Ιεχωβάδες, Προτεστάντες, φανατικοί Ισλαμιστές, Σαηεντολόγοι και διάφορες σατανιστικές οργανώσεις, έχουν διαπράξει άπειρες σκανδαλώδεις και παράνομες πράξεις χωρίς ουδέποτε να δουν το φώς της δημοσιότητας και τις αίθουσες των δικαστηρίων. Η προστασία των αιρέσεων και ο πόλεμος ενάντια στην ορθοδοξία είναι το αληθοφανές αποδεικτικό στοιχείο στο αντάρτικο των σιωνιστικών οργάνων.
Με επίσημες πράξεις από το 1847 έχουν περάσει στη Μονή Μεγίστης Λαύρας τα 38.000 στρέμματα της Σκύρου. Αυτό τονίζεται στην απάντηση
της Ιεράς Μονής μετά την έρευνα που διέταξε ο τέως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδάς.Η Μονή εκφράζει την «κατάπληξή» της για την παραγγελία του κ. Σανιδά και δηλώνει ότι θα εφοδιάσει «την ελληνική Δικαιοσύνη με όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι απλώς τίποτε επίμεμπτο δεν υφίσταται».
Ακόμη, σημειώνει ότι «η αλήθεια είναι θεαματικά απούσα» από όλα τα επίμαχα σημεία της υπόθεσης, όπως η διεκδίκηση 38.000 στρεμμάτων στη Νότια Σκύρο με βάση τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ο κρίσιμος ρόλος της γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί «απόσυρσης της αίτησης αναιρέσεως του Δημοσίου», η άποψη ότι η Δικαιοσύνη εξαπατήθηκε με ψευδή στοιχεία και ότι «η διεκδίκησή της κατοχυρώθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 3208/2003».
«Η Μεγίστη Λαύρα δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού. Κατά τρόπο αυτονόητο και κινούμενη στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και του νομικού πολιτισμού μας προέβαλε τα αδιαφιλονίκητα δικαιώματα που είχε και ασκούσε διαρκώς και αδιαλείπτως» αναφέρεται στην ανακοίνωση.«Η Μονή απέκτησε πριν από περίπου χίλια χρόνια την ιδιοκτησία της γνωστή ως “Βουνό” στη Νότια Σκύρο και κατέχει διαρκώς την έκταση ως σήμερα, αποκτώντας αδιάσειστα και μάλιστα έγγραφα δηλωτικά στοιχεία της κυριότητάς της.Μεταξύ αυτών, το σημαντικότερο εντός του πλαισίου της ελληνικής εννόμου τάξεως είναι το 3.7.1847 πρωτόκολλο παραχωρήσεως εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου διά του εφόρου και επάρχου Σκοπέλου της εκτάσεως αυτής και άλλων κτημάτων, “αποδειχθέντων αδιαφιλονικήτως ανηκόντων εις την εν Αθω της Μεγίστης Λαύρας Μονήν”, σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 5653/1847 απόφαση του αρμοδίου υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και την προηγηθείσα υπ΄ αριθμ. 9994/1847 διαταγή του τότε υπουργού των Οικονομικών» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
«Με βάση όλα τα συγκεντρωθέντα στοιχεία και με απολύτως αδιαμφισβήτητη τη διαρκή νομή και κατοχή της, η Μονή κατ΄ αρχήν αναγνωρίστηκε δικαστικά ως δικαιούχος τμημάτων (της παραπάνω εκτάσεως) που είχαν απαλλοτριωθεί και εν συνεχεία, αντιδρώντας σε μια εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου ανεδαφική και αόριστη αμφισβήτηση του 1997, ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο να αναγνωρίσει την κυριότητά της επί της εκτάσεως» συμπληρώνεται παρακάτω.
«Τούτο έγινε και με την απόφαση 434/1999 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Η έφεση του Δημοσίου κατ΄ αυτής απορρίφθηκε από το Εφετείο Αθηνών με την απόφαση 8665/2000. Κατά αυτής το Δημόσιο, που εξαντλεί πάντοτε όλα τα ένδικα μέσα, άσκησε αίτηση αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ότι κανείς λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως που είχε καταθέσει το Δημόσιο δεν ήταν βάσιμος» τονίζεται.
«Επί του ζητήματος της “εξαπατήσεως της Δικαιοσύνης” περιοριζόμαστε να διερωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να εξαπατήθηκαν 14 διαφορετικές συνθέσεις δικαστηρίων μέχρις Αρείου Πάγου, όσες και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν, σε χρονικό διάστημα δέκα και πλέον ετών που δικαίωσαν τη Μονή και μάλιστα χωρίς να παρατηρείται καμία ρωγμή στην κρίση τους» αναφέρεται στην ανακοίνωση.Ακόμη, γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 του νόμου 3208/2003, το οποίο «δεν αφορά την ιδιοκτησία της Μονής (η οποία είχε αναγνωρισθεί επανειλημμένως)αλλά ολόκληρη την υπόλοιπη Σκύρο, τη Σαλαμίνα και άλλες δύο περιοχές και επίσης είχε ψηφισθεί ομόφωνα από όλα τα κόμματα».
«Άλλωστε είναι γνωστό ότι στη Σκύρο δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, το Δημόσιο δεν έχει κτηματική γη, ενώ δεκάδες Σκυριανοί αλλά και ο δήμος έχουν δικαιωθεί με το νόμιμο και βάσιμο αυτό επιχείρημα» σημειώνεται.
της Ιεράς Μονής μετά την έρευνα που διέταξε ο τέως Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδάς.Η Μονή εκφράζει την «κατάπληξή» της για την παραγγελία του κ. Σανιδά και δηλώνει ότι θα εφοδιάσει «την ελληνική Δικαιοσύνη με όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι απλώς τίποτε επίμεμπτο δεν υφίσταται».
Ακόμη, σημειώνει ότι «η αλήθεια είναι θεαματικά απούσα» από όλα τα επίμαχα σημεία της υπόθεσης, όπως η διεκδίκηση 38.000 στρεμμάτων στη Νότια Σκύρο με βάση τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, ο κρίσιμος ρόλος της γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους περί «απόσυρσης της αίτησης αναιρέσεως του Δημοσίου», η άποψη ότι η Δικαιοσύνη εξαπατήθηκε με ψευδή στοιχεία και ότι «η διεκδίκησή της κατοχυρώθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 3208/2003».
«Η Μεγίστη Λαύρα δεν διεκδίκησε ποτέ τίποτε στη Σκύρο ή οπουδήποτε αλλού. Κατά τρόπο αυτονόητο και κινούμενη στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και του νομικού πολιτισμού μας προέβαλε τα αδιαφιλονίκητα δικαιώματα που είχε και ασκούσε διαρκώς και αδιαλείπτως» αναφέρεται στην ανακοίνωση.«Η Μονή απέκτησε πριν από περίπου χίλια χρόνια την ιδιοκτησία της γνωστή ως “Βουνό” στη Νότια Σκύρο και κατέχει διαρκώς την έκταση ως σήμερα, αποκτώντας αδιάσειστα και μάλιστα έγγραφα δηλωτικά στοιχεία της κυριότητάς της.Μεταξύ αυτών, το σημαντικότερο εντός του πλαισίου της ελληνικής εννόμου τάξεως είναι το 3.7.1847 πρωτόκολλο παραχωρήσεως εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου διά του εφόρου και επάρχου Σκοπέλου της εκτάσεως αυτής και άλλων κτημάτων, “αποδειχθέντων αδιαφιλονικήτως ανηκόντων εις την εν Αθω της Μεγίστης Λαύρας Μονήν”, σύμφωνα με την υπ΄ αριθμ. 5653/1847 απόφαση του αρμοδίου υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και την προηγηθείσα υπ΄ αριθμ. 9994/1847 διαταγή του τότε υπουργού των Οικονομικών» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
«Με βάση όλα τα συγκεντρωθέντα στοιχεία και με απολύτως αδιαμφισβήτητη τη διαρκή νομή και κατοχή της, η Μονή κατ΄ αρχήν αναγνωρίστηκε δικαστικά ως δικαιούχος τμημάτων (της παραπάνω εκτάσεως) που είχαν απαλλοτριωθεί και εν συνεχεία, αντιδρώντας σε μια εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου ανεδαφική και αόριστη αμφισβήτηση του 1997, ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο να αναγνωρίσει την κυριότητά της επί της εκτάσεως» συμπληρώνεται παρακάτω.
«Τούτο έγινε και με την απόφαση 434/1999 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Η έφεση του Δημοσίου κατ΄ αυτής απορρίφθηκε από το Εφετείο Αθηνών με την απόφαση 8665/2000. Κατά αυτής το Δημόσιο, που εξαντλεί πάντοτε όλα τα ένδικα μέσα, άσκησε αίτηση αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε ότι κανείς λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως που είχε καταθέσει το Δημόσιο δεν ήταν βάσιμος» τονίζεται.
«Επί του ζητήματος της “εξαπατήσεως της Δικαιοσύνης” περιοριζόμαστε να διερωτηθούμε πώς είναι δυνατόν να εξαπατήθηκαν 14 διαφορετικές συνθέσεις δικαστηρίων μέχρις Αρείου Πάγου, όσες και οι αποφάσεις που εκδόθηκαν, σε χρονικό διάστημα δέκα και πλέον ετών που δικαίωσαν τη Μονή και μάλιστα χωρίς να παρατηρείται καμία ρωγμή στην κρίση τους» αναφέρεται στην ανακοίνωση.Ακόμη, γίνεται αναφορά στο άρθρο 15 του νόμου 3208/2003, το οποίο «δεν αφορά την ιδιοκτησία της Μονής (η οποία είχε αναγνωρισθεί επανειλημμένως)αλλά ολόκληρη την υπόλοιπη Σκύρο, τη Σαλαμίνα και άλλες δύο περιοχές και επίσης είχε ψηφισθεί ομόφωνα από όλα τα κόμματα».
«Άλλωστε είναι γνωστό ότι στη Σκύρο δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, το Δημόσιο δεν έχει κτηματική γη, ενώ δεκάδες Σκυριανοί αλλά και ο δήμος έχουν δικαιωθεί με το νόμιμο και βάσιμο αυτό επιχείρημα» σημειώνεται.