Κατά την μακρά βυζαντινή περίοδο η Εκκλησία και η Πολιτεία, ο Πατριάρχης και ο αυτοκράτωρ, συμπορεύτηκαν με αγαστή συνεργασία συνιστώντας έκτοτε την καλουμένη αρχή της συναλληλίας, αυτή δηλ. που εξακολουθεί υφισταμένη ως σήμερον και η οποία κατ’ ουδένα λόγο πρέπει να διαρραγεί, εφ’ όσον αυτές οι δύο έννοιες μολονότι διακριτές, συμπορεύονται, διότι αυτή είναι η συνείδηση του λαού ερειδομένη επί της ιστορικής πραγματικότητος.
Και κακώς υπήρξαν σκέψεις, ελαχίστων ευτυχώς, για υπονόμευση της Εκκλησίας και καλώς έπραξε η Πολιτεία στο πολύ πρόσφατο παρελθόν και απέρριψε σκέψεις η εισηγήσεις ορισμένων, ελαχίστων επαναλαμβάνω, για τον διαχωρισμό των δύο εννοιών.
Και υπενθυμίζω ότι αυτή η ταύτιση των δύο εννοιών εκκινεί από τους βυζαντινούς χρόνους και γιγαντώνεται κατά την μακρά Τουρκοκρατία, αφού η Εκκλησία, ελλείψει πολιτικής αρχής με την πολιτική πτώση του Βυζαντίου, καθίσταται αυτή η πολιτική, η Εθναρχική, η του Γένους αρχή, προστάτης και υπερασπιστής του υποδούλου Γένους και από αυτήν εκκινούν και τελειώνουν τα πάντα.
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατέλαβε την θέση του χαμένου αυτοκράτορος με έμβλημα τον δικέφαλο αετό και το Πατριαρχείο καθίσταται κράτος εν κράτει στην ευρεία Οθωμανική αυτοκρατορία. Και απορούσαν Ευρωπαίοι συνάδελφοι της Ιστορίας, και δη ορισμένοι της Εκκλησιαστικής, όταν σε Συνέδριο στην Σιέννα της Ιταλίας για την ιστορία του κλήρου, ο υπογραφόμενος εξέθετε αυτήν την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, μοναδικό ούτως η άλλως παράδειγμα ταυτίσεως πολιτικής και θρησκευτικής εννοίας στην Ευρώπη. Και το γένος εσώθη υπό την σκέπην της Εκκλησίας και το Πατριαρχείο κατέστη σύμβολο ενώσεως στις ιδέες της πίστεως και της πατρίδος ως κέντρο εθνικής περισυλλογής.
Αυτό ήταν το υπεύθυνο εθνικό κέντρο έναντι του Οθωμανού κατακτητού, εκμεταλλευόμενο και τα παραχωρηθέντα υπό του Μωάμεθ Πορθητή προνόμια στον πρώτο Πατριάρχη του δούλου Γένους Γεννάδιο Σχολάριο. Τοιουτοτρόπως, συνέστησε σχολεία με πρώτη την Πατριαρχική Ακαδημία Κωνσταντινουπόλεως το 1454 επί των ερειπίων της Κωνσταντινουπόλεως, συνέστησε την κοινοτική οργάνωση, τις περιώνυμες κοινότητες της Τουρκοκρατίας, των οποίων επικεφαλής ήταν ο εκάστοτε τοπικός επίσκοπος η στην ύπαιθρο οι ιερείς, σε μία πρωτόφαντη δημοκρατική οργάνωση.Συνετελέσθη, κατά ταύτα και απετελέσθη γύρω από την Εκκλησία πνευματικός και διοικητικός οργανισμός που προστάτευε τους πιστούς από το μίσος και τις αδικίες των Μουσουλμάνων που καταπατούσαν αυθαιρέτως με διάφορες προφάσεις κάθε δίκαιο και προνόμιο των Χριστιανών. Η βαρεία δουλεία ελαφρύνθηκε με την βοήθεια της Εκκλησίας, η οποία, ούτως η άλλως υφίστατο πρώτη αυτή τις αυθαιρεσίες των Οθωμανών.
Έμοιαζαν οι πρώτες δεκαετίες μετά το 1453 με τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και τα μαρτύρια των πρώτων Χριστιανών πατριάρχες, αρχιερείς, ιερείς, λαός, εμαρτύρουν σχεδόν καθημερινά. Μες απ’ αυτήν την οδύνη ενεφανίσθησαν οι νεομάρτυρες των οποίων η μαρτυρία φθάνει ως το 1922 στην φωτιά και την αντάρα της Μικρασιάτικης καταστροφής. Και υπό αυτήν την κατάσταση των πραγμάτων παρουσιάσθη και το φαινόμενο των κρυπτοχριστιανών, εκείνων δηλ. που δεχόμενοι εξωτερικώς το Ισλάμ διεφύλαττον εις το βάθος της ψυχής τους την χριστιανική πίστη. Τα τοπικά γεωγραφικά όρια από το 1453 ως το 1922 ήρθησαν δια της Εκκλησίας, καθ’ όσον τους Χριστιανούς ένωνε η πίστη, η οποία σφυρηλατούσε και την εθνική συνείδηση, καθ’ όσον η Εκκλησία διεκράτησε την πνευματική ελευθερία των ελευθέρων Ελλήνων, αναζωογόνησε την εθνική παράδοση και κρυφίως η φανερώς ενίσχυε το όραμα της ελευθερίας. Μετά μάλιστα την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 οι Μητροπολίτες Μονεμβασίας Μακάριος Μελισσηνός, ο Ρόδου Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Νάξου και Μυτιλήνης, τίθενται επικεφαλής επαναστατικών κινημάτων οι περισσότεροι μάλιστα, όπως και πολλοί ιερείς έχουν τραγικό τέλος παλουκώνονται η σφαγιάζονται με γιαταγάνια. Τον Ιούνιο του 1576 σημειώνονται νέες επαναστάσεις στην Μακεδονία και στα νότια Βαλκάνια, όπου πρωταγωνιστούσαν ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ιωακείμ, ο Βελεσσών Φώτιος, ο Βελεγράδων στην Β. Ήπειρο Νεκτάριος και ο Καστορίας Σωφρόνιος ζητούν μάλιστα την βοήθεια του ηγέτου των Δυτικών Don Juan de Austria, αλλά μάταια. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και ο Μητροπολίτης Δαλματίας, Ιταλίας, Αμβρακίας, Σικελίας Τιμόθεος που επίεζε τον Πάπα Πίο Ε’ να συνασπίσει τις χριστιανικές δυνάμεις κατά των Οθωμανών.
Βλέπουμε ότι οι επίσκοποι έχουν και πολιτικοστρατιωτικό ρόλο. Αλλά και οι διάδοχοί τους, ο Αχρίδος Αθανάσιος από την Μάνη και ο Νεκτάριος, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τους Χειμαρριώτες το 1596, ενώ λίγο νωρίτερα, το 1582, ο πρωτοπαπάς Μάνης Μουρίσκος στην Μάνη το αυτό πράττει συνεννούμενος με τους Ισπανούς. Στα βόρεια Βαλκάνια μετά το 1597 ο Μητροπολίτης Τυρνόβου στην Βουλγαρία Διονύσιος Ράλλης συνεργαζόταν με τον Βαλκάνιο ήρωα Μιχαήλ Γενναίο ξεσηκώνοντας τους βαλκανικούς λαούς. Λίγο αργότερα το 1601 ο πρώην Μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος Λάσκαρις και ο διάδοχος του Διονύσιος συνεννούνταν με τον δούκα του Nevers Κάρολο Γονζάγα και οργάνωναν νέο επαναστατικό κίνημα με τους Μανιάτες και λοιπούς Πελοποννησίους.Και φυσικώ τω λόγω η Εκκλησία ήτο η πρωτοστάτης δύναμις των επανειλημμένων εθνικών εξεγέρσεων και θα αναφέρουμε, μεταξύ των άλλων, την τολμηρή επανάσταση του 1600 και 1611 του Μητροπολίτου Τρίκκης Λαρίσης Διονυσίου, φιλοσόφου, κατά την οποία, πλην αυτού και άλλων αρχιερέων και κληρικών, εμαρτύρησε και ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ.
Ήτο η εποχή που στον Οικουμενικό Θρόνο ευρισκόταν ο ιεροεθνομάρτυς Κύριλλος ο Λούκαρις που αγωνιζόταν κατ’ εκείνη την εποχή και κατά της διεισδύσεως των Καθολικών στην Ελληνική Ανατολή, οι οποίοι με τους Ιησουίτες, έκλεπταν τις ψυχές των υποδούλων.Τελικώς ο Λούκαρις υπέστη μαρτυρικόν θάνατο από τους γενιτσάρους, συνεργεία των Ιησουιτών. Και ενώ οι Έλληνες άρχισαν τις απόπειρες εξεγέρσεως και άρχισε και η μακρά γραμμή απαγχονισμών και στραγγαλισμών Πατριαρχών και αρχιερέων ως ο Πατριάρχης Παρθένιος Β’ το 1650, το 1657 ο Παρθένιος Γ και το αυτό έτος ο Γαβριήλ και ο εκ Βερροίας Κύριλλος Κόνταρης. Και ήτο η εποχή που η Εθναρχούσα Εκκλησία στρεφόταν προς την ομόδοξη Ρωσία ιδιαιτέρως από της εποχής του Κυρίλλου Λουκάρεως, ως προκύπτει και από την αλληλογραφία του με τους Ρώσους τσάρους. Και ήτο ο αυτός Πατριάρχης και οι διάδοχοί του που προστάτευσαν όχι μόνον τον Ελληνικό λαό, αλλά και τους ομοδόξους Βαλκανίους και Ρώσους από την λύμη της Ουνίας, η οποία, ως μη ώφειλε, δραστηριοποιείται και μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις χώρες αυτές. Ο αυτός Κύριλλος Λούκαρις και οι διάδοχοί του, αλλά και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων, με κύριους πρωταγωνιστές τον Δωρόθεο Νοταρά (f 1707) και τον ανεψιό του Χρύσανθο, προστάτευσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Παλαιστίνη, μέσω μάλιστα και του εξ απορρήτων Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.
Και το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων απετέλεσε και αποτελεί τόπον προσκυνήματος, όπου συχνά μετέβαινον Έλληνες προσκυνητές (οι χατζήδες), για να αντλήσουν δύναμη από τον Πανάγιο Τάφο και σε ανταπόδοση ήταν η ίδρυση μετοχίων σχεδόν πανταχού της Ελλάδος από την άλλη, οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων ευρισκόμενοι συχνά στην Ελλάδα και στις βαλκανικές χώρες ενίσχυαν την πίστη των χριστιανών, αλλά και το εθνικό φρόνημα των υποδούλων, ως επί παραδείγματι ο πολύς Δοσίθεος Νοταράς που επί εικοσαετία συνήγειρε τους βαλκανικούς λαούς κατά των Οθωμανών την περίοδο 16801700 και εφεξής. Από την Εκκλησία εκπορεύονταν η πνευματική και εθνική αναγέννηση και φυσικά αυτή επλήρωνε πρώτη σταυρούμενη την Οθωμανική εκδίκηση.
Κατά την απελευθέρωση της Πελοποννήσου της περιόδου 1685-1715 από τους Βενετούς, πρώτο ρόλο είχαν οι κληρικοί όχι μόνον οι καταγόμενοι από την Πελοπόννησο, αλλά και αρκετοί από την Ρούμελη και την Κρήτη. Μεταξύ αυτών κυρίαρχη θέση κατέχει ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, ο μάρτυς Μητροπολίτης Κορίνθου Ζαχαρίας (+ 1684), ο Μαΐνης Παρθένιος, ο Ρέοντος και Πραστού Ιάκωβος Σαλούφας, ο Λαρίσσης Μακάριος, ο Θηβών Ιερόθεος, ο Αθηνών Ιάκωβος αλλά και οι Κασσανδρείας, Πολυάνης και Λήμνου. Λίγο νωρίτερα στον Κρητικό πόλεμο (1645-1669) εκατοντάδες ήσαν οι ιερείς και οι μοναχοί που θυσιάσθηκαν πολεμώντας κατά των Τούρκων, ως οι Γεράσιμος Βλάχος, μέγιστος φιλόσοφος και θεολόγος της εποχής, Βαρθολομαίος Συρόπουλος, οι Μπουνιαλήδες. Την παράδοση της θυσίας τους επανέλαβε ο Κρητικός κλήρος στο Αρκάδι διακόσια χρόνια αργότερα.
Στα Ορλωφικά του 1768-1770 μετείχε ενεργώς η Εκκλησία δια των τοπικών επισκόπων και του εφησυχάζοντος στο Άγιον Όρος πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β. Σχεδόν όλοι οι επίσκοποι (ο Πατρών Παρθένιος, ο Μεθώνης, ο Καλαμών, ο Καρύστου Ιάκωβος) αλλά και δεκάδες αγιορειτών μοναχών ηύρον τραγικό θάνατο τα αυτά και δεινότερα και ο λαός μας.
