Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΑΠΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ


Ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος το Σάββατο δέχθηκε την Τριμελή Αντιπροσωπεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Αποστολικό Μέγαρο του Βατικανού σε ιδιωτική ακρόαση, παρουσία Καρδιναλίων και στελεχών της Αγίας Έδρας.Αφορμή της συναντήσεως ήταν η συμμετοχή της Αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στις εορταστικές εκδηλώσεις για τον εορτασμό των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στις 26 με 29 Ιουνίο.

Ποντίφικας αναφέρθηκε και στην Κοινή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, η οποία συνέρχεται τον προσεχή Οκτώβριο στην Κύπρο, πιθανόν και με την παρουσία του ιδίου του Πάπα, τονίζοντας ότι «η Κοινή Επιτροπή που θα συνέλθει τον Οκτώβριο θα αντιμετωπίσει ένα κρίσιμο ζήτημα για τις σχέσεις Ανατολής και Δύσης είναι: Ο ρόλος του Επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία της Εκκλησίας κατά την διάρκεια της πρώτης χιλιετίας».

Τό Βατικανό αναδεικνύει τον Θεολο­γικό Διάλογο μέσον παραπλανήσεως του Ορθοδόξου πληρώματος και αλλοιώσεως του εκκλησιολογικού του φρονήματος.
Ενώ η Ουνία ενισχύεται από το Βατικανό και οι Ουνίται χαίρουν της αποδοχής Ορθοδόξων προκαθημένων, ο Θεολογικός Διάλο­γος συνεχίζεται, αναβαλλομένης για το μέλ­λον τής συζητήσεως επί του ακανθώδους προβλήματος της Ουνίας (Συνέλευσις Βελιγραδίου, 2006). Οι συνειδήσεις των Ορθοδόξων αμβλύνονται και μετακινείται το πρόβλημα από την εκκλησιολογία στην κοινω­νιολογία. Η κρυστάλλινη Ορθόδοξος Εκκλησιολογία οσημέραι υποχωρεί και παραχω­ρεί την θέσι της στην θολή και γέμουσα συγκρητισμού εκκλησιολογία των «αδελφών εκκλησιών».

Οι οικουμενισταί Ορθόδοξοι θεολόγοι είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν καινοφανείς απόψεις για θεολογικά ζητή­ματα που έχουν από αιώνων απαντηθή ορι­στικά και αμετάκλητα από τους Αγίους Πατέρας κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο. Επί­καιρα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέ­τοιων απόψεων είναι μεταξύ άλλων: η με­τονομασία τής αιρέσεως του Filioque σε «δια­φορετική θεολογική προσέγγισι που δεν θί­γει την ουσία τού δόγματος», ο χαρακτη­ρισμός των δογματικών, ηθικών και λειτουργικών παραμορφώσεων του Ρωμαιοκαθολικισμού ως «νόμιμης ποικιλομορφίας», η προβολή του παπικού Πρωτείου εξουσίας ως Πρωτείου δήθεν διακονίας. Πέραν τούτου ο ευσεβής Ορθόδοξος λα­ός βομβαρδίζεται από τα μέσα ενημερώσε­ως με μηνύματα «καταλλαγής» και με εικό­νες «αμοιβαίας αναγνωρίσεως», με αποτέ­λεσμα να αμβλύνεται το Ορθόδοξο φρό­νημα του λαού που μέχρι τώρα λειτουργούσε ως ισχυρό ανάχωμα στις κοσμοκρατορικές επιδιώξεις του παπισμού. Εν ονόματι του Θεολογικού Διαλόγου γίνονται ανεπίτρε­πτες και κατά παράβασιν των Ιερών Κα­νόνων συμπροσευχές και λατρευτικές εκδη­λώσεις, μέχρι του απαραδέκτου λειτουργι­κού ασπασμού εν μέση Ορθοδόξω Λει­τουργία και της «ευλογίας» του Ορθοδόξου ποιμνίου υπό του Πάπα. Επιστέγασμα και κορύφωσι των κανονικών παραβάσεων απετέλεσε η κατά τον παρελθόντα μήνα Μάϊον, Κυριακήν της Σαμαρείτιδος, ανα­πάντεχος μυστηριακή διακοινωνία (intercommunion) του ρουμάνου επισκόπου Βανάτου κ. Νικολάου μετά των εν Ρουμα­νία Ουνιτών, γεγονός που προεκάλεσε την έντονη διαμαρτυρία των εν Ρουμανία και Αγίω Όρει ρουμάνων μοναχών προς την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ρουμανίας και την σοβαρότατη ανησυχία όλων των Ορθοδόξων για τον στόχο, στον οποίο απέβλεπε η σκανδαλώδης αυτή πράξις.
Εν τέλει με κείμενα όπως της Ραβέννας (2007), γεμάτα με σκόπιμες ασάφειες και θεολογικές σοφιστείες, ο Θεολογικός Διά­λογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κινείται ήδη προς μία ουνιτικού τύπου αναγνώρισι του παπικού Πρωτείου.

Είναι χα­ρακτηριστική η συνέντευξις του Καρδινα­λίου Walter Kasper, προέδρου του παπικού Συμβουλίου για την προώθησι της ενότητος των Χριστιανών, την οποία σχολιάζει το γαλλόφωνο περιοδικό S.O.P.: «"Στην Δύσι γνωρίσαμε την ανάπτυξι που κατέληξε στην Β' Βατικάνειο σύνοδο με τον καθορι­σμό του πρωτείου εξουσίας και του αλαθήτου του πάπα, μία ανάπτυξι την οποία οι Ορθόδοξοι δεν δέχθηκαν ποτέ. Χρειά­ζεται συζήτησις πως να ερμηνεύσουμε αυτές τις διαφορετικές εξελίξεις (που επήλθαν) πάνω στα θεμέλια της πρώτης χιλιετίας". Θα πρέπει ακόμη να σκεφθούμε, είπε (ο Kasper), για το πως θα λειτουργήση το πρωτείον του Ρώμης, ενώ πρέπει να γίνη σαφές ότι υπάρχουν ήδη "δύο Κώδικες του Κα­νονικού Δικαίου" στο εσωτερικό τής κα­θολικής Εκκλησίας: "ένας για την λατινι­κή Εκκλησία, και άλλος για τις ανατολικές Εκκλησίες που βρίσκονται σε πλήρη κοι­νωνία με την Ρώμη".

"Συμφώνως προς τους κώδικες αυτούς, το πρωτείο ασκείται με δια­φορετικό τρόπο στην λατινική Εκκλησία από αυτόν (που ισχύει) για τις ανατολικές Εκκλησίες. Δεν θέλουμε να επιβάλουμε στους Ορθοδόξους το σύστημα που επι­κρατεί σήμερα στην λατινική Εκκλησία. Στην περίπτωση της αποκαταστάσεως της πλήρους κοινωνίας, πρέπει να βρεθή ένας νέος τύπος πρωτείου για τις ορθόδοξες "Εκκλησίες", πρόσθεσε».