Περισσότερα από 400 οθωμανικά μνημεία, που ήταν δημόσια και κοινωφελή κτίσματα, καταγράφηκαν στην Ελλάδα και κηρύχθηκαν διατηρητέα ως το 2002, χωρίς να περιλαμβάνονται σε αυτά μικρότερα κτίσματα, όπως κρήνες, βρύσες, γέφυρες κ.ά.
Μετά το 2002, ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε, καθώς νέος νόμος προέβλεπε την ομογενοποίηση του τρόπου κήρυξης διατηρητέων μνημείων και την αυτόματη προστασία τους.
Στη διάρκεια σεμιναρίου, που διοργανώνει στο ΑΠΘ, από τις 26 έως τις 28 Φεβρουαρίου, το διατμηματικό πρόγραμμα μεταπτυχιακών της Πολυτεχνικής Σχολής, πρόκειται να παρουσιαστούν οι μέθοδοι αποκατάστασης πολλών σημαντικών οθωμανικών μνημείων, εντός και εκτός Ελλάδος, ο τρόπος διαχείρισής τους, καθώς επίσης ιστορικά και θεσμικά ζητήματα.
Για τους σκοπούς του σεμιναρίου έχουν κληθεί να συμμετάσχουν διακεκριμένοι επιστήμονες από Ελλάδα, Ιταλία, Τουρκία, Βοσνία Ερζεγοβίνη και Αίγυπτο, ώστε να αναδειχθούν οι πολιτισμικές συμπτώσεις στην αντιμετώπιση των μνημείων.
Για τους σκοπούς του σεμιναρίου έχουν κληθεί να συμμετάσχουν διακεκριμένοι επιστήμονες από Ελλάδα, Ιταλία, Τουρκία, Βοσνία Ερζεγοβίνη και Αίγυπτο, ώστε να αναδειχθούν οι πολιτισμικές συμπτώσεις στην αντιμετώπιση των μνημείων.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη του σεμιναρίου, αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΑΠΘ, Αιμιλία Στεφανίδου, τα περισσότερα από τα πιο αξιόλογα οθωμανικά μνημεία βρίσκονται στη βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία, Θράκη, Ηπειρο), στις περιοχές, δηλαδή, που εντάχθηκαν το 1912-'13 στο ελληνικό κράτος, καθώς και στα νησιά, που βρίσκονται κοντά στα τουρκικά παράλια (Λέσβος, Κως, Ρόδος). Ελάχιστα -και όχι τόσο σημαντικά- σώζονται στην περιοχή της Πελοποννήσου.
Ενδεικτικά της μορφολογίας τους, της αρχιτεκτονικής και κατασκευαστικής τους αξίας, αλλά και της σπανιότητάς τους είναι το μνημείο Ζιντζιρλί, στις Σέρρες, η αποκατάσταση του οποίου ολοκληρώθηκε πριν από περίπου τρία χρόνια και σήμερα παραμένει κενό. Επίσης, το Αλατζά Ιμαρέτ και το Μπέη Χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος), στη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, το τελευταίο χαρακτηρίζεται ως το καλύτερο στην Ελλάδα για τη μορφή, το μέγεθος, τη διακόσμηση, αλλά και την παλαιότητά του (15ος αιώνας). Ξεχωριστής σημασίας είναι και το Χαμσά Μπέη τζαμί (παλιό Αλκαζάρ) της Θεσσαλονίκης, το οποίο διαθέτει αυλή, που σώζεται ακόμη. Το Μπεζεστένι Σερρών και αυτό της Θεσσαλονίκης (15ος αιώνας) είναι τα μοναδικά σε όλη την επικράτεια, καθώς δεν σώζονται άλλα.
Σύμφωνα με την κ.Στεφανίδου, οι βασικότερες αιτίες καταστροφής των οθωμανικών μνημείων ήταν η ανάγκη της κοινωνίας να απαλλαγεί από τα σύμβολα του κατακτητή και της οθωμανικής ταυτότητας, μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, καθώς επίσης και η λανθασμένη χρήση τζαμιών και άλλων μνημείων από ιδιώτες.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Χαμάμ της Λάρισας, τμήματα του οποίου σώζονται μέσα σε νέες κατασκευές, ενώ άλλα στέγασαν εμπορικά καταστήματα.
Οι μιναρέδες και τα τζαμιά ήταν τα πρώτα κτίσματα, που δέχθηκαν καταστροφές, όχι μόνο κατά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους, αλλά επίσης από σεισμούς, ή από τον εκσυγχρονισμό των πόλεων, που ήθελαν να απομακρύνουν ανεπιθύμητα κτήρια προς εύρεση και αξιοποίηση ελεύθερου χώρου.
Η μεγαλύτερη προσπάθεια αποκατάστασης των οθωμανικών μνημείων εντοπίζεται από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, όταν σχετικές εργασίες άρχισαν να εντάσσονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα, μαζί με βυζαντινά και άλλα διατηρητέα κτήρια. Στη Θεσσαλονίκη, πολλές αποκαταστάσεις έγιναν μετά τον μεγάλο σεισμό.
omogeneia.ana-mpa.gr