Και συχνά εδίδοντο ποικίλες αφορμές στον Οθωμανό κατακτητή σχεδιάζοντας γενική σφαγή των Ελλήνων η γενικό εξισλαμισμό, την αιμορραγία αυτή του Ν. Ελληνισμού. Κορυφαία μορφή κατά τα μέσα του 18ου αι. αναδεικνύεται ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός, που μαρτύρησε στις 24 Αυγούστου 1779 στην Μουζακιά στο χωριό Καλλικούνταση της Ηπείρου, αγωνιζόμενος σθεναρώς για την στήριξη του δεινοπαθούντος Χριστιανού, την ίδρυση σχολείων, την ηθική και πνευματική αντίσταση του κατά της λαίλαπος του εξισλαμισμού, τον οποίο αντιμετώπισε γενναία λίγο νωρίτερα στην Ήπειρο ο μοναχός Νεκτάριος Τέρπος με το κήρυγμά του και τα βιβλία του που στήριζαν τους Χριστιανούς.
Τα αυτά ισχύουν και για τα φραγκοκρατούμενα μέρη, τα Επτάνησα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη, όπου, παρά την μακροχρόνια ξενική κατοχή οι Έλληνες κράτησαν την παράδοση με τους πρωτοπαπάδες τους και τον απλό κλήρο επικεφαλής, παρά την πίεση των ρωμαιοκαθολικών.
Μέγιστος ήταν ο ρόλος, αν όχι ο μοναδικός και ο καταλυτικός, της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της παιδείας όλη σχεδόν η ιστορία της νεοελληνικής παιδείας αρχή και τέλος έχει την Εκκλησία: λόγιοι, σχολεία, χειρόγραφα, βιβλία, πνευματική κίνηση εκκινεί και τερματίζει σ αυτήν. Από την Μεγάλη του Γένους Σχολή ως το κοινό σχολείο του τελευταίου χωρίου του ευρύχωρου Ελληνισμού η Εκκλησία είναι παρούσα ως κινητήριος δύναμη. Ακαδημία της Πάτμου, η Πατμιάς, Αθωνιάς, σχολεία στην Αθήνα, την Ήπειρο, την Μακεδονία, σχολεία παντού ιδρύονται και ως έγραψε περί το 1768 ο Ιωαννίτης λόγιος Γεώργιος Κωνσταντίνου στα σχολεία αυτά «η ημετέρα διάλεκτος πολιτεύεται και η ευσέβεια της Ανατολικής Εκκλησίας κηρύττεται… και οι διδάσκαλοι σπουδαίοι κοσμούσι τας ομηγύρεις των τε αρχιερέων και των κληρικών και άπ’ άμβωνος συνεχώς κηρύττουσι λόγους». Ακόμη και ο αντικληρικαλιστής διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής δέχεται ότι οι περισσότεροι διδάσκαλοι «των ευρωπαϊκών μαθήσεων» ήσαν ιερωμένοι. Ακόμη και αυτού του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τα καλά του στοιχεία εισήλθον στην Ελληνική Ανατολή μέσω της Εκκλησίας και μέσω των στελεχών της ως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, οι Μηλιώτες Κωνσταντάς και Γαζής. Παραλλήλως, σειρά ολόκληρη φιλολόγων, θεολόγων, φιλοσόφων έγραφε και εστήριζε την Ορθοδοξία, αγωνιζόμενη κατά του Παπισμού αναπτύσσοντας τα φιλολογικά και θεολογικά συγγράμματα, ακόμη και εκλαϊκευμένη θεολογία ως ο Σεβαστός Κυμινήτης στις αρχές του 18ου αι. και ο σχεδόν σύγχρονος του Μελέτιος Συρίγος αγωνιζόμενος κατά του Προτεσταντισμού και του Παπισμού.
Στις ακρότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, άνθρωποι της Εκκλησίας αντέταξαν με επιτυχία τον Ορθόδοξο Φωτισμό με εκπροσώπους τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο Αγιορείτη, που ήσαν και οι γνήσιοι εκφραστές του γενναίου κινήματος των Κολλυβάδων. Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι όλη η νεοελληνική φιλολογία, συλλήβδην η νεοελληνική γραμματεία από του 15ου τις αρχές του 20ού αι., είναι ουσιαστικώς εκκλησιαστική φιλολογία, αφού οι λόγιοι της περιόδου από την Εκκλησία προέρχονται. Και δεν νοούνταν στον Ελληνισμό της Διασποράς να μην υπάρχει εκκλησία και εφημέριος που αποτελούσαν τον συνεκτικό κρίκο των Ελλήνων αποδήμων, οι οποίοι καλούσαν ιερείς και μοναχούς από την Ελληνική Ανατολή. Οι ιερωμένοι αυτοί συνετήρησαν την πίστη στην Ορθοδοξία με το κήρυγμα και την συνεχή επικοινωνία με τους αποδήμους αδελφούς τους.
Στην συνάφεια της παιδευτικής κινήσεως του Γένους και του κυρίου αυτής μοχλού της Εκκλησίας θέση έχει και το κρυφό σχολειό, το οποίο συνεττήρησε πίστη και εθνική συνείδηση των υποδούλων με διδασκάλους τους απαίδευτους μοναχούς ή ιερείς και ενίοτε τους πεπαιδευμένους επισκόπους, οι οποίοι με το Ψαλτήρι και την Οκτώηχο μετέδιδαν τα πρώτα γράμματα στα νέα παιδιά υπό το τρεμάμενο φως του κανδηλιού της εκκλησίας. Πανταχού της Ελλάδος ο επισκέπτης προσκυνητής μπορεί να ιδεί αυτούς τους τόπους στο Πήλιο, στα Άγραφα, στα Ιωάννινα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά μας. Και λυπεί πολύ ότι ορισμένοι συνάδελφοι αμφισβήτησαν την πραγματικότητα αυτήν στηριζόμενοι οι αμφισβητίες της στο γεγονός ότι από το 1593 και επί τη βάσει της πατριαρχικής εγκυκλίου του Ιερεμίου Β’ που συνέστησε την ίδρυση σχολείων στην Ελληνική Ανατολή, ιδρύθηκαν σχολεία και επομένως, λέγουν, παρείλκε η εμφάνιση του κρυφού σχολείου, εφ’ όσον δήθεν λειτουργούσαν ελεύθερα ελληνικά σχολεία.
Κατά την Εθνική Παλιγγενεσία η συμβολή της Εκκλησίας ήτο η μέγιστη δυνατή, εφ’ όσον η εμπειρία της από τους αγώνες της ήτο τοιαύτη, ώστε ήτο αδύνατον να μη λάβει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα.
Λέγεται ότι ένας ιερεύς της Κωνσταντινουπόλεως είχε αυτός μόνος μυήσει 15.000 μέλη στην Φιλική Εταιρεία, αλλά και αυτός ο Γρηγόριος Ε, ο ιεροεθνομάρτυς, φαίνεται να είχε μυηθεί, όπως και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας και φυσικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός που ηυλόγησε πρώτος τον Αγώνα του 21 με το σύνθημα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Ο αγών αυτός ήταν εθνικός και κυρίως θρησκευτικός γι’ αυτό και η Εκκλησία πρώτη αυτή πλήρωσε την οργή του δυνάστη με την θυσία αναρίθμητων κληρικών, με πρώτο τον γηραιό πατριάρχη Γρηγόριο Ε και τους συναγωνιστές του μάρτυρες, τον Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, τον Ανδριανουπόλεως Δωρόθεο, τον Εφέσου Διονύσιο, τον Τυρνόβου Ιωαννίκιο. Η θυσία τους αυτή προσέδωσε έτι μάλλον θρησκευτικό χαρακτήρα στον απελευθερωτικό αγώνα και οι ήρωες του 1821 ορκίζοντο να εκδικηθούν τον μαρτυρικό θάνατο του Γρηγορίου, ως επιβεβαιούν σύγχρονες των γεγονότων πηγές. Λίγο πολύ είναι γνωστά τα γεγονότα των πρώτων μηνών μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως στον Μοριά, την Ρούμελη, στην Σμύρνη, την Κρήτη, στα Ιεροσόλυμα, στην Χίο όπου στην Νέα Μονή κατεσφάγησαν 200 μοναχοί και ό Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, στην Κύπρο όπου απαγχονίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός και οι επίσκοποι, στο Άγιον Όρος που μετείχε ενεργώς στον Αγώνα με τον Υπερασπιστή της Μακεδονίας Εμμανουήλ Παπά, τον Μαρωνείας Κωνστάντιο.
Το Άγιον Όρος εγνώρισε τότε πρωτοφανή αγριότητα, όπως και οι αντιπρόσωποί του στην Θεσσαλονίκη στα θρυλικά αγιορείτικα κονάκια που απηγχονίσθησαν στο Καπάνι με τον επίσκοπο Κίτρους Μελέτιο, τον παπά Γιάννη του αγίου Μηνά, τους προκρίτους της πόλεως. Πολλοί μοναχοί και ιερείς από τα Πριγκηπόννησα του Βοσπόρου έστειλαν, λένε οι Τουρκικές πηγές, χρήματα για τον Αγώνα στους Μακεδόνες, γι’ αυτό συνελήφθησαν και εσφαγιάσθησαν. Και είναι μακρύς ο κατάλογος των επισκόπων που αγωνίστηκαν και θυσιάσθηκαν σ’ όλην την διάρκεια του Αγώνα, ως ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος, ο Έλους Κύριλλος κ.α., ων ουκ έστιν αριθμός. Και ευγνωμονών έκτοτε ο συνεχώς αγωνιζόμενος ελληνικός λαός ανεγνώρισε την προσφορά ψηφίζοντας με τους εκπροσώπους του την 1 Ιανουαρίου 1822 ότι «επικρατούσα θρησκεία εις την ελληνικήν επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού» το αυτό είχε πράξει και η Γερουσία της Ανατολικής Ελλάδος τον Δεκέμβριο του 1821 που ναι μεν διακηρύσσει την θρησκευτική Ελευθερία άλλ’ όμως «την Ανατολικήν Εκκλησίαν του Χριστού και την σημερινήν γλώσσαν μόνον αναγνωρίζει ως επικρατούσαν θρησκείαν και γλώσσαν της Ελλάδος».
Την ίδια ευγνωμοσύνη προς την Εκκλησία έτρεφε και ο πρώτος Κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας, την οποία επροστάτευσε παντοιοτρόπως.
Στα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821, ως του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου κ.α., συχνά πυκνά αναφέρονται κληρικοί αγωνιστές, αλλά και με πολιτική δράση στα πρώτα χρόνια του Αγώνος και μετά από αυτόν ως μινίστροι Θρησκείας, Παιδείας, Δικαιοσύνης. Και όταν στις υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού επαναστατούσαν, στην Κρήτη ή στην Μακεδονία ή στην Θράκη πάλιν η Εκκλησία με τους επισκόπους και τους ιερείς της είχε την πρωτοπορία του Αρκαδιού το ολοκαύτωμα και ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος στην επανάσταση στην Μακεδονία του 1878 έστωσαν ως παράδειγμα.
Η Εκκλησία ήταν και επικεφαλής των μετέπειτα εθνικών αγώνων, ως ο Μακεδονικός Άγων της περιόδου 1860-1912, οπότε διακρίνεται ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ ο Μεγαλοπρεπής και οι συνεργάτες του επίσκοποι στην Μακεδονία κατά την πλέον κρίσιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνος Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο είτα ιεροεθνομάρτυς Σμύρνης, στην Δράμα, Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, Θεοδώρητος Βασματζίδης στο Νευροκόπι, Ιωακείμ Φορόπουλος στην Πελαγονία, Φώτιος Κορυτσάς, Γρηγόριος Ζερβουδάκης στις Σέρρες κ.α. Αυτοί και οι διάδοχοί τους ακλούθησαν τους παλμούς και τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας και συνετήρησαν σε χαλεπούς καιρούς την χριστιανική πίστη και την εθνική συνείδηση. Μαζί με αυτούς και οι ταπεινοί και ανώνυμοι στρατιωτικοί ιερείς των βαλκανικών πολέμων και της μικρασιάτικης εκστρατείας με κορυφαία τραγική και αγία προσωπικότητα τον Χρυσόστομο Σμύρνης, αλλά και τον Κυδωνιών Γεράσιμο, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, παλαιό μακεδονομάχο και μετά το 1914 Μητροπολίτη Αμασείας και φυσικά τον πνευματικό πατέρα του Ποντιακού Ελληνισμού Χρύσανθο Φιλιππίδη, τον κατοπινό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ο οποίος ως Μητροπολίτης Τραπεζούντος και με πολιτική διορατικότητα κατηύθυνε τις τύχες των Ποντίων μετά το 1914 ως την έξοδο του 1922. Και όλη φυσικά η χορεία των κληρικών, επισκόπων και μοναχών που μετά το 1922 και την προσφυγιά και την εγκατάστασή της στην μητροπολιτική Ελλάδα φρόντισε για να απαλύνει τον πόνο του ξεριζωμού, να οργανώσει την νέα ζωή μες από τα συντρίμμια της ψυχής του πρόσφυγος.Αφού προηγουμένως είχε φροντίσει απ’ άκρου εις άκρον της ευρυχωρίας του Μείζονος Ελληνισμού να υπερασπισθεί το αθώο ποίμνιο από την λύμη των ξένων θρησκευτικών και πολιτικών προπαγανδών που μετά το 1830 και την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους είχαν αναπτυχτεί επικινδύνως από την Θράκη ως την Κύπρο και από τα Επτάνησα ως τον Πόντο και την Καππαδοκία.
