Ἡ πολιτιστική ἀκτινοβολία τοῦ Βυζαντίου στούς βαλκανικούς λαούς
Ὁρόσημο στὴν ἱστορία τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ γεγονὸς κοσμοϊστορικῆς σημασίας ὑπῆρξε ἡ ἀπόφαση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸ 324 νὰ ἱδρύσει μία νέα πρωτεύουσα ἀντὶ τῆς γερασμένης καὶ εἰδωλολατρικῆς Ρώμης.
Ἡ προτίμηση γιὰ τὴ νέα πρωτεύουσα δόθηκε στὸ Βυζάντιο μὲ τὴν προνομιοῦχο γεωγραφικὴ θέση. Κτισμένη σὲ μία φυσικὰ ὀχυρὴ θέση, στὸ σταυροδρόμι δύο ἠπείρων, ἐκεῖ ὅπου σμίγει ἡ Εὐρώπη μὲ τὴν Ἀσία, στὸ πέρασμα τῶν μεγάλων χερσαίων καὶ θαλασσίων ὁδῶν, ἡ ἀρχαία ἀποικία τῶν Μεγαρέων ἀπὸ τὸ 660 π.Χ. γνώρισε μία ἐμπορικὴ ἄνθηση καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ πολιτικὸ ρόλο στὰ ρωμαϊκὰ χρόνια. Ἡ ἰδέα γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Νέας Ρώμης, ὅπως λέγει ὁ Κωνσταντῖνος σὲ νόμο του, τοῦ ὑποβλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 324 πραγματοποιήθηκε ὁ «πολισμός», δηλ. ἡ πανάρχαια ρωμαϊκὴ τελετὴ τῆς ἱδρύσεως, καὶ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τῆς πόλης.
Ἡ Νέα Ρώμη κληρονόμησε τὶς δύο ἰδιότητες τῆς παλαιᾶς, τὴν aeternitas καὶ τὴν renovatio, τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀνανέωση. Οἱ δύο αὐτὲς ἰδιότητες θὰ περάσουν ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα στὴν ἴδια τὴν αὐτοκρατορία, θὰ ἀποκτήσουν μυστικιστικὴ σημασία καὶ θὰ συνδεθοῦν μὲ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή της ὡς τὸ τέλος. Ἡ πόλη τοῦ Κωνσταντίνου κοσμήθηκε μὲ μεγαλόπρεπα οἰκοδομήματα, ἔργα τέχνης ἀπὸ τὰ μεγάλα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ μεταφέρθηκαν στὶς ἀκτὲς τοῦ Βοσπόρου. Σὲ λίγα χρόνια ἡ Κωνσταντινούπολη θὰ ξεπεράσει σὲ μέγεθος καὶ εὐδαιμονία κάθε ἄλλη πόλη, θὰ γίνει τὸ κέντρο τῆς οἰκουμένης, ὁ «ὀμφαλὸς τῆς γῆς».
Ἡ μεταφορὰ τῆς πρωτεύουσας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὴν Ἀνατολὴ σήμαινε ἀλλαγὴ τοῦ πολιτικοῦ της προσανατολισμοῦ ἀλλὰ καὶ τοῦ τρόπου σκέψης καὶ ζωῆς. Ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινούπολης συμβολίζει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, τὸ συνταίριασμα τῆς ρωμαϊκῆς πολιτικῆς ἰδεολογίας μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, διαποτισμένα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ. Στὰ χρόνια τοῦ Κωνσταντίνου ἀναγνωρίζεται ὁ χριστιανισμὸς ὡς ἰσότιμη θρησκεία μὲ τὶς ἄλλες, ἐνῷ στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο τὸν Μέγα ὡς ἡ ἐπίσημη θρησκεία τοῦ κράτους. Μὲ τὸν καιρὸ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα θὰ ἐκτοπίσει τὴν λατινικὴ ἀπὸ τὸν κρατικὸ μηχανισμό. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ τὸν 6ο αἰ. οἱ νόμοι συντάσσονται στὴν ἑλληνικὴ καὶ τὸν 7ο αἰ. ἡ ἑλληνικὴ ἔχει ἐπικρατήσει ὡς ἡ κατεξοχὴν ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ κράτους. Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα καὶ παιδεία στηρίχθηκε ἡ πνευματικὴ δημιουργία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἔδωσε τὰ ἐκφραστικὰ μέσα, γιὰ νὰ ἀποδώσει ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία τὰ δικά της νοήματα καὶ τὶς δικές της ἀλήθειες.
Ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς στὶς 29 Μαΐου τοῦ 1453 σημαδεύει τὸ τέλος τῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ πολιτιστικὰ ὅμως ἐπιτεύγματα ἐπέζησαν καὶ τοὺς μετέπειτα αἰῶνες, ὄχι μόνο στὰ ἐδάφη τῆς πρώην αὐτοκρατορίας ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους λαοὺς ποὺ εἶχαν δεχθεῖ βαθιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου.
Στὴν ὑπερχιλιόχρονη ἱστορική του διαδρομή, ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 15ο αἰ., τὸ Βυζάντιο εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ποικιλώνυμους ἐχθροὺς τόσο στὴν Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὰ εὐρωπαϊκὰ ἐδάφη. Οἱ μετακινήσεις λαῶν στὴν Κεντρικὴ Ἀσία καὶ τὸν Καύκασο ἀναγκάζουν ἄλλους λαοὺς νὰ μετακινηθοῦν πρὸς τὰ δυτικά. Τὸν 3ο καὶ 4ο αἰ. γοτθικὰ καὶ οὐννικὰ φύλα περνοῦν ἐπανειλημμένα τὸ βόρειο σύνορό της αὐτοκρατορίας, τὸν Δούναβη, λεηλατοῦν καὶ καταστρέφουν τὴν ὕπαιθρο χώρα. Ἡ περίοδος ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὸν 7ο αἰ. χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ μόνιμη ἐγκατάσταση ξένων φύλων, κυρίως σλαβικῶν, στὴ Βαλκανικὴ καὶ τὴν ἵδρυση κρατικῶν μορφωμάτων ποὺ ἀποξενώνουν σιγὰ σιγὰ τὴ Βαλκανικὴ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Τὸν 7ο αἰ. οἱ Σλάβοι ἀρχίζουν νὰ ἐγκαθίστανται στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Πρόκειται γιὰ ἐγκατεσπαρμένους ἀγροτικοὺς οἰκισμοὺς σὲ περιοχὲς δύσβατες, κοντὰ σὲ κοιλάδες ποταμῶν καὶ ἕλη ποὺ ὀνομάζονται στὶς πηγὲς Σκλαβηνίαι. Σταδιακὰ οἱ σλαβικοὶ πληθυσμοὶ ἀποδυναμώνονται καὶ μὲ διάφορα μέτρα, στρατιωτικά, διοικητικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐνσωματώνονται στὴ βυζαντινὴ κοινωνία ἐξελληνίζονται καὶ ἀφομοιώνονται. Διαφορετικὴ ὅμως ἦταν ἡ τύχη τῶν σλαβικῶν φύλων ποὺ εἶχαν ἐγκατασταθεῖ μεταξὺ Δούναβη καὶ Αἵμου. Στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰ. περνᾶ τὸν Δούναβη ἕνας λαὸς τουρκικός, οἱ Βούλγαροι, ὑποτάσσουν τοὺς Σλάβους, τοὺς χρησιμοποιοῦν ὡς «συμμάχους» καὶ ἐπιχειροῦν ἐπιδρομὲς στὰ βυζαντινὰ ἐδάφη. Τὸ 681 τοὺς ἀναγνωρίζεται ἡ μόνιμη ἐγκατάσταση στὴ ΒΑ Θράκη μεταξὺ Δούναβη, Αἵμου καὶ Εὔξεινου Πόντου. Ἀπὸ τότε οἱ Βούλγαροι θὰ ἀποβοῦν ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός της αὐτοκρατορίας στὴ χερσόνησο τοῦ Αἵμου. Μὲ τὸν καιρὸ οἱ Βούλγαροι θὰ καμφθοῦν ἀπὸ τὸν καταθλιπτικὸ ὄγκο τῶν Σλάβων. Ἡ συγχώνευση γίνεται βαθμιαῖα. Στὸ νέο κράτος οἱ Βούλγαροι ἔδωσαν τὸ κρατικὸ πλαίσιο, τὴν κρατικὴ ὀργάνωση καὶ οἱ Σλάβοι τὴ λαϊκὴ βάση καὶ τὴ γλῶσσα. Ἔτσι προέκυψε τὸ σλαβικὸ βουλγαρικὸ κράτος καὶ ἔθνος. Στὰ χρόνια τοῦ Ἡρακλείου (610- 641) χρονολογεῖται ἡ κάθοδος καὶ ἄλλων σλαβικῶν φύλων, τῶν Σλοβένων, Κροατῶν καὶ Σέρβων, καὶ ἡ ἐγκατάστασή τους στὴ ΒΔ Βαλκανική. Σταθμὸς στὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη καὶ γενικότερη ἐξέλιξη τῶν Σλάβων ὑπῆρξε ὁ ἐκχριστιανισμός τους καὶ ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τὸν 9ο αἰ. Τὸ 862/3 ὁ ἡγεμόνας Μ. Θεοδόσιος Βασίλειος ὁ Β΄ 77 τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας Ραστισλάβος ζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Μιχαὴλ Γ’ τὴν ἀποστολὴ Ἑλλήνων κληρικῶν, ποὺ νὰ διδάξουν τὸν χριστιανισμὸ στὴ γλῶσσα τοῦ λαοῦ του.
Τὸ ἱεραποστολικὸ αὐτὸ ἔργο ἀνέλαβαν οἱ δύο Ἕλληνες ἀδελφοὶ Κωνσταντῖνος, γνωστὸς μὲ τὸ μοναχικὸ ὄνομα Κύριλλος ποὺ τὸ πῆρε λίγο πρὶν πεθάνει στὴ Ρώμη, καὶ ὁ Μεθόδιος. Γεννημένοι στὴ Θεσσαλονίκη, γιοὶ ἀνώτερου στρατιωτικοῦ ἀξιωματούχου, μὲ ἐξαίρετη ἑλληνικὴ παιδεία συνέχισαν τὶς σπουδές τους στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἀναλάβει διπλωματικὴ ἀποστολὴ στοὺς Ἄραβες καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο στοὺς Χαζάρους, ὅπου ὑπῆρχε ὀργανωμένη ἰουδαϊκὴ καὶ μουσουλμανικὴ κοινότητα. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Βυζαντίου, ἐμπνευστὴς τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε ὁ Πατριάρχης Φώτιος-ὁ μεγαλύτερος λόγιος του 9ου αἰ.- προέβλεπε τὴ διδασκαλία τοῦ χριστιανισμοῦ στὴ γλῶσσα τῶν νεοφωτίστων καὶ ὄχι στὴ λατινική, ὅπως συνήθιζε ὁ δυτικὸς κλῆρος.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως προσφορὰ τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἡ ἐφεύρεση τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου. Ὣς τότε οἱ Σλάβοι δὲν εἶχαν γραφή. Οἱ δύο ἀδελφοὶ μετέφρασαν τὴ Βίβλο καὶ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία στὴ σλαβική. Ἡ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου εἶχε ὡς συνέπεια τὴ διαμόρφωση τῆς πρώτης φιλολογικῆς σλαβικῆς γλώσσας, τῆς παλαιοσλαβικῆς, καὶ ἔθεσε τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς σλαβικῆς φιλολογίας. Δικαιολογημένα λοιπὸν οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀποκαλοῦνται «ἀπόστολοι τῶν Σλάβων», καὶ ὄχι, ὅπως λένε πολλοί, διαστρεβλώνοντας τὴν ἀλήθεια «Σλάβοι ἀπόστολοι». Τὸ 864 ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων Βόρις γιὰ πολιτικοὺς κυρίως λόγους βαπτίζεται καὶ παίρνει τὸ ὄνομα τοῦ ἀναδόχου του αὐτοκράτορα Μιχαήλ. Ἀπὸ τότε στὸ πρωτόκολλο τῆς βυζαντινῆς αὐλῆς ὁ ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων ἀποκαλεῖται «πνευματικὸν τέκνον» τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Βουλγάρων προχώρησε ταχύτατα χάρη στὴ δραστηριότητα τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίλλου καὶ τοῦ Μεθοδίου, ποὺ διωγμένοι ἀπὸ τὴ Μοραβία ἔγιναν δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Βόρι, δίδαξαν τὸ σλαβικὸ ἀλφάβητο καὶ συνέβαλαν στὸν ἐκσλαβισμὸ τῶν Βουλγάρων. Ὣς τότε, στὰ ἐπίσημα κείμενα τοῦ βουλγαρικοῦ κράτους καὶ σὲ ἐπιγραφὲς λίθινες ποὺ ἐξιστοροῦσαν τὰ κατορθώματα τῶν ἡγεμόνων τους χρησιμοποιοῦνταν ἡ ἑλληνική. Οἱ Σέρβοι ἐκχριστιανίστηκαν γύρω στὸ 867-874 στὰ χρόνια του Βασιλείου Α’, καὶ στὴν Κροατικὴ Παννονία ἑδραιώθηκε ὁ χριστιανισμὸς τὴν ἴδια ἐποχή, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ ἐργάστηκε ἐκεῖ ὁ Μεθόδιος. Οἱ χριστιανικὲς βίβλοι ποὺ διέδωσε τὸ Βυζάντιο στοὺς διάφορους αὐτοὺς λαούς, διαδόθηκαν μεταφρασμένες στὴ γλῶσσα τους καὶ ἀποτέλεσαν τὶς ἀπαρχὲς τῆς ἐθνικῆς τους λογοτεχνίας. Δημιουργήθηκε ἔτσι ἕνα ἑνιαῖο ὑπόβαθρο τοῦ πολιτισμοῦ τῶν βαλκανικῶν λαῶν κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ὅπως παρατήρησε ὁ μεγάλος βυζαντινολόγος F. Dolger.
Ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἐμφανὴς στὴν πολιτικὴ ἰδεολογία. Βούλγαροι καὶ Σέρβοι ἡγεμόνες ἀποδύονται σὲ αἱματηροὺς πολέμους γιὰ τὴν κατάκτηση ἐδαφῶν καὶ τῆς ἴδιας τῆς ἕδρας τῆς αὐτοκρατορίας, αὐτοτιτλοφοροῦνται αὐτοκράτορες. Ἡ αὐλικὴ ἐθιμοτυπία, οἱ τίτλοι, ἡ γραμματεία στὴ Βουλγαρία καὶ τὴ Σερβία μιμοῦνται τὰ βυζαντινὰ πρότυπα. Ἡ διοίκηση εἶναι ὀργανωμένη ὅπως ἡ βυζαντινὴ, καὶ ἡ ὁρολογία ἔχει παραληφθεῖ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἰδιαίτερα εἶναι φανερὴ ἡ ἐπίδραση στὸν τομέα τοῦ δικαίου. Ἡ «Ἐκλογὴ» τῶν Ἰσαύρων μεταφράστηκε πιστὰ ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, ἐνῷ τὸ νομοθετικὸ ἔργο τοῦ Σέρβου Στέφανου Δουσὰν τὸν 14ο αἰ. ἔχει δεχτεῖ ἐπιδράσεις ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ Δίκαιο σὲ ὁρισμένους τομεῖς.
Ἡ πολιτιστικὴ ἑνότητα τῶν βαλκανικῶν λαῶν καὶ ἡ ἐπίδραση τοῦ Βυζαντίου εἶναι πιὸ ἔκδηλη στὸν τομέα τῆς φιλολογικῆς παραγωγῆς. Ἡ σλαβικὴ μεσαιωνικὴ φιλολογία ἀποτελεῖται σχεδὸν ἀπὸ μεταφράσεις καὶ ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων. Μεταφράσεις ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἀλλὰ καὶ προσωπικὲς ἐπεξεργασίες βυζαντινῶν ἔργων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους διασκευαστὲς εἶναι τὰ δημιουργήματα τῆς τελευταίας ἄνθησης τῆς βουλγαρικῆς φιλολογίας τὸ δεύτερο μισό τοῦ 14ου αἰ. ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Τερνόβου Εὐθύμιο καὶ τῆς σχολῆς του. Διὰ μέσου αὐτῶν ἔγιναν γνωστὰ καὶ στοὺς ἄλλους σλαβικοὺς λαοὺς καὶ κυρίως στοὺς Ρώσους τὰ ἀντίστοιχα βυζαντινὰ ἔργα. Μυθιστορήματα καὶ ἄλλα λαϊκὰ ἀναγνώσματα, βίοι ἁγίων, βροντολόγια, ὀνειροκρίτες, σεισμολόγια κ.ἄ. εἶχαν εὐρεία διάδοση.
Ὁ μεγαλύτερος παράγοντας τῆς βυζαντινῆς ἀκτινοβολίας ὑπῆρξε ὁ μοναχισμός. Βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸν βυζαντινό, ὁ σλαβικὸς μοναχισμὸς εἶναι γεμᾶτος μυστικισμό. Στὸ τέλος τοῦ 12ου αἰ. μονάζει στὴ μονὴ Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ γιὸς τοῦ Σέρβου ἡγεμόνα Σάββας καὶ λίγο ἀργότερα καὶ ὁ πατέρας του Στέφανος Νεμάνια μονάζει μὲ τὸ ὄνομα Συμεών. Ἱδρύουν τὸ σερβικὸ μοναστήρι τοῦ Χιλανδαρίου. Ἰδιαίτερα ἔντονη εἶναι ἡ βυζαντινὴ ἐπίδραση στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ τὴ ζωγραφική, τὴν ὁποία ἀσκοῦν κυρίως ἐπιφανεῖς Ἔλληνες ζωγράφοι.
Τέλη τοῦ 13ου καὶ τὸν 14ο αἰ. παράλληλα μὲ τὴν Κωνσταντινούπολη ἡ Θεσσαλονίκη ἀποτελεῖ ἕνα δυναμικὸ καλλιτεχνικὸ κέντρο, μὲ τέσσερα ἢ πέντε τουλάχιστον σύγχρονα ἐργαστήρια μὲ ἐπώνυμους καλλιτέχνες. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς τέχνης ἐκδηλώνεται τόσο μὲ τὴν μετακίνηση τῶν καλλιτεχνῶν ὅσο καὶ μὲ τὴ μεταφορὰ κινητῶν ἔργων στὶς ἀκμαιότερες χῶρες ποὺ γειτόνευαν μὲ τὸ Βυζάντιο. Ὡστόσο, παρόλο ποὺ τὰ πνευματικὰ δημιουργήματα τῶν σλαβικῶν λαῶν ἔχουν τὶς ρίζες τοὺς ἄμεσες ἢ ἔμμεσες στὸ Βυζάντιο, οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ δημιούργησαν καὶ πρωτοτύπησαν στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ. Τὸ Βυζάντιο λοιπὸν ἔχει ἰδιαίτερη σημασία τόσο γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες, καθὼς διέσωσε τοὺς πνευματικοὺς καὶ καλλιτεχνικοὺς θησαυροὺς τῆς ἀρχαιότητας καὶ κάτω ἀπὸ τὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ χριστιανισμοῦ ἀνέπτυξε νέα πολιτιστικὰ ἐπιτεύγματα, ὅσο καὶ γιὰ τοὺς λαοὺς τῆς Νοτιανατολικῆς Εὐρώπης καὶ τὴ Ρωσία, ποὺ μὲ τὸν ἐκχριστιανισμὸ καὶ τὴ δημιουργία τοῦ σλαβικοῦ ἀλφαβήτου τοὺς εἰσήγαγε στὴ χορεία τῶν πολιτισμένων λαῶν καὶ ἄσκησε βαθιὰ ἐπίδραση σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τοῦ βίου τους. Ὑπῆρξε τὸ πρότυπο γιὰ τὴν κρατικὴ καὶ ἐκκλησιαστική τους ὀργάνωση, τοὺς ἔδωσε τὰ μέσα ἔκφρασης. Ἡ βυζαντινὴ κληρονομία μαζὶ μὲ τὶς πρωτότυπες δημιουργίες τῶν λαῶν αὐτῶν συνέβαλε στὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἰδιομορφία τους ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη.
Ἀναδημοσίευση ἀπό 4-8-2016
Ἀλκμήνης Σταυρίδου-Ζαφράκα
ὁμότιμης καθηγήτριας Βυζαντινῆς Ἱστορίας
τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
https://enromiosini.gr/arthrografia/%ce%b7-%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%b1%ce%ba%cf%84%ce%b9%ce%bd%ce%bf%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b2%cf%85%ce%b6%ce%b1%ce%bd%cf%84/