Η εκκλησία του Αγίου Αχιλλείου στις ΠρέσπεςΗ ενδεκασέλιδη δακτυλόγραφη έκθεση του γραφείου Α2 της ΧVης Μεραρχίας έχει τίτλο: "Επί της καταστάσεως του πληθυσμού παραμεθορίου περιοχής Μεραρχίας" και είναι διαβαθμισμένη ως "άκρως απόρρητη". Τα συνημμένα της παραρτήματα, Α και Β, λανθάνουν. Συντάχθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1955, και όπως είθισται στις εκθέσεις αυτές, δίπλα στην ημερομηνία υπάρχει η συντομογραφία Σ.Τ.Γ. (: Στρατιωτικό Ταχυδρομικό Γραφείο) με τον κωδικό 917.Ο επιτηρούμενος πληθυσμός της XVης ΜεραρχίαςΗ περιοχή ευθύνης της XVης Μεραρχίας περιελάμβανε ολόκληρο τον νομό Καστοριάς --όρια 1951-- και το πρώην τμήμα Πρεσπών, που διοικητικά ανήκε στον νομό Φλωρίνης και αφορούσε την περιοχή που εκτείνεται δυτικά του Βαρνούντα (Περιστέρ), Βέρνου (Βιτσίου) και Τρικλαρίου όρους (Μάλι-Μάδι) και εκείνη εκατέρωθεν της Μικρής Πρέσπας, μέχρι την οροθετική γραμμή, στα βουνά της Σούα Γκόρα, που στην ιστοριογραφία για τον Εμφύλιο Πόλεμο έχει κωδικοποιηθεί ως χερσόνησος του Πυξού. Τουτέστιν την περιοχή των "άπαρτων κάστρων" (Γράμμος και Βίτσι), στην οποία έξι χρόνια πριν τη σύνταξη της συγκεκριμένης έκθεσης είχαν παιχτεί οι τελευταίες πράξεις του εμφυλίου δράματος.
Η αρχική ταξινόμηση της Μεραρχίας λαμβάνει ως βάση την "καταγωγή" και διαπιστώνει ισορροπία μεταξύ του γηγενούς σλαβόφωνου και ελληνόφωνου στοιχείου (39,84% και 40,33% αντίστοιχα), ενώ οι πρόσφυγες αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία, με 18,69%. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στο ελληνόφωνο στοιχείο η έκθεση σιωπηρά συμπεριλαμβάνει τους γηγενείς Βλάχους --δίγλωσσους ή μη-- των κοινοτήτων του Πισοδερίου, της Κλεισούρας και του Άργους Ορεστικού (Χρούπιστα), καθώς και τους προσφάτως εποικισθέντες Βλάχους από την Ήπειρο. Και επειδή οι καιροί είναι πονηροί, η ομαδοποίηση βάσει της "καταγωγής", ναι μεν παραμένει διαχρονική αξία των ελλήνων επιτελών, δεν επαρκεί όμως για την ακριβή περιγραφή του φρονήματός τους. Έτσι το γραφείο Α2 της Μεραρχίας περνά σε επιμέρους ταξινόμηση του "κράματος" των πληθυσμών της περιοχής, όπως το χαρακτηρίζει. Το "γηγενές Σλαυόφωνον" στοιχείο κατατάσσεται σε: "ξενοσυνειδήτους" (40%), "ρευστής συνειδήσεως" (50%) και "ελληνικής συνειδήσεως" (10%). Με άλλα λόγια το 90% των σλαβόφωνων θεωρούνται ύποπτοι για το στράτευμα και ως εκ τούτου το ηθικό τους κρίνεται "αδιαβάθμητον λόγω της συνθέσεώς των εκ ατόμων ξενοσυνειδήτων και ρευστής συνειδήσεως".