Η προσφορά της Εκκλησίας στο Γένος κατά την δραματική δεκαετία 40-50 έδειξε αυτόν τον ανεπανάληπτο δεσμό της με τον λαό μας: βρέθηκε πρώτη στην γραμμή του μετώπου και πολλοί ήσαν οι στρατιωτικοί ιερείς που έπεσαν στην Ήπειρο ενώ όλοι τους ενίσχυαν το φρόνημα του Στρατού μας: Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος Φιλιππίδης υπήρξε όντως ο εθνικός ηγέτης εκείνης της εποχής, ιδιότητα που συνέχισε και λάμπρυνε η εκρηκτική προσωπικότητα του διαδόχου του Δαμασκηνού Παπανδρέου, ο οποίος έφθασε ως το αξίωμα του Αντιβασιλέως χειρισθείς και πολιτικά ζητήματα, ενόσω υπήρχε πολιτικό κενό. Κατά την διάρκεια της κατοχής η Εκκλησία οργάνωσε συσσίτια, περιέθαλψε ασθενείς και αναξιοπαθούντες με τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΆ), ενίσχυσε την Αντίσταση κατά του κατακτητού. Τότε επινοήθησαν «η αγία μερίδα», «το πιάτο της μερίδας της αγάπης», «η λογία», «οι αχθοφόροι της αγάπης». Πρόσωπα λίαν αγαπητά στην γενιά μας σημάδευαν με την αυτοθυσία τους την εποχή και έδειξαν τι σημαίνει Εκκλησία για τον λαό μας: Αυγουστίνος Καντιώτης στην Κοζάνη, Λεωνίδας Παρασκευόπουλος στην Θεσσαλονίκη, ο Δεσπότης Ιωακείμ στον Βόλο, ο Γεννάδιος στην Θεσσαλονίκη, ο Παντελεήμων Φωστίνης στην Εύβοια, ο Σπυρίδων Βλάχος στα Ιωάννινα, ο Δεσπότης Σάμου και Ικαρίας Ειρηναίος, Παπαμιχαήλ, ο Κορινθίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, ο αντιστασιακός του ΕΔΕΣ Σεραφείμ Τίκας, ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Και δεν είναι ολίγοι εκείνοι που θυσιάστηκαν κατά την αδελφοκτόνο σύρραξη της περιόδου 19461949 συνθέτοντας το Σύγχρονο Συναξάρι Ιερομαρτύρων και Εθνομαρτύρων κληρικών, μία πρώτη καταγραφή τους ανεβάζει στους 536.
Αυτή είναι εν ολίγοις η προσφορά του κλήρου μας στον λαό μας, είναι τα ματωμένα ράσα των αγώνων και του Γολγοθά, αλλά και το φως το ανέσπερον της παιδείας, του πολιτισμού και της παραδόσεως. Είναι η Εκκλησία της θυσίας και της Αναστάσεως, του πάθους και της λυτρώσεως η Εκκλησία των Αγίων κληρικών μας, ως λίγο παλαιότερον του αγίου Γρηγορίου Ε’ και σχεδόν στους καιρούς μας του αγίου Χρυσοστόμου Καλαφάτη, του Σμύρνης. Μη λησμονούμε ποτέ τον ποιητή που μ ένα στίχο του αφήνει παρακαταθήκη στον λαό μας: Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη.