Τα έργα των ιστορικών των χρόνων εκείνων βεβαιώνουν περίτρανα το γεγονός αυτό, όπως αυτά του Πλουτάρχου, του Παυσανία, του Στράβωνα, του Πολύβιου κ.α. στα οποία διαπιστώνεται τέλεια εγκατάλειψη και σε αυτά ακόμη τα διάσημα «ιερά», όπως το δελφικό. Ο Στράβων τον 2ο μ.Χ. αιώνα αναφέρει χαρακτηριστικά για τους Δελφούς: «σήμερον και αυτός ο ναός των Δελφών έχει παραμεληθεί» (Στραβ. 9,15)
Ο Χριστιανισμός συνάντησε πρωτοφανή θρησκευτική, πνευματική και γενικότερη κατάπτωση στον αρχαίο κόσμο. Απατώνται οικτρά όσοι φαντάζονται την Ελλάδα του 3ου και 4ου μ. Χ. αιώνα να μοιάζει με την κλασική του 5ου π.Χ. αιώνα. Γι' αυτό έγινε ενθουσιωδώς δεκτή η χριστιανική πίστη παρά τους φοβερούς διωγμούς διακοσίων πενήντα χρόνων. Ο κόσμος βρήκε αυτό που ζητούσε και δε μπορούσε να του δώσει η προχριστιανική αρχαιότητα. Οι χριστιανοί δεν είχαν λόγο να γκρεμίσουν εγκαταλειμμένους και ερειπωμένους ναούς. Το έργο της κατεδάφισης είχε αναλάβει η παντελής έλλειψη θρησκευτών και κατά συνέπεια η εγκατάλειψη. Αναφέρουμε ως τρανταχτό παράδειγμα την ερήμωση του ονομαστού θρησκευτικού «ιερού» του Απόλλωνος στη Δάφνη της μεγαλουπόλεως Αντιόχειας, όπου, όταν το επισκέφτηκε ο Ιουλιανός το Μάρτιο του 363, το βρήκε ερειπωμένο. Ανάμεσα στο ένα και πλέον εκατομμύριο κατοίκων της Αντιόχειας δεν υπήρχαν ελάχιστοι εθνικοί για να λειτουργήσουν και να συντηρήσουν το ονομαστό «ιερό». Μόνο ένας άθλιος ιερέας με μια χήνα στα χέρια παραβρέθηκε στη θυσία, προς μεγάλη έκπληξη και λύπη του ανεδαφικού και αποτυχημένου αυτοκράτορα. (Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλ., έκδοση Μαρτίνου, τομ. 6,στ.954)! Υπήρχαν συγκεκριμένοι νόμοι, που απαγόρευαν την κατεδάφιση των αρχαίων «ιερών» και που προστάτευαν την αρχαία θρησκεία, όσο και αν αυτό δεν ακούγεται καλά στα αυτιά των «αρχαιολατρών». Ο Μέγας Κωνσταντίνος (324-337) έλεγε στους υπηκόους του: «Μπορείτε να μεταβαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά σας και να τελείτε τη λατρεία σας σύμφωνα με τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κωδ.ΙΧ16,1 και 2)! Ο Εθνικός ιστορικός Σύμμαχος αναφέρει πως ο Κωνστάντιος (337-363) το 357 διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων στη Ρώμη και γενικά επέτρεψε να γίνεται ακώλυτα η λατρεία των εθνικών (Επιστ.P.L.18,391)! Οι αυτοκράτορες Γρατιανός (364-379), Ουαλεντιανός (364-378) και Θεοδόσιος (379-395) όρισαν πως σε όσους ναούς εθνικών «σύχναζαν πλήθη, και που βρίσκονταν ακόμα σε δημόσια χρήση, να παραμένουν ανοικτοί» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,8). Οι διάδοχοι του Μ. Θεοδοσίου, Αρκάδιος (395-408) και Θεοδόσιος Β΄ (408-450), εξέδωσαν διατάγματα για την προστασία των νομοταγών εθνικών από αυθαιρεσίες κάποιων θερμόαιμων χριστιανών επάρχων «να μην τολμήσουν να απλώσουν βίαιο χέρι στους Εβραίους και τους εθνικούς» (Θεοδ. Κωδ.XVI 10,24). Ο πρώτος σε επιστολή του προς τον Ανθύπατο Αφρικής Απολλόδωρο (20 Αυγούστου 399), διέταξε: «Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς (των εθνικών), οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική στήριξη» (Θεοδ.Κωδ.XVI 10,18). (Για περισσότερα δες στην ιστοσελίδα: www.romanity.oodegr.com/chistianity.html ).Τους πιο πολλούς ναούς των εθνικών, που βρίσκονταν σε καλή κατάσταση τους μετέβαλαν σε χριστιανικούς ναούς και έτσι σώθηκαν από την κατάρρευση, όπως ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, το Θησείο, κ.α. Ας σκεφτούμε πως, αν ο Παρθενώνας δεν μεταβαλλόταν σε χριστιανικό ναό, δεν θα ήταν σήμερα στημένος στην ακρόπολη, να τον θαυμάζει η ανθρωπότητα, αλλά ένας σωρός από σπασμένα μάρμαρα!
Τα έργα τέχνης δεν τα κατέστρεψαν οι χριστιανοί, διότι αυτά δεν υπήρχαν πια, αφού τα είχαν αρπάξει οι ομόπιστοι των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίοι. Το μετακομιστικό έργο των καλλιτεχνικών θησαυρών άρχισε ο Ρωμαίος σφαγέας της Ελλάδος Αιμίλιος Παύλος το 167 π.Χ. και το συνέχισαν όλοι οι κατοπινοί αυτοκράτορες. Φόρτωναν ατέλειωτα καράβια με αγάλματα και άλλα έργα τέχνης για τη Ρώμη, για να στολίσουν τις επαύλεις τους και την «αιώνια πόλη»! Άλλα είχαν καταστραφεί από δηώσεις αγρίων εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα: Πρώτον την ολοκληρωτική καταστροφή του Δίου της Μακεδονίας από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ, υπό τον στρατηγό Σκόπα, ο οποίος «ενέπρησε τας στοάς τας περί το τέμενος και τα λοιπά διέφθειρε των αναθημάτων» (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,62,2-3). Το ίδιο χρόνο οι Αιτωλοί κατέστρεψαν ολοσχερώς το δωδωναίο «ιερό» υπό τον στρατηγό Δωρίμαχο (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,67,3). Ως αντίποινα οι Μακεδόνες υπό τον Φίλιππο Ε΄ εξαφάνισαν κυριολεκτικά το Θέρμο της Αιτωλίας, πυρπολώντας τον περίφημο ναό του Απόλλωνα και θρυμματίζοντας περισσότερα από δύο χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.Ε΄,9). Το 201 π.Χ. ο Φίλιππος κατάστρεψε με ιδιαίτερη αγριότητα την Πέργαμο, όπου κατακρήμνισε ναούς και σύντριψε χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.ΚΑ΄,1). Επίσης το 200 π. Χ. ο ίδιος κατάστρεψε με ιδιαίτερη μανία τα έργα τέχνης της Αττικής, «κατάστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε ΟΛΟΥΣ τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών, που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των Αθηνών» (Λίβιος Τίτος Ρωμ.Ιστ.ΧΧΧΙ,30)! Ιδού οι πρώτοι και μεγαλύτεροι, πριν την εγκατάλειψη, καταστροφείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού!
Τα ελάχιστα εναπομείναντα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, τα προστάτεψαν οι χριστιανοί, αναγνωρίζοντας την αισθητική τους αξία. Υπάρχουν αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποσιωπούνται και που επιτάσσουν την προστασία των διάκοσμων των εθνικών ναών. Το περίφημο άγαλμα του Ολυμπίου Διός μεταφέρθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη για να στολίσει τον ιππόδρομο. Επίσης τα διάσπαρτα μαρμάρινα ανάγλυφα εντοιχίζονταν στους χριστιανικούς ναούς, για καλλιέπεια. Ο αυτοκράτορας Ωνώριος (384-425) σε επιστολή του προς τον Βικάριο της Ισπανίας Μακρόβιο του 399, διέταξε: «Επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτηρίων (εθνικών ναών). Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμιά εξουσία» (Θεοδ.Κωδ.XVI 10,15)!
Μεμονωμένες περιπτώσεις αντεκδίκησης κάποιων χριστιανών, που είχαν δεινοπαθήσει από τους διωγμούς εθνικών, δεν αναιρούν τον κανόνα. Και αν ακόμη δεχτούμε κατεδάφιση κάποιων ναών από χριστιανούς, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι εκείνοι τους έχτισαν ως εθνικοί, εκείνοι τους γκρέμισαν ως μετέπειτα χριστιανοί.
Για τις όποιες πολιτικές επιλογές των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά του καταρρέοντος εθνισμού δεν έχει λόγους να απολογείται η Εκκλησία. Εκείνοι εξέφραζαν τη κρατική εξουσία και δρούσαν για το συμφέρον του κράτους, όπως πίστευαν καλλίτερα. Κανένα όμως σημαίνον πρόσωπο της Εκκλησίας ευθύνεται ούτε για μία δίωξη εθνικού, πολλώ δε μάλλον για «γενοκτονίες» όπως ψευδέστατα ισχυρίζονται οι «αρχαιολάτρες». Η μοναδική περίπτωση του φόνου της φιλοσόφου (και κατηχημένης να βαπτιστεί χριστιανή) Υπατείας, τον οποίο έχουν ως «φλάμπουρο» οι «αρχαιολάτρες», αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν καθαρά πολιτική δολοφονία, προϊόν του αδυσώπητου αγώνα μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αλεξάνδρειας (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.ΚΓ΄,σελ.654).
Σχετικά με τη νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά της εθνικής θρησκείας μπορούμε να πληροφορήσουμε τον αναγνώστη μας πως αυτή ποτέ δεν εφαρμόστηκε, διότι απλούστατα δεν χρειάστηκε να εφαρμοστεί, αφού ο εθνισμός ήταν πια παρελθόν και ψήγματα αυτού είχαν περιορισθεί σε απομακρυσμένες περιοχές, με λάτρεις αμόρφωτους χωρικούς. Αναφέραμε ήδη την μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, όπου δε συνάντησε εθνικούς ο ονειροπαρμένος, θρησκομανής και ανεδαφικός αυτοκράτορας Ιουλιανός. Αναφέρουμε επίσης ως παράδειγμα το γεγονός πάμπολλων πόλεων της Ανατολής, τις οποίες ... διέγραφε από τη δικαιοδοσία του κράτους, διότι οι κάτοικοί τους ήταν καθ' ολοκληρίαν χριστιανοί! Ενδεικτικά παραθέτουμε τις διαγραφές των μεγαλουπόλεων Καισάρεια της Καππαδοκίας, Νισσίβεως και Εδέσσης της Μεσοποταμίας (βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Μαρτίνου, τομ.6,στ.954)!
Οι περισσότεροι νόμοι δεν είχαν στόχο τους απλούς πιστούς της αρχαίας θρησκείας, αλλά τα σκοταδιστικά κέντρα της, όπως τα διαβόητα μαντεία και ιδίως τα αισχρά «ιερά πορνεία», τα οποία εκμεταλλεύονταν άγρια τους ατυχείς εθνικούς λατρευτές και καλλιεργούσαν τη δεισιδαιμονία και την ανηθικότητα. Αναφέρουμε για παράδειγμα την κατεδάφιση του «ιερού» της Αφροδίτης στην Άφακα της Τύρου, όπου εκπορνεύονταν όχι μόνο γυναίκες, αλλά και άνδρες γύννιδες, δηλαδή κίναιδοι και όπου είχε καταστεί κέντρο διαφθοράς και ακολασίας!
Τα έργα τέχνης δεν τα κατέστρεψαν οι χριστιανοί, διότι αυτά δεν υπήρχαν πια, αφού τα είχαν αρπάξει οι ομόπιστοι των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίοι. Το μετακομιστικό έργο των καλλιτεχνικών θησαυρών άρχισε ο Ρωμαίος σφαγέας της Ελλάδος Αιμίλιος Παύλος το 167 π.Χ. και το συνέχισαν όλοι οι κατοπινοί αυτοκράτορες. Φόρτωναν ατέλειωτα καράβια με αγάλματα και άλλα έργα τέχνης για τη Ρώμη, για να στολίσουν τις επαύλεις τους και την «αιώνια πόλη»! Άλλα είχαν καταστραφεί από δηώσεις αγρίων εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Ελλήνων. Αναφέρω ελάχιστα παραδείγματα: Πρώτον την ολοκληρωτική καταστροφή του Δίου της Μακεδονίας από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ, υπό τον στρατηγό Σκόπα, ο οποίος «ενέπρησε τας στοάς τας περί το τέμενος και τα λοιπά διέφθειρε των αναθημάτων» (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,62,2-3). Το ίδιο χρόνο οι Αιτωλοί κατέστρεψαν ολοσχερώς το δωδωναίο «ιερό» υπό τον στρατηγό Δωρίμαχο (Πολυβίου, Ιστ.Δ΄,67,3). Ως αντίποινα οι Μακεδόνες υπό τον Φίλιππο Ε΄ εξαφάνισαν κυριολεκτικά το Θέρμο της Αιτωλίας, πυρπολώντας τον περίφημο ναό του Απόλλωνα και θρυμματίζοντας περισσότερα από δύο χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.Ε΄,9). Το 201 π.Χ. ο Φίλιππος κατάστρεψε με ιδιαίτερη αγριότητα την Πέργαμο, όπου κατακρήμνισε ναούς και σύντριψε χιλιάδες αγάλματα (Πολυβίου, Ιστ.ΚΑ΄,1). Επίσης το 200 π. Χ. ο ίδιος κατάστρεψε με ιδιαίτερη μανία τα έργα τέχνης της Αττικής, «κατάστρεψε τα προγονικά ιερά που στόλιζαν και τον μικρότερο δήμο (της Αττικής), πυρπόλησε ΟΛΟΥΣ τους ναούς, ακρωτηρίασε τα αγάλματα των θεών, που κατάκεινται σήμερα ανάμεσα στις γκρεμισμένες πύλες των Αθηνών» (Λίβιος Τίτος Ρωμ.Ιστ.ΧΧΧΙ,30)! Ιδού οι πρώτοι και μεγαλύτεροι, πριν την εγκατάλειψη, καταστροφείς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού!
Τα ελάχιστα εναπομείναντα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, τα προστάτεψαν οι χριστιανοί, αναγνωρίζοντας την αισθητική τους αξία. Υπάρχουν αυτοκρατορικά διατάγματα, τα οποία αποσιωπούνται και που επιτάσσουν την προστασία των διάκοσμων των εθνικών ναών. Το περίφημο άγαλμα του Ολυμπίου Διός μεταφέρθηκε από το Μ. Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη για να στολίσει τον ιππόδρομο. Επίσης τα διάσπαρτα μαρμάρινα ανάγλυφα εντοιχίζονταν στους χριστιανικούς ναούς, για καλλιέπεια. Ο αυτοκράτορας Ωνώριος (384-425) σε επιστολή του προς τον Βικάριο της Ισπανίας Μακρόβιο του 399, διέταξε: «Επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτηρίων (εθνικών ναών). Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμιά εξουσία» (Θεοδ.Κωδ.XVI 10,15)!
Μεμονωμένες περιπτώσεις αντεκδίκησης κάποιων χριστιανών, που είχαν δεινοπαθήσει από τους διωγμούς εθνικών, δεν αναιρούν τον κανόνα. Και αν ακόμη δεχτούμε κατεδάφιση κάποιων ναών από χριστιανούς, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία, διότι εκείνοι τους έχτισαν ως εθνικοί, εκείνοι τους γκρέμισαν ως μετέπειτα χριστιανοί.
Για τις όποιες πολιτικές επιλογές των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά του καταρρέοντος εθνισμού δεν έχει λόγους να απολογείται η Εκκλησία. Εκείνοι εξέφραζαν τη κρατική εξουσία και δρούσαν για το συμφέρον του κράτους, όπως πίστευαν καλλίτερα. Κανένα όμως σημαίνον πρόσωπο της Εκκλησίας ευθύνεται ούτε για μία δίωξη εθνικού, πολλώ δε μάλλον για «γενοκτονίες» όπως ψευδέστατα ισχυρίζονται οι «αρχαιολάτρες». Η μοναδική περίπτωση του φόνου της φιλοσόφου (και κατηχημένης να βαπτιστεί χριστιανή) Υπατείας, τον οποίο έχουν ως «φλάμπουρο» οι «αρχαιολάτρες», αποδείχθηκε περίτρανα ότι ήταν καθαρά πολιτική δολοφονία, προϊόν του αδυσώπητου αγώνα μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αλεξάνδρειας (βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.ΚΓ΄,σελ.654).
Σχετικά με τη νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων κατά της εθνικής θρησκείας μπορούμε να πληροφορήσουμε τον αναγνώστη μας πως αυτή ποτέ δεν εφαρμόστηκε, διότι απλούστατα δεν χρειάστηκε να εφαρμοστεί, αφού ο εθνισμός ήταν πια παρελθόν και ψήγματα αυτού είχαν περιορισθεί σε απομακρυσμένες περιοχές, με λάτρεις αμόρφωτους χωρικούς. Αναφέραμε ήδη την μεγάλη πόλη της Αντιόχειας, όπου δε συνάντησε εθνικούς ο ονειροπαρμένος, θρησκομανής και ανεδαφικός αυτοκράτορας Ιουλιανός. Αναφέρουμε επίσης ως παράδειγμα το γεγονός πάμπολλων πόλεων της Ανατολής, τις οποίες ... διέγραφε από τη δικαιοδοσία του κράτους, διότι οι κάτοικοί τους ήταν καθ' ολοκληρίαν χριστιανοί! Ενδεικτικά παραθέτουμε τις διαγραφές των μεγαλουπόλεων Καισάρεια της Καππαδοκίας, Νισσίβεως και Εδέσσης της Μεσοποταμίας (βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Μαρτίνου, τομ.6,στ.954)!
Οι περισσότεροι νόμοι δεν είχαν στόχο τους απλούς πιστούς της αρχαίας θρησκείας, αλλά τα σκοταδιστικά κέντρα της, όπως τα διαβόητα μαντεία και ιδίως τα αισχρά «ιερά πορνεία», τα οποία εκμεταλλεύονταν άγρια τους ατυχείς εθνικούς λατρευτές και καλλιεργούσαν τη δεισιδαιμονία και την ανηθικότητα. Αναφέρουμε για παράδειγμα την κατεδάφιση του «ιερού» της Αφροδίτης στην Άφακα της Τύρου, όπου εκπορνεύονταν όχι μόνο γυναίκες, αλλά και άνδρες γύννιδες, δηλαδή κίναιδοι και όπου είχε καταστεί κέντρο διαφθοράς και ακολασίας!
Απαγορεύτηκε η λειτουργία των διαβόητων μαντείων του Κλαρίου Απόλλωνα στην Κολοφώνα και του Διδυμαίου Απόλλωνος στη Μίλητο της Μ. Ασίας, διότι οι εκεί σκοταδιστές ιερείς και ψευτομάντεις είχαν υποκινήσει το φοβερό διωγμό του Διοκλητιανού, πείθοντας τον θρησκόληπτο αυτοκράτορα, πως οι θεοί στέλνουν ατυχίες στο κράτος εξαιτίας του ...χριστιανικού μιάσματος, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό μαρτυρικό θάνατο μέγα πλήθος χριστιανών, και να υποστούν μύριες διώξεις εκατομμύρια πιστοί. Ας σημειωθεί εδώ πως οι πιο «αιμοσταγείς διώκτες των εθνικών» αυτοκράτορες, ως το Θεοδόσιο (379-395), είχαν τον τίτλο του «Μέγιστου Αρχιερέα» (Pontifex Maximus) της αρχαίας θρησκείας! Πως ήταν δυνατόν ο ίδιος ο ύπατος αρχιερέας της να είναι ταυτόχρονα και διώκτης της;