Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

"ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΙ..!!!" - Τούρκεψαν την Κρήτη - Ακολουθεί η Δωδεκάνησος

Αν ανατρέξει κανείς στις επίσημες δηλώσεις που έγιναν κατά την επίσημη επίσκεψη του Κώστα Καραμανλή και της Ντόρα Μπακογιάννη στη Τουρκία τον Ιανουάριο του 2008, θα συμπεράνει ότι η Ελληνική πλευρά κινήθηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στη γνωστή γραμμή: Η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. περνάει μέσα από την επίλυση του Κυπριακού, την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης και την επίλυση των διακρατικών προβλημάτων. Είναι ο όμως έτσι; Από ό,τι φαίνεται, όχι. Στις παρασκηνιακές συζητήσεις Καραμανλή – Ερντογάν υπήρξε και ένα ακόμη θέμα, το οποίο αποκαλύφθηκε μόλις προ ελάχιστων ημερών. Συμφωνήθηκε για πρώτη φορά να δίνεται το δικαίωμα από το Τουρκικό κράτος σε ιεράρχες Ελληνικής καταγωγής η υπηκοότητας να λάβουν και την υπηκοότητα της γείτονος χώρας, αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα να διεκδικήσουν ακόμη και την εκλογή τους στον Οικουμενικό Πατριαρχικό Θρόνο.Έτσι, σε επισφράγιση των όσων συμφωνήθηκαν, 12 Μητροπολίτες του Οικουμενικού Θρόνου από Ελλάδα, Ευρώπη, Αμερική και Ασία βρέθηκαν στη Κωνσταντινούπολη και αιτήθηκαν της τουρκικής υπηκοότητας.

Σύμφωνα με πληροφορίες, πρόκειται για τους Μητροπολίτες της Αρχιεπισκοπής Κρήτης, Ιεραπύτνης και Σητείας Ευγένιο, Πέτρας και Χερονήσου Νεκτάριο, Κισάμου και Σελίνου Αμφιλόχιο, και Αρκαλοχωρίου και Βιάννου Ανδρέα, για τους Μητροπολίτες της Δωδεκανήσου, Καρπάθου Αμβρόσιο, Σύμης Χρυσόστομο, για τους Μητροπολίτες Ιταλίας Γεννάδιο και Αυστρίας Μιχαήλ, από την Αμερική ο Μπουένος Αϊρες Ταράσιος, ο Δαρδανελίων Νικήτας και οι Πισιδίας Σωτήριος και Νέας Ζηλανδίας Αμφιλόχιος.

Επίσης, τις προσεχείς ημέρες και ανάλογα με τον χρόνο απόφασης της τουρκικής υπηκοότητας αναμένεται να ακολουθήσει και δεύτερο κύμα ιεραρχών. Για τις θυγατέρες Εκκλησίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων παλαίφατων Πατριαρχείων δεν πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο. Η επιβίωσή τους περνάει και μέσα από την τήρηση του Συντάγματος και των νόμων που χωροταξίκα τα φιλοξενούν.

Για παράδειγμα στην Τουρκία, η απόκτηση τουρκικής υπηκοότητας τίθεται ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση του αξιώματος του Πατριάρχη η του Συνοδικού Μητροπολίτη, αφού για τη νομική τάξη της γείτονος χώρας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ένας υπάλληλος μεταξύ των πολλών της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης! Επίσης και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας λόγω των νόμων της Αιγύπτου είναι υποχρεωμένος να έχει και την Αιγυπτιακή υπηκοότητα.

Περισσότερα τα προβλήματα
Έγκυροι, θεολογικοί, διπλωματικοί και νομικοί κύκλοι επισημαίνουν όμως ότι η απόκτηση τουρκικής υπηκοότητας από τους νυν Ιεράρχες ενδεχομένως να δημιουργήσει πολλά περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη.

1) Εν πρώτοις, οι θεολόγοι διερωτώνται τι θα συμβεί με τους μητροπολίτες των Νέων Χωρών, που ναι μεν διοικητικά ανήκουν στην Εκκλησία της Ελλάδος, πνευματικά όμως υπάγονται στο Πατριαρχείο.

Γι΄ αυτούς τι ισχύει; Μπορούν και αυτοί να αιτηθούν τουρκικής υπηκοότητας; Και πόσο σύμφωνο με το εθνικό συμφέρον είναι ο Μητροπολίτης μια παραμεθόριας περιοχής να είναι και Τούρκος υπήκοος;

Ποιες θα είναι επίσης οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις που αυτονόητα και εύλογα γεννώνται του υποτιθέστω παραμεθορίου Μητροπολίτη με τη διπλή υπηκοότητα εάν αντιμετωπίσει μειονοτικό πρόβλημα στην περιφέρεια που ποιμένει;

Μέχρι σήμερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος δεν έχει καλέσει από τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών όσους ενδιαφέρονται να έχουν διπλή υπηκοότητα να αιτηθούν. Εάν όμως το πράξει στο μέλλον, τι θα συμβεί;

Ποια θα είναι η στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος; Θα υπάρχουν ιεράρχες της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος και με τουρκική υπηκοότητα;

2) Κατά δεύτερον, διπλωματικοί κύκλοι επισημαίνουν πως αυτή η κίνηση των ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τη μεγάλη προσπάθεια για την επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης.

Η επαναλειτουργία της οποίας αντιμετωπιζόταν θετικά και από τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα, προκειμένου να αποτελέσει φυτώριο ιερωμένων που θα στελεχώσουν στο μέλλον τις μητροπόλεις του Πατριαρχείου.

Μάλιστα κάποια υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών τόνιζαν προς την «Α» ότι ακόμη και αν η εύλογη πίεση του χρόνου (θα περάσουν πολλά χρόνια για να φθάσουν απόφοιτοι της Σχολής στα επισκοπικά αξιώματα, εάν και όποτε λειτουργήσει η Χάλκη) οδήγησε τον κ. Βαρθολομαίο και την τότε Ελληνική Κυβέρνηση σε αυτή τη «λύση», ας επιλέγονταν δύο τρείς ιεράρχες που θα αιτούνταν της Τουρκικής υπηκοότητας, χωρίς να παρατηρηθεί αυτός ο ιδιότυπος συνωστισμός ρασοφόρων προ της Νομαρχίας Κωνσταντινούπολης.

3) Τρίτον, έγκριτοι νομικοί με θεολογικές γνώσεις διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις για τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν έναντι της Τουρκίας όσοι αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου, και κυρίως εκείνοι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών της Κρήτης και της Δωδεκανήσου, πολύ δε περισσότερο των Νέων Χωρών, αποκτήσουν στο μέλλον διπλή υπηκοότητα.

Οι εν λόγω αυτοκέφαλες Εκκλησίες (Κρήτης και Δωδεκανήσου) λειτουργούν επί Ελληνικού εδάφους, οι ιεράρχες είναι και αυτοί πρώτα Έλληνες πολίτες και μετά οτιδήποτε άλλο, π.χ. ιερωμένοι.

4) Τέταρτον, δεν λείπουν και εκείνοι οι αναλυτές που με πραγματική αγάπη και πίστη για την ορθοδοξία και την πολύπαθη και αιματοβαμμένη ιστορία των Εκκλησιών της Ελλάδος και της Κρήτης, διερωτώνται για τον βαθμό ενημέρωσης των Μητροπολιτών που αιτήθηκαν της Τουρκικής υπηκοότητας, καθώς εγείρονται λεπτά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Ένα εξ΄αυτών των θεμάτων είναι και η περίπτωση των Τουρκοκρητών, οι οικογένειες των οποίων ενδέχεται να αξιοποιήσουν ως «προηγούμενο» την απόκτηση τουρκικής υπηκοότητας από Έλληνες ιεράρχες και να κινηθούν αντίστοιχα. Σε τέτοια περίπτωση δημιουργούνται ακόμη και εμπλοκές στα ζητήματα περιουσίας των Τουρκοκρητών στην Κρήτη.

Με αυτό το σκεπτικό δε, «εγκαλούν» τον κ. Βαρθολομαίο για ανεξήγητη βιασύνη, η οποία δημιουργεί νομικό, διπλωματικό και εκκλησιαστικό προηγούμενο που θα εμπλέξει τη χώρα και την Ορθοδοξία, παρά θα ενισχύσει τον ρόλο του σεβαστού σε άλλους Οικουμενικού Πατριαρχείου.

«Χρέος συνείδησης και τιμής»
Η «Α» επικοινώνησε με τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης κ. Ειρηναίο, ο οποίος σε αποκλειστικές δηλώσεις του επεσήμανε, ότι οι ιεράρχες του Θρόνου κινήθηκαν από την «αγωνία τους για την επιβίωση του Πατριαρχείου» και χαρακτήρισε την κίνησή τους ως «χρέος συνείδησης και τιμής».

Σχετικά δε με όσα αναγράφονται στο Διαδίκτυο περί μειωμένης εθνικής συνείδησης των ιεραρχών που αιτήθηκαν της Τουρκικής υπηκοότητας, τονίζει με έμφαση ότι «δεν θα δεχτούμε τέτοιες υποχωρήσεις και δεν θα κάνουμε εκπτώσεις. Είναι αστείο και να το σκέφτεται κανείς».

Συγκεκριμένα ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος δήλωσε: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας έχει συρρικνωθεί και εμείς θα θέλαμε να είμαστε κοντά του. Τον Πατριάρχη τον σταυρώνουν πάνω στον Σταυρό ακόμη. Δεν έχει αναστηθεί. Ο πληθυσμός στην πόλη είναι πλέον ελάχιστος.

Οι συνοδικοί ιεράρχες είναι μεγάλης ηλικίας και σε λίγα χρόνια θα μείνουν τρείς η τέσσερις για να συμμετάσχουν στη Σύνοδο. Από εμάς ζητήθηκε λοιπόν να δώσουμε την προσοχή μας, μόνον για να βοηθήσουμε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη. Να αισθάνεται ο Πατριάρχης ότι δεν είναι αβοήθητος και μόνος του. Πέραν αυτού τίποτα άλλο.

Εμείς ως Εκκλησία της Κρήτης στηρίζουμε τον θεσμό. Δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε. Ήταν και είναι αυτή η ευαισθησία μας. Δεν θα δεχτούμε άλλου είδους υποχωρήσεις. Δεν θα κάνουμε εκπτώσεις. Είναι αστείο να σκέφτεται κανείς οτιδήποτε άλλο».

Στην ίδια γραμμή και ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Αμφιλόχιος, εκ των νεοτέρων και ιδιαίτερα δυναμικών και δραστήριων ιεραρχών της Εκκλησίας της Κρήτης, επισημαίνει την ανάγκη σεβασμού των θεσμών της Εκκλησίας και του Οικουμενικού Θρόνου, ιδιαίτερα σήμερα που το μέλλον του Πατριαρχείου διαγράφεται νεφελώδες και δύσκολο.

Ο ίδιος ιεράρχης δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι η άμετρος κριτική στην κίνηση αυτή του Πατριάρχη υποκρύπτει άλλα σχέδια και σκέψεις.

Αμηχανία και αφωνία στο ΥΠΕΞ
Εντύπωση και ερωτήματα προκαλεί ωστόσο η αμήχανη στάση του αρμοδίου υφυπουργού Εξωτερικών κ. Σπύρου Κουβέλη, το γραφείο του οποίου σε τηλεφωνική επαφή, επικαλούμενο άλλοτε… αναρμοδιότητα (!) και άλλοτε το βεβαρυμμένο πρόγραμμα του υφυπουργού, απέφυγε μέχρι και την τελευταία στιγμή να απαντήσει έστω γραπτώς για το εάν εγκρίνει η όχι την τακτική που ακολουθεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο.