Την έντονη αντίδραση-καταδίκη της στην πρακτική των ομαδικών άρσεων του απορρήτου των επικοινωνιών, στις οποίες προχωρά συστηματικά η ΕΛ.ΑΣ., έχει εκφράσει η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).
Με δύο επιστολές που απέστειλε μέχρι τώρα προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η ΑΔΑΕ χαρακτηρίζει «παράνομες» τις ομαδικές άρσεις του απορρήτου για απροσδιόριστο αριθμό ατόμων και σε μεγάλη γεωγραφική έκταση. Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά τα δημοσιεύματα της «Ε», η Αρχή θα επιληφθεί εκ νέου του θέματος και θα επανέλθει με νέα επιστολή της προς τον ανώτατο εισαγγελέα της χώρας, προκειμένου να σταματήσουν οι παράνομες αυτές μεθοδεύσεις της αστυνομίας. Οπως έλεγαν πηγές τόσο από τη Δικαιοσύνη όσο και από τις ανεξάρτητες Αρχές, η μαζική άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών κλήσεων σε ολόκληρες περιοχές της Αθήνας, με αφορμή κάποια τρομοκρατικά χτυπήματα,
ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την καθολική και παρατεταμένη επιτήρηση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, στο όνομα της ασφάλειας φυσικά. Αρκεί να υπάρχει ή να εφευρίσκεται κάθε φορά κάποιος αόριστος λόγος «εθνικής ασφάλειας», που θα επιτάσσει την παρακολούθηση.
ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για την καθολική και παρατεταμένη επιτήρηση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών, στο όνομα της ασφάλειας φυσικά. Αρκεί να υπάρχει ή να εφευρίσκεται κάθε φορά κάποιος αόριστος λόγος «εθνικής ασφάλειας», που θα επιτάσσει την παρακολούθηση.
Οι ίδιες πηγές έλεγαν στην «Ε» ότι κακώς θεωρείται η τρομοκρατία λόγος «εθνικής ασφάλειας». Το σωστό είναι να ενταχθεί στην έρευνα των σοβαρών ποινικών εγκλημάτων, για τα οποία απαιτούνται περισσότερες δικονομικές εγγυήσεις, όπως η έκδοση δικαστικού βουλεύματος και ο καθορισμός συγκεκριμένων προσώπων ως υπόπτων προκειμένου να διαταχθεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους. Ομως, η ασάφεια αυτή φαίνεται ότι βολεύει τις διωκτικές αρχές, οι οποίες εκμεταλλεύονται και την ανυπαρξία θεσμικού πλαισίου για την ασφαλή διατήρηση αρχείου κλήσεων από τις εταρείες κινητής τηλεφωνίας.
Η ΑΔΑΕ, μάλιστα, στις τελευταίες εκθέσεις πεπραγμένων της, έχοντας διαπιστώσει τη μεγάλη έκταση των επιτηρήσεων αλλά και την έλλειψη σαφούς και επαρκούς αιτιολογίας δικαστικών αρχών στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, είχε ζητήσει να μπορεί να ελέγχει και εκείνη (με προσφυγές και άσκηση εφέσεων) τις αόριστες εισαγγελικές διατάξεις, πρόταση που φυσικά δεν έγινε δεκτή.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η προηγούμενη κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να ενοποιήσει -υπό τη σκέπη της ΕΥΠ- την εθνική ασφάλεια και την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. *