψε επιστολή στον επίτροπο του Μεγάλου Βεζύρη, καρά Μουσταφά, συνοδευομένη με το ανάλογο μπαξίσι (500 χρυσά φλουριά) για να τον προδιαθέσει ευμενώς προς τα ελληνορθόδοξα δίκαια. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη, διερχόμενος τις Σέρρες, το Μελένικο, τη Φιλιππούπολη, την Ανδριανούπολη. Έφτασε στην Πόλη τον Νοέμβριο του 1674 και ξαναγύρισε στην Ανδριανούπολη, διότι εκεί βρισκόταν ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ' και ο Μέγας Βεζύρης Αχμέτ Κιοπρουλής. Η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε να γίνει στις 5 Φεβρουαρίου του 1675. Εκεί συγκεντρώθηκε πλήθος πιστών προς στήριξη του αγωνιστή Πατριάρχη. Στην προσπάθειά του αυτή τον συνέδραμαν συνεργάτες, όπως ο Φιλόθεος και ο Κωνσταντίνος Τραπεζούντιος3.
Τους Καθολικούς έσπευσαν να συνδράμουν, με την αίγλη του αξιώματός τους, πρίγκιπες της Φραγκιάς. Αυτή συνάχθηκαν στην αριστερή πτέρυγα της αίθουσας, ενώ οι Ρωμηοί στην δεξιά. Στην αγόρευσή του ο Πατριάρχης Δοσίθεος χρησιμοποίησε την τουρκική και αραβική γλώσσα, τις οποίες κατείχε και μιλούσε άπταιστα. Υπενθύμισε στον Μεγάλο Βεζύρη την συμφωνία που είχε κάνει το 637 ο Ουμάρ με τον τότε Πατριάρχη Σοφρώνιο, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης στους Άραβες4. Συμφωνία, βάσει της οποίας, οι Ρωμηοί διατηρούσαν τον έλεγχο των προσκυνημάτων. Συνέχισε την παράθεση ιστορικών στοιχείων υπενθυμίζοντας ότι ο Σαλαντίν, όταν εξεδίωξε τους σταυροφόρους από τους Αγίους Τόπους, σεβάστηκε την προηγούμενη συνθήκη. Το ίδιο έπραξε και ο σουλτάνος Σελήμ. Ακολούθως έφτασε στο παρόν, υπογραμμίζοντας την εγκληματική συμπεριφορά των Δυτικών, τη δολοφονία του πατέρα Κλήμεντα και το θανάσιμο τραυματισμό των π. Μακαρίου και π. Ζακχαίου, καθώς και όσες ληστρικές επιδρομές επιχείρησαν, προς κατάληψη προσκυνημάτων και φυσικά την αναστάτωση, την οποία επέφεραν στην Αγία Πόλη. Τελειώνοντας την αγόρευσή του αιτήθηκε τέσσερα σημεία από τον Μεγάλο Βεζύρη. Πρώτον ν' αποδοθεί ο Πανάγιος Τάφος στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, δεύτερον αυτοδικαίως και ακωλύτως να επιτελούνται τα μυστήρια υπό της ιδιοκτησιακά κυρίαρχης Αγιοταφικής Αδελφότητος, τρίτον να επιτρέπεται να προσκυνούν και άλλες φυλές και τέταρτον να σταματήσουν οι επιβουλές των ετεροδόξων.
Η απάντηση του Μεγάλου Βεζύρη ήταν τυπικά νομικίστικη, ζητώντας τα νεώτερα έγγραφα Οθωμανών Σουλτάνων και παρατρέχοντας τα παλαιότερα έγγραφα και συμφωνίες. Δυστυχώς το διάταγμα του Σουλτάνου Σελήμ βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Στη διάθεσή του είχε ο Δοσίθεος τα φιρμάνια των Σουλεϊμάν και Μουράτ Δ', με τα οποία τα προσκυνήματα κατοχυρωνόταν στον Πατριάρχη Θεοφάνη. Ειδικά το φιρμάνι του Μουράτ Δ' υπήρξε η βάση της υπεράσπισης των Ελληνορθόδοξων δικαιωμάτων. Την παραπάνω συμφωνία προσπάθησαν να προσβάλλουν οι Λατίνοι, κατά την προσφιλή τους συνήθεια με την παρουσίαση πλαστών εγγράφων5 , και συγκεκριμένα ερμηνεία της αμφισβητούμενης συνθήκης, του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϋράμ πασά, επί Σουλτάνου Μουράτ. Τότε ο Δοσίθεος, με τη φώτιση του Θεού, χρησιμοποίησε τις γνώσεις του στην αραβική και τουρκική γλώσσα για να καταδείξει την ψευδή ερμηνεία των Δυτικών και μάλιστα αμφισβήτησε ευθέως την ορθότητα της κακόβουλης ερμηνευτικής τους, εφόσον δεν γνώριζαν ούτε τη μια ούτε την άλλη γλώσσα. Ταυτόχρονα τους κατήγγειλε για δωροδοκία προκαλώντας την μήνιν του Μεγάλου Βεζύρη, ο οποίος ανεβόησε το Τζικ, που σημαίνει ότι έληξε η συνεδρίαση. Τοιουτοτρόπως οι Λατίνοι καταισχύνθηκαν και απελάθηκαν.
Γνώριζε, όμως ο Δοσίθεος την κακοβουλία των φράγκων, γι' αυτό φοβόταν αντίποινα εκ μέρους των. Πράγματι, ο De Noitel δεν πτοήθηκε, αλλά με την υποστήριξη του Αυστριακού και του Άγγλου πρεσβευτή στην Πύλη, υπέβαλε νότα (διαμαρτυρία) στην οποία εμπεριέχονταν θρασύτατες απειλές. Στην νότα ανταπάντησε ο Δοσίθεος με τη βοήθεια του Μεγάλου Διερμηνέως Παναγιωτάκη Νικουσίου παρουσιάζοντας με θάρρος την δική του δραστηριότητα. Ο Μέγας Βεζύρης επέμεινε στην αρχική του απόφαση, να παρουσιάσουν δηλ. οι Λατίνοι Σουλτανικό Φιρμάνι, νεώτερο του Ρωμαίικου που να συνηγορεί στις απαιτήσεις τους. Εις μάτην, διότι τέτοιο διάταγμα δεν υπήρχε. Περίμενε επί εξάμηνο ο Πατριάρχης στην Ανδριανούπολη την οριστική απόφαση. Αυτή εκδόθηκε την 15η Αυγούστου, αλλά και πάλι απαιτούνταν χρήματα για την σύνταξη του διατάγματος και την ανακοίνωσή του. Αυτά συγκεντρώθηκαν με πολύ κόπο και με στερήσεις εκ μέρους των Ρωμηών. Η τελεσίδικη απόφαση ανακοινώθηκε την 26η Οκτωβρίου του 1675 και βάσει αυτής τα προσκυνήματα παρέμεναν στην ιδιοκτησία των Ελλήνων Ορθοδόξων. Αξίζει να σημειωθεί η βοήθεια που παρείχε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, προσωπικός φίλος του Βεζύρη Κιοπρουλή, όπως και η ακόλουθη δήλωσή του στον Noitel: «οι Γάλλοι είναι αναμφιβόλως φίλοι, αλλά τους ηύρον παντού μετά των εχθρών μας».
Έχοντας τα απαιτούμενα διατάγματα στη διάθεσή του ο Δοσίθεος, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα τον Ιανουάριο του 1676, συνοδευόμενος υπό κρατικού υπαλλήλου. Τα προσκυνήματα καθαρίσθηκαν από κάθε ένδειξη της κακόδοξης παρουσίας, οι δε Λατίνοι δεν μπόρεσαν να αντιδράσουν (φανερά) εξαιτίας της επίδειξης του Διατάγματος. Και λέμε φανερά, διότι επικέντρωσαν την αντίδρασή τους σχεδιάζοντας μυστικά την δολοφονία του Πατριάρχη. Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του πραγματοποιήθηκε το Πάσχα και «στέφθηκε» από πλήρη αποτυχία. Επαναλήφθηκε όταν αυτός διέρχονταν την Βηρυτό και σώθηκε διότι ορθά υποψιασμένος είχε ενδυθεί τούρκικη περιβολή. Ήρθε για δεύτερη φορά στην Ανδριανούπολη για να ανανεώσει το Διάταγμα, διότι πληροφορήθηκε τις ενέργειες της μυστικής δυτικής διπλωματίας προς ακύρωσή του.
Συντονισμένη προσπάθεια εκ μέρους των πρεσβευτών Γαλλίας, Αυστρία, Βενετίας, επαναλήφθηκε το 1677 με την συνδρομή εκτάκτου απεσταλμένου από την Πολωνία. Δαπάνησε, τότε ο Δοσίθεος 15.000 γρόσια (καρπό της περιοδείας του στη Βλαχία) για την αντιμετώπιση της διπλωματικής επίθεσης. Κατόρθωσε να προμηθευτεί νέα διατάγματα, με τα οποία απαγορευόταν στους θυρωρούς του Ναού της Αναστάσεως να ανακατεύονται στις υποθέσεις αυτού, εμποδίζονταν οι αυθαιρεσίες των Λατίνων, επικυρώνονταν δια παντός τα δικαιώματα των Ελλήνων στα Πανάγια Προσκυνήματα.
Οι προσπάθειες των Λατίνων δεν σταμάτησαν και οι ίδιοι δεν πτοήθηκαν από τις συνεχείς αποτυχίες τους. Θεομάχοι όντες δεν στεναχωρούνταν ιδιαίτερα να γίνουν και Εκκλησιομάχοι, ειδικά μετά τη σύμπραξή τους με τους Αρμένιους. Συνέχισαν τις προσπάθειές τους για κατάληψη των προσκυνημάτων, χρησιμοποιώντας κάθε νόμιμο ή παράνομο μέσο (αφού στην κακοδοξία τους ο σκοπός αγιάζει τα μέσα) κάθε μέσο πολιτικής αλλά και στρατιωτικής πίεσης προς την Υψηλή Πύλη. Αυτοί που τώρα αντιμάχονταν τα ελληνορθόδοξα δίκαια θα μετατρέπονταν ενάμιση αιώνα μετά σε «Προστάτιδες Δυνάμεις» του Νέου Ελληνισμού (επρόκειτο για νέα ονοματοδοσία), στην πραγματικότητα, όμως σε χαλιναγωγούς της δυναμικής της αναγεννημένης Ρωμηοσύνης. Οι προσπάθειες καταστρατήγησης των ελληνορθόδοξων συμφερόντων και δικαιωμάτων συνεχίζονται στις ημέρες μας με αμείωτη ένταση. Συμφέρον και υποχρέωση όλων των Ρωμηών είναι η διαφύλαξη της ελληνικής σημαίας που κυματίζει στα Πανάγια προσκυνήματα καθώς και η υλική και ηθική συμπαράσταση, κατά το μέτρο του δυνατού, στην Αγιοταφική Αδελφότητα και το Πατριαρχείο.
- 1. Οι Καλβινιστές θεωρούν τον Λούκαρη ότι καλβινίζει. Αυτό δεν το δέχεται η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και υποστηρίζει ως άψογη τη στάση του Λούκαρη. Αντίθετα, η στάση των καλβινιστών θεωρείται αναίσχυντη και απατηλή. Τη διαφορά αυτή κατέδειξε η Σύνοδος του 1672 στα Ιεροσόλυμα και η ορθή διατύπωση από τον Δοσίθεο. Η χρησιμοποίηση, όμως του όρου «μετουσίωση» εκ μέρους του έδωσε την αφορμή στους Καθολικούς να τον κατηγορήσουν για εκλατινισμό. Βέβαια, η μέχρι τότε δράση του - που προοιώνιζε την μετέπειτα- τους είχε ανησυχήσει και θέλαν να τον δυσφημήσουν στους Ορθοδόξους και ν' ακυρώσουν τους αγώνες του. Δεν το πέτυχαν. Στη συνέχεια το 1690 με την Τρίτη έκδοση της ομολογίας του διόρθωσε τη διατύπωση και στράφηκε εντατικότερα κατά των Λατίνων.
- 2. Την πληροφορία έλαβε ο ηγούμενος Κύριλλος από έναν υπηρέτη του Γάλλου πρέσβη, ρομανικής καταγωγής. Στη δυτική βιβλιογραφία, όταν συναντούμε τη διατύπωση «ρομανική καταγωγής» αντιλαμβανόμαστε «Ρωμαίου/Ρωμηού». Και, βέβαια, δεν ξεχνάμε ότι η περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είναι ο ΙΖ' αιώνας, κάτι που ανάγει τη σκέψη μας στον π.Ιωάννη Ρωμανίδη και στην ορθότητα των διατυπωμένων υπ' αυτού πληροφοριών περί υπόδουλης Ρωμηοσύνης στη Δύση.
- 3. Καταγόταν από ονομαστή οικογένεια της εποχής και είχε γνώσεις κανονικού δικαίου. Είχε διακονήσει τον τέως Πατριάρχη Ιεροσολύμων Παΐσιο στις υπηρεσίες του Παναγίου Τάφου και είχε βοηθήσει πλήθος πιστών με τις γνώσεις του.
- 4. Ήταν αυτή η συμφωνία που είχε αναδείξει το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων σε Εθναρχία των υπόδουλων στους Άραβες, Ρωμηών. Ακολουθώντας αυτήν την πάγια πολιτική ο Μωάμεθ ο Πορθητής θα αναδείκνυε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σε Εθναρχία των υπόδουλων στους Τούρκους, Ρωμηών οκτώ αιώνες μετά.
- 5. Να υπενθυμίσουμε περιβόητες περιπτώσεις πλαστογραφίας των Δυτικών, όπως η Κωνσταντίνεια Δωρεά και οι Ψευδο-Ισιδώρειες Διατάξεις. Γι' αυτά μπορεί ο αναγνώστης να επισκεφτεί την διεύθυνση και να πληροφορηθεί περισσότερα.
Στέφανος Χατζησταματίου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Κατσαρού, Τρύφωνος, Ιερομονάχου Καθηγητού Θεολόγου, Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, Αθήνα 1997.2) Παπαδόπουλου, Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ιεροσόλυμα 1910.3) Καλλίστου, Αρχιμανδρίτη, Ο Πατριάρχης Δοσίθεος (1669-1707) και η επ' αυτού κατάληψις των ιερών προσκυνημάτων υπό των Λατίνων, εν Νέα Σιών 24, Ιεροσόλυμα 1929, σελ. 98-114, 162-171.4) Καρμίρη, Ιωάννη, Η ομολογία της ορθοδόξου πίστεως του πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσίθεου, εν Θεολογία 19 - 20.5) Καρμίρη, Ιωάννη, Η εν Βηθλεέμ και Ιεροσολύμοις σύνοδος του 1672 υπό τον πατριάρχην Δοσίθεον, εν Νέα Σιών 50, Ιεροσόλυμα 1955, σελ.25-56.6) Καρμίρη, Ιωάννη, λήμμα Δοσίθεος, εν ΘΗΕ τ.5 σελ. 181-197, Αθήνα 1964.