Σε απρόσμενες «παραχωρήσεις» προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται να έχει προχωρήσει η Άγκυρα. Ωστόσο, οι κινήσεις αυτές της γείτονος δεν οφείλονται στις αλτρουιστικές διαθέσεις της ή στον σεβασμό της στο διεθνές δίκαιο.
Την εβδομάδα που πέρασε δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο αποκάλυψαν ότι το τουρκικό Δημόσιο ετοιμάζεται να επιστρέψει το Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου στον νόμιμο κάτοχό του, δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Υπενθυμίζεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) είχε αποφανθεί υπέρ της επιστροφής του Ορφανοτροφείου στο Πατριαρχείο τον περασμένο Ιούνιο, δίνοντας χρονικό περιθώριο στην Άγκυρα ενός τριμήνου.
Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο, η Συνέλευση της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων αποφάσισε να μεταβιβάσει την κυριότητα του Ορφανοτροφείου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η απόφαση ελήφθη μεν ομόφωνα, ωστόσο η προτίμηση της Γενικής Διεύθυνσης ήταν αρχικά να μεταβιβαστεί η κυριότητα όχι στο Πατριαρχείο, αλλά στο κοινωφελές ίδρυμα της νήσου Πριγκήπου. Και ο λόγος προφανώς συνδέεται με την αναγνώριση του Πατριαρχείου.
Ως γνωστόν, η Άγκυρα αμφισβητεί πέραν του οικουμενικού χαρακτήρα του Πατριαρχείου και το νομικό του καθεστώς. Το ενδεχόμενο της ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης της κυριότητας του Ορφανοτροφείου στο Πατριαρχείο εντός ολίγων εβδομάδων γεμίζει λοιπόν με αισιοδοξία το Φανάρι, καθώς θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως έμμεση αναγνώρισή του. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης δεν έχει νομική ισχύ. Ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο των Πριγκηπονήσων έχει ήδη αποφανθεί επί του θέματος υπέρ του Πατριαρχείου και θα πρέπει να καθαρογραφεί πλέον η απόφαση, διαδικασία που θα κρατήσει τουλάχιστον ως τις αρχές Νοεμβρίου.
Ένα άλλο θέμα στο οποίο η Άγκυρα φαίνεται να κάνει παραχωρήσεις είναι η διαδοχή στον οικουμενικό θρόνο. Το τουρκικό υπουργείο Εσωτερικών έχει αποστείλει στο Πατριαρχείο τα έγγραφα σχετικά με την πολιτογράφηση 15 Μητροπολιτών. Από τους εν λόγω Μητροπολίτες απερρίφθη η αίτηση του Μητροπολίτη Αυστρίας Μιχαήλ, ο οποίος είναι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες που διαθέτει το Πατριαρχείο, με τη δικαιολογία ότι είναι κάτοχος αυστριακού διπλωματικού διαβατηρίου. Την απόδοση της τουρκικής υπηκοότητας προσπάθησε να την παρουσιάσει η ισλαμική κυβέρνηση, για λόγους προβολής στη διεθνή κοινότητα, ως άνοιγμα προς τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες. Στην προκειμένη περίπτωση προσπαθεί να πείσει τη Δύση ότι έτσι εξασφαλίζεται η διαδοχή στον οικουμενικό θρόνο, καθώς η τουρκική νομοθεσία απαιτεί να είναι τούρκος υπήκοος ο Πατριάρχης!
Οι απρόσμενες υποχωρήσεις της Άγκυρας σε ζητήματα που αφορούν άμεσα το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν περνάνε απαρατήρητες από τους αναλυτές. Πέρα από κάθε καχύποπτη διάθεση, η αλήθεια είναι ότι η μέχρι τώρα στάση της Άγκυρας δεν συμβαδίζει με τις πρόσφατες κινήσεις της. Να οφείλεται άραγε η αλλαγή στην πίεση των διεθνών θεσμών, όπως το ΕΔΑΔ, ή της παγκόσμιας κοινής γνώμης; Ευχόμαστε μόνο να μη συνδέεται με παραχωρήσεις στην ελληνική Θράκη με τη συγκυρία των εκλογών δευτεροβάθμιας διοίκησης στη χώρα μας, που συμπίπτουν χρονικά περίπου με την έκδοση της απόφασης από το τουρκικό δικαστήριο τον προσεχή Νοέμβρη... Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι έχουμε ήδη προσκαλέσει την τουρκική ηγεσία και θα μας επισκεφτεί σε λίγες εβδομάδες, η οποία ως γνωστόν δεν χάνει τον χρόνο της με εθιμοτυπικού χαρακτήρα επισκέψεις. Όσο για το θέμα της πολιτογράφησης των Μητροπολιτών, είναι εξίσου περίπλοκο. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ορισμένοι από τους εν λόγω ιεράρχες υπηρετούν σε Μητροπόλεις της ελληνικής επικράτειας, όπως την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, που υπάγονται στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου.
Η κοινή λογική, με βάση όσα έχουν προηγηθεί όλες αυτές τις δεκαετίες, λέει ότι το τουρκικό «άνοιγμα» προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί να αποδοθεί στην καλή διάθεση της Άγκυρας ούτε στο γεγονός ότι συνειδητοποίησε πως παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες και τις πανανθρώπινες αξίες και επιθυμεί να συμμορφωθεί. Γιατί με αυτήν τη λογική θα έπρεπε να είχε αποχωρήσει από τη Μεγαλόνησο, να είχε αποκαταστήσει την αδικία στην Ίμβρο, στην Τένεδο και στην Κωνσταντινούπολη, να είχε άρει το casus belli, να είχε αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων κ.ο.κ. Και δεδομένης της δυσμενούς συγκυρίας που διανύουμε, είναι εξίσου δύσκολο να ισχυριστούμε ότι το γεγονός οφείλεται στις «ασφυκτικές» πιέσεις που «ασκούμε». Άρα το μόνο που απομένει είναι…
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
ΠΗΓΗ