Στο θέμα τής μασονίας η Εκκλησία τής Ελλάδος έλαβε επίσημη θέση καί μάλιστα δύο φορές. Κατ αρχήν η Σύνοδος τής Ιεραρχίας ασχολήθηκε μέ το θέμα αυτό κατά τήν συνεδρία τής 7ης Οκτωβρίου 1933 καί εξέδωκε ειδική «Πράξη» (Εκκλησία 48/1933, σ. 37-39). Το κείμενο αυτό κάνει λόγο περί «διεθνούς μυητικού οργανισμού» καί «μυσταγωγικού συστήματος, όπερ υπομιμνήσκει τάς παλαιάς εθνικάς μυστηριακάς θρησκείας ή λατρείας, από τών οποίων κατάγεται καί τών οποίων συνέχειαν καί αναβίωσιν αποτελεί». Το κείμενο αναφέρεται σέ μαρτυρίες μασονικών κειμένων καί κατοχυρώνει τή θέση της «έκ τών έν ταίς μυήσεσιν δρωμένων καί τελουμένων».
Γιά τήν μύηση τού τρίτου βαθμού αναφέρεται πως αποτελεί «δραματικήν αφήγησιν τού θανάτου τού πάτρωνος τής μασονίας Χιράμ καί είδος τι μιμητικής επαναλήψεως του θανάτου τούτου. Ούτως η Μασονία αποδεδειγμένως τυγχάνει θρησκεία μυστηριακή, όλως διάφορος, χωρισμένη καί ξένη τής Χριστιανικής Θρησκείας».
Η Μασονία, λέγει στή συνέχεια το κείμενο, έχει θρησκευτικές τελετές, όπως το τεκτονικό βάπτισμα, ο τεκτονικός γάμος, το τεκτονικό μνημόσυνο, τά εγκαίνια τού τεκτονικού ναου κ.α. Εχει μυήσεις, τελετουργικά τυπικά, δική της ιεραρχική τάξη, εορτές ηλιοστασίων, θρησκευτικά συμπόσια καί μπορεί νά καταταχθεί στο χώρο τής θρησκευτικής φυσιολατρείας.
Η Ιερά Σύνοδος κατηγορεί τήν μασονία γιά συγκρητισμό, πράγμα που επιβεβαιώνει τήν καταγωγή της από τά αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια, τά οποία εδέχοντο στίς μυήσεις των κάθε λάτρη, οποιουδήποτε θεού. Μέ το νά ζητεi ή μασονία νά συμπεριλάβει στούς κόλπους της ολόκληρη τήν ανθρωπότητα, μέ τήν υπόσχεση πως θά τής προσφέρει «ηθικοποίησιν καί τελειοποίησιν καί γνώσιν τής αληθείας, ανυψοί ανεπαισθήτως εαυτήν είς είδος τι υπερθρησκείας, θεωρούσα πάσας τάς θρησκείας, μηδέ τής χριστιανικής τοιαύτης εξαιρουμένης ώς υποδεεστέρας αυτής. Υποτρέφει δέ ούτω είς τούς μύστας αυτής το φρόνημα, ότι μόνον έν τοίς μασονικοίς εργαστηρίοις γίνεται η κατεργασία καί λείανσις τού αξέστου καί ακατεργάστου λίθου».
Οί αξιώσεις τής μασονίας περί υπερθρησκείας αποδεικνύονται καί από το γεγονός ότι δημιουργεί μιά αδελφότητα, τήν οποία θεωρεί ότι εξυψώνεται πάνω από κάθε άλλη που βρίσκεται έξω, ακόμη κι αν πρόκειται γιά χριστιανική, ώς αδελφότητα που αποτελείται από βέβηλους. Μέ τή μασονική μύηση ο χριστιανός γίνεται αδελφός τού μυημένου οθωμανού ή βουδιστή ή οποιουδήποτε ορθολογιστή, ενώ ο χριστιανός που δέν έχει μυηθεί στή μασονία λογίζεται γι αυτόν βέβηλος.
Αντίθεση προς τή χριστιανική πίστη συνιστά επίσης καί η φυσική ηθική, που υιοθετείται από τή μασονία. H χριστιανική πίστη περιορίζει τον ανθρώπινο λόγο στά όρια τής θείας αποκαλύψεως και οδηγεί στον αγιασμό ώς αποτέλεσμα τής χάριτος τού Θεού. Αντίθετα η μασονία στηρίζει το ηθικό της οικοδόμημα «επί μόνων τών φυσικών δυνάμεων του ανθρώπου, προς φυσικούς όλως κατατείνουσα σκοπούς».
Η «Πράξις» της Ιεραρχίας αναφέρεται στήν καταδικαστική στάση τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας καί τών Προτεσταντικών Εκκλησιών καί μνημονεύει τήν σχετική αναφορά τής «Διορθοδόξου Επιτροπής» που συνήλθε στο Αγιο Ορος καί χαρακτήρισε τή μασονία ως σύστημα αντιχριστιανικόν καί πεπλανημένον». Κατά τήν θεση που πήρε ο τότε Αρχιεπίσκοπος τής Ελλάδος Χρυσόστομος, καί η οποία υπογραμμίζεται στήν «Πράξιν», κληρικοί που μετέχουν τής μασονίας είναι άξιοι καθαιρέσεως.
Η απόφαση αυτή τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος ανανεώθηκε μέ μία νέα, που ελήφθη κατά τήν 28ην Νοεμβρίου 1972 καί χαρακτηρίσθηκε «αυθεντικό κείμενο αυτής». Γι αυτό καί η Ιεραρχία «εμμένει απολύτως εις τά έν τή Πράξει οριζόμενα περί Μασονίας. Διακηρύσσει καί αύθις ότι η Μασονία είναι αποδεδειγμένως θρησκεία μυστηριακή, προέκτασις των παλαιών ειδωλολατρικών θρησκειών, όλως ξένη καί αντίθετος προς τήν εξ αποκαλύψεως σωτηριώδη αλήθειαν της Αγίας ημών Εκκλησίας. Διαδηλοί κατηγορηματικώς ότι η ιδιότης τού Μασόνου υπό οιανδήποτε μορφήν είναι ασυμβίβαστος προς τήν ιδιότητα του χριστιανού μέλους τού Σώματος τού Χριστού».
Η νέα αυτή απόφαση μνημονεύει καί επαινεί τήν υπ αριθ. 260/1.12.1969 απόφαση τού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μέ τήν οποία η μασονία κατεδικάσθη «ώς θρησκεία μυστική, μή γνωστή», καθώς καί τήν ανακοίνωση τής Ιερας Συνόδου, που δημοσιεύθηκε στή «Φωνή τού Κυρίου» (13.5.1970), όπου η μασονία στηλιτεύεται ώς θρησκεία.
Κλείνοντες το θέμα περί μασονίας, παρατηρούμε πως κατά τον ισχυρισμόν τών μασόνων, τουλάχιστον τού «κανονικού συστήματος», η μασονία δέν είναι θρησκευτική κίνηση καί δέν διαθέτει διεθνείς ιεραρχικές δομές. Αλλά ακόμη κι αν αυτό ανταποκρίνεται στήν πραγματικότητα, το μασονικό οικοδόμημα δέν συμβιβάζεται μέ τή χριστιανική πίστη.
Κατ αρχήν υπογραμμίζεται ότι το τελετουργικό αποτελεί είδος εμπειρίας πνευματικής εμβάθυνσης καί προσωπικού «εξευγενισμού», μετατροπής του «λίθου» από τήν κατάσταση του «ακατέργαστου» σέ «κατεργασμένου», δηλαδή τής «προσωπικής τελειώσεως». Αλλά αυτός ο δρόμος τής μασονίας είναι αντίθετος μέ τον χριστιανικό.
Η μασονική εμπειρία δέν οδηγεί τον άνθρωπο πέρα από τήν εμπειρία του εαυτού του ή τής κοινωνίας τών «αδελφών». Δέν ξεπερνάει τήν κτιστή πραγματικότητα καί εγκαταλείπει τον άνθρωπο μόνο. Γιά τον χριστιανό δέν υπάρχει τελείωση έξω από τή συμμετοχή του στή ζωή του Θεού «εν Χριστώ Ιησού». Η αγιότητα ανήκει στον Χριστό («είς άγιος») καί κατ επέκταση καί σέ εκείνους που μετέχουν τής ζωής τού Χριστού. Είναι αγιότητα «κατά μετοχήν» καί όχι ανεξάρτητη από τή χριστιανική πίστη καί από το φρόνημα του Χριστού.
Κατά τήν χριστιανική πίστη δέν μπορεί νά υπάρχει αδελφικός σύνδεσμος χωρίς το «Πνεύμα τής υιοθεσίας», ούτε ηθική χωρίς δόγματα. Εξάλλου δέν υπάρχει «κοσμοθεωρία τών δέκα εντολών», χωρίς τή σύνδεση μέ τήν διδασκαλία τής Παλαιάς καί τής Καινής Διαθήκης καί προ παντός χωρίς αναφορά στο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Ο χριστιανός δέν αποβλέπει στήν «πνευματική ζωή» ώς αποτέλεσμα ανθρωπίνων προσπαθειών, αλλά στήν αγιοπνευματική ζωή, που είναι δώρο τού Θεού.
Μέ το άγιο βάπτισμα προσλαμβάνεται ο πιστός στο Σώμα του Χριστού καί γίνεται «είς έν Χριστώ» μέ όλα τά άλλα μέλη τού ίδιου Σώματος, γίνεται «μέλος έκ μέρους». Δέν μπορεί νά δεχθεί τή μασονική μύηση καί τήν αντίληψη πως αυτή τον οδηγεi πέρα από το χώρο τού «βέβηλου» καί τον καθιστά πνευματικό αδελφό μέ τον πιστό του Ισλάμ ή όποιας θρησκείας.
Εμείς oι χριστιανοί πιστεύουμε πως γινόμαστε παιδιά του Θεού μόνο όταν λάβουμε το πνεύμα τής υιοθεσίας, διά του οποίου εντασσόμαστε στο Σώμα τού Χριστού μέ το άγιο βάπτισμα (Γαλ. γ 26). Μόνο τότε γινόμαστε «κατ επαγγελίαν κληρονόμοι». Το Αγιο Πνεύμα, πού ονομάζεται καί «Πνεύμα Χριστού», «συμμαρτυρεί τώ πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Eί δέ τέκνα, καί κληρονόμοι, κληρονόμοι μέν Θεού, συγκληρονόμοι δέ Χριστού» (Ρωμ. η 17). Το νά αξιολογήσει κανείς τή μασονική μύηση πάνω από το χριστιανικό βάπτισμα, αποτελεί βλασφημία εναντίον τού Αγίου Πνεύματος. Η μασονία δέν συνδέει τίς ήθικές αξίες, τίς οποίες κηρύττει μέ μία συγκεκριμένη πίστη σέ Θεό. Η περί Θεού εικόνα («Μέγας Αρχιτέκτων τών Κόσμων») προσδιορίζεται εντελώς υποκειμενικά, από τον καθένα μασόνο, ανάλογα μέ τίς προσωπικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η κατανόηση τού ανθρώπου καί τής ζωής, όπως άλλωστε καί ή περί Θεού αντίληψη, ξεπερνούν τά όρια μιάς συγκεκριμένης πίστης. Κατ αυτόν τον τρόπο η χριστιανική πίστη σχετικοποιείται καί εξισώνεται αξιολογικά μέ τήν πίστη του Ισλάμ, μέ το βουδδισμό κ.ο.κ. Οποιος ζεί «σωστά», λογίζεται καί «σωστός» απέναντι στο Θεό.
Η θέση αυτή δέν ταυτίζεται μέ τήν διδασκαλία τής χριστιανικής αγίας Γραφής καί μέ τήν πίστη στον Τριαδικό Θεό. Εδώ η χριστιανική Βίβλος δέν είναι πλέον η μοναδική Θεία αποκάλυψη. Εναλάσσεται μέ το Κοράνι, τίς Βέδες κ.ο.κ. Είναι «έναι» από τά πολλά «ιερά βιβλία»! Η χριστιανική πίστη δέν είναι η μόνη καί βεβαία οδός σωτηρίας, αλλά μία από τίς πολλές «ατραπούς». Ολες οί θρησκείες οδηγούν «στον ίδιο σκοπό». Μ αυτό τον τρόπο τά είδωλα γίνονται αντανάκλαση τής «μιάς θεότητας», τού «Μεγάλου Αρχιτέκτονα τών Κόσμων», ο οποίος είναι «ανοικτός» γιά όλες τίς Θεότητες. Εδώ πλέον δέν ισχύει η φράση, που αναφέρεται στον Ιησού Χριστό: «έν αυτώ κατοικεί πάν τό πλήρωμα τής Θεότητος σωματικώς». Ο απόστολος το υπογράμμισε αυτό γιά νά προφυλάξει τούς πιστούς από τήν ψευδή σοφία. Γι αυτό καί αναφέρει προηγουμένως: «Προσέχετε μήπως σάς παρασύρει κανείς μέ τή φιλοσοφία καί μέ κούφια απατηλά πράγματα, κατά τήν παράδοση τών ανθρώπων, κατά τά στοιχεία τού κόσμου καί όχι κατά Χριστόν» (Κολ. β 8-9).
Απο όσα αναφέρωμε γίνεται σαφές ότι η Μασονία είναι ασυμβίβαστη μέ τή Χριστιανική πίστη καί τήν ιδιότητα τού Ορθοδόξου Χριστιανού. Ιδιαίτερα επιση-μαίνουμε τον κίνδυνο διαβρώσεως τού ποιμαντικού έργου καί ακυρώσεις τού μηνύματος τού Ευαγγελίου καί τής έν Χριστώ ελπίδος.
Οπως καί άλλες αποκρυφιστικές ομάδες εγκαταλείπουν τον άνθρωπο εντελώς μόνο, στήν προσπάθειά του νά βρεί το αληθινό νόημα τής ζωής καί νά το πραγματώσει. Αύτό είναι δυνατόν μόνον διά τής θείας χάριτος, διά τής δωρεάς τού Χριστού. Ο λόγος του Κυρίου «ουδείς έρχεται πρός τόν πατέρα εί μή δι εμού» (Ιωάν. ιδ 6) βρίσκει εδώ πλήρη εφαρμογή.