Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας, Βλέπω νά γίνονται ὠμές παραβάσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων μέ τίς συμπροσευχές μετά τῶν αἱρετικῶν

1. Θά ἤμουν ἀνόητος πράγματι, ἄν, ἐπειδή ἐγώ, ὅπως καί ἄλλοι πατέρες Ἀρχιερεῖς, ἐλέγχω τήν μεγάλη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τήν ἄλλη μεγάλη αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἐνόμιζα, ὅπως γράφετε ἐναντίον