Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο την άνοιξη του 1798. Το όνομά του έγινε γνωστό όταν συνέγραψε το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», το οποίο ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821, οι πρώτες δυο στροφές του οποίου έγιναν ο Ελληνικός εθνικός ύμνος το 1865.
Με τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η «Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», «Η Καταστροφή των Ψαρών», ο «Διάλογος», η «Γυναίκα της Ζάκυνθος».
Εκτός από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο «Κρητικός», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Πόρφυρας», «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος». Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο.
Νωρίτερα, μελέτησε συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα ως τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στην νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η «Ξανθούλα», η «Αγνώριστη», «Τα δυο αδέρφια» και η «Τρελή μάνα».
Σημαντική για την στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπ. Τρικούπη.