Τρίτη 7 Απριλίου 2009

ΔΙΕΚΔΙΚΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ

ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟ 1955 ΣΤΗΝ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ.
Ομογένεια στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο .

Βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), άνω των 130.000 ομογενών παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο. Έκτοτε, ως συνέπεια μίας σειράς συστηματικών διώξεων του τουρκικού κράτους, οι οποίες κορυφώθηκαν με τα Σεπτεμβριανά (1955)[1] και τις απελάσεις (1964)[2], οδήγησαν στη σταδιακή και ραγδαία συρρίκνωση του ελληνικού στοιχείου. Σήμερα, σαφώς λιγότεροι από 5000 ομογενείς έχουν απομείνει στην Τουρκία.
Η Άγκυρα, όχι μόνο δεν σεβάσθηκε τη Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά προέβη, με σύστημα και μέθοδο, σε κάθε ενέργεια, που θα οδηγούσε στον ξεριζωμό και στην μετανάστευση της ομογένειας εκτός της Τουρκίας. Αντίθετα, η μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα ευημερεί, ο δε αριθμός της από 86,000 το 1922, ξεπερνά κατά πολύ σήμερα τις 100.000.
Αντιμετώπιση της ομογένειας από το Τουρκικό κράτος 1923-2007
Παρά τις νομοθετικές τροποποιήσεις των δύο τελευταίων ετών, τις οποίες πραγματοποίησε η Τουρκία στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της, δεν έχουν παρατηρηθεί ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο αντιμετωπίσεως της ομογένειας από την τουρκική δημόσια διοίκηση. Όπως συμβαίνει και με τα περιουσιακά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, πολλά ομογενειακά Ευαγή Ιδρύματα (βακούφια) χαρακτηρίζονται «κατειλημμένα» (mazbut) και αιτήματα για την απόδοσή τους (ακόμη και Ιερών Ναών) στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους απορρίπτονται.
To 1974, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Τουρκίας (Yargitay), έκρινε ότι τα θρησκευτικά ιδρύματα δεν δύνανται να αποκτήσουν ακίνητη περιουσία, εάν η δυνατότητα προσκτήσεως ακινήτου περιουσίας δεν αναφέρεται ρητά στις δηλώσεις, τις οποίες υποχρεώθηκαν να υποβάλουν το 1936. Κατά συνέπεια, τα περισσότερα από τα ακίνητα που αποκτήθηκαν μετά το 1936 από θρησκευτικά ιδρύματα, είτε από δωρεές είτε με αγορά, κατέληξαν να αποτελούν περιουσία του τουρκικού κράτους. Η πρακτική αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα εκατοντάδες ακίνητα να εξακολουθούν να τελούν υπό τουρκική διοίκηση και, μακροπρόθεσμα, να περιέρχονται στην πλήρη κυριότητα του τουρκικού δημοσίου. Ήδη, η Μεγάλη του Γένους Σχολή δικαιώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για ακίνητα, τα οποία απέκτησε μετά το 1936.