Η εδαφοποίηση του φρονήματοςΕπειδή όμως οι παραπάνω ταξινομήσεις και λίγο πολύ γνωστές είναι από τα χρόνια του Μεσοπολέμου και από μόνες τους δεν οδηγούν με τρόπο απτό στον έλεγχο και τη χειραγώγηση του πληθυσμού, το γραφείο Α2 προχώρησε στην περαιτέρω κατάτμηση της περιοχής ευθύνης του. Έτσι οι κατηγοριοποιήσεις αφορούν πια το έδαφος. Το σύνολο των οικισμών της περιοχής τεμαχίστηκε σε πέντε ενιαία γεωγραφικά "εδαφικά διαμερίσματα", βάσει εθνολογικών, ιστορικών και ιδεολογικών κριτηρίων.Η λογική της ταξινόμησης, η οποία εκτίθεται στη συνέχεια, σκιαγραφεί με τον πιο απτό τρόπο τη μετεμφυλιακή πρακτική του ελληνικού κράτους στη χωρική της διάσταση. Η διαβάθμιση "επικινδυνότητας" στην κλίμακα της εθνικοφροσύνης δεν περιορίζεται μόνο στο ατομικό ή κοινοτικό φακέλωμα, αλλά διαχέεται και στιγματίζει ανάλογα το έδαφος. Στόχος, η δημιουργία διακριτών χωρικών ζωνών ώστε η δέσμη των κατασταλτικών μέτρων και ο βαθμός εφαρμογής τους να ανταποκρίνονται στις "πραγματικές" για κάθε ζώνη "ανάγκες". Έτσι η λογική της μπάρας αποκτά μια εσωτερική-επιχειρησιακή διαβάθμιση, η οποία στα χέρια του στρατού μεταφράζεται στον βαθμό καταπίεσης, ευτελισμού και τρομοκρατίας που ασκούνται στα εδαφικά του διαμερίσματα. Οι αόρατες αυτές μπάρες ορίζουν τον διαφορετικό βαθμό επιβολής του στρατοκρατικού καθεστώτος με τα λόγια του Φίλιππου Δραγούμη.Η εκκαθάριση του εδάφους και η εξελλήνιση του τόπουΌπως θα φανεί στη συνέχεια, η αξιολόγηση της κατάστασης και τα ληπτέα μέτρα δεν αναλώνονται στην ελπίδα και συνακόλουθα στην προσπάθεια εξελλήνισης των γηγενών, αλλά σ' αυτήν καθ' εαυτή την εξελλήνιση του τόπου.
Η διαφορά δεν αποτελεί λογοπαίγνιο ούτε ρητορική ακροβασία. Αντίθετα, η παραπάνω διαπίστωση είναι ουσιαστική και ερμηνευτική μαζί, γιατί παραπέμπει στην κυρίαρχη αντίληψη των επιτελών και στο κεντρικό ζητούμενο της ελληνικής πολιτικής ως προς την περιπόθητη Μακεδονία, από τη δεκαετία του 1870 και εντεύθεν. Μια πολιτική που δεν βασίζεται στον αλυτρωτισμό, όπως τεχνηέντως έχει καλλιεργηθεί από τη δημόσια ιστορία, αλλά προσδιορίζεται από μια γεωπολιτική λογική, η οποία στοχεύει και διεκδικεί το έδαφος.Η δυσπιστία της XVης Μεραρχίας έναντι των επιμέρους διακρίσεων των σλαβοφώνων και συνακόλουθα η αμφιβολία της για τα αισθήματα ακόμη και των γκρεκομάνων αποτυπώνεται με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο όταν αναφέρεται στους επαναπατρισθέντες σλαβόφωνους φυγάδες. Οι τελευταίοι, λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν επί τη επανόδω τους, καθίστανται εχθροί "της Ελλάδος και του καθεστώτος έτι μάλλον, αφ' ου οι περισσότεροι είναι Σλαυϊκής συνειδήσεως και καταγωγής".Είναι προφανές εδώ ότι η καταληκτήρια λέξη καταγωγή συνδέεται νομοτελειακά με την εθνική συνείδηση. Συγχρόνως αποτελεί και τον εξηγητικό μίτο, πάλι νομοτελειακά, της εχθρότητας σύσσωμης της σλαβόφωνης κοινότητας απέναντι στην Ελλάδα και το καθεστώς της. Έτσι, με μια μονοκονδυλιά, καταστρατηγείται και μένει έκθετη η όλη διαδικασία κατάταξης σε κατηγορίες στην κλίμακα της εθνικοφροσύνης του γηγενούς σλαυοφώνου στοιχείου, αναιρείται η αιτιολογική της βάση, ενώ τα κριτήρια που επιστρατεύτηκαν μένουν μετέωρα.
Το όλο ζήτημα τοποθετείται σε γονιδιακή βάση, με αποτέλεσμα τόσο οι κοινωνικές επιστήμες όσο και η πολιτική να σηκώνουν ψηλά τα χέρια. Αντίθετα ο στρατός νιώθει απόλυτη ικανοποίηση, καθώς έτσι εξηγείται το τρισχιλιετές, το αδιάσπαστον και το ανάδελφον του έθνους. Όσο για τους εχθρούς, το μήνυμα είναι σαφές και κρυστάλλινο, αλλά όχι καινούργιο. Το έχει εκπέμψει η θεά ιστορία από τον καιρό του Βουλγαροκτόνου. Η XVη Μεραρχία, απλά, μας το υπενθυμίζει