17 Απριλίου, στο πλημμελειοδικείο της Γκρενόμπλ, ξεκίνησε η δίκη του γαλλοελβετού διευθυντή ορχήστρας Μισέλ Ταμπασνίκ, του μοναδικού κατηγορούμενου από την αίρεση του Ναού του Ηλιου, εβδομήντα ένα μέλη της οποίας βρήκαν το θάνατο, με τέσσερις «ομαδικές αυτοκτονίες», από το 1994 ως το 1997.
Η εκδίκαση της υπόθεσης αυτής στρέφει και πάλι την προσοχή στον αστερισμό εκείνων των ομάδων διαφορετικού χαρακτήρα, που παρουσιάζονται ως μειοψηφικές «θρησκείες», αλλά των οποίων οι δραστηριότητες, που συχνά έχουν εμφανώς εμπορικό χαρακτήρα, καταδικάζονται συστηματικά από τα δικαστήρια.Στο όνομα της υπεράσπισης της θρησκευτικής ελευθερίας, η Ουάσιγκτον επιδιώκει να επιτύχει την ατιμωρησία τους.Αυτή η ανοχή, απέναντι σε δίκτυα τα οποία γεννήθηκαν μέσα σε ένα χωνευτήρι όπου συγκλίνουν η «νέα δεξιά» και ο «νεοσυντηρητισμός», και όλα στο όνομα του αντικομμουνισμού, επιδιώκει να επιβάλει στις συνειδήσεις τον ακραίο φιλελευθερισμό και την ιδεολογία της ανισότητας που υποτίθεται ότι αποτελούν θεμέλια της κοινωνίας.Στην Ευρώπη, εδώ και δέκα χρόνια, το ζήτημα των αιρέσεων πέρασε από το στάδιο του «ανησυχητικού κοινωνικού φαινομένου» στο στάδιο του «μείζονος προβλήματος δημόσιας ασφάλειας».
Οι σφαγές που προκάλεσε το Τάγμα του Ναού του Ηλιου, το 1994 και το 1995, η επίθεση της αίρεσης Αούμ, με αέριο σαρίν, στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Τόκιο, το Μάρτιο του 1995, η ομαδική αυτοκτονία μελών της αίρεσης Πύλη του Παραδείσου (Heaven's Gate) στο Λος Αντζελες, το 1999, ήταν γεγονότα που επιτάχυναν αυτή τη συνειδητοποίηση.Ετσι, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία και η Γερμανία ενίσχυσαν το κατασταλτικό οπλοστάσιό τους. Επρόκειτο για μια επιλογή των νομοθετών η οποία, κατά κανόνα, ακολουθούσε κοινοβουλευτικές εκθέσεις, σχετικά με την επικινδυνότητα ορισμένων ομάδων και τις καταναγκαστικές μεθόδους αποξένωσης που επιβάλλονται στους οπαδούς των ομάδων αυτών.
Η Γαλλία και η Γερμανία βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κατασταλτικής αυτής τάσης.Σχεδόν σε όλη την Ευρώπη εμφανίστηκαν οργανισμοί που ανέλαβαν να ερευνήσουν το φαινόμενο. Στη Γαλλία, μια σειρά νόμων που ψηφίστηκαν το 1996 ενίσχυσαν, μεταξύ άλλων, την προστασία των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας. Η κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν συγκρότησε Διυπουργική Αποστολή Αγώνα κατά των Αιρέσεων (Mission interministerielle de lutte contre les sectes - MILS), με πρόεδρο τον Αλέν Βιβιέν. Στη Γερμανία, κύριος στόχος ήταν η Σαϊεντολογία.
Από το 1997, μετά από έρευνα των υπηρεσιών της αστυνομίας, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προειδοποιούσε τον πληθυσμό για τους κινδύνους από αυτή την αίρεση, ενώ η κυβέρνηση του κρατιδίου της Βαυαρίας αποφάσιζε να αποκλείσει τους οπαδούς της από θέσεις στο δημόσιο τομέα.Απέναντι σε αυτή τη σκλήρυνση της στάσης της Ευρώπης, όλοι οι παρατηρητές του φαινομένου ανέμεναν μια αντεπίθεση των πολυεθνικών αιρέσεων, ορισμένες από τις οποίες, μόνο στη Γαλλία, κατέχουν περιουσίες που ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια γαλλικά φράγκα.Η αντεπίθεση ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες (1). Στις 27 Ιανουαρίου 1997, τα μέτρα που έπλητταν τη Σαϊεντολογία στη Γερμανία καταδικάστηκαν, επίσημα, από την Ουάσινγκτον.Μερικές ημέρες αργότερα, το Γραφείο για τη Δημοκρατία, τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Εργασία (Bureau for Democracy, Human Rights and Labor, BDHRL) (2), μια διεύθυνση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή του για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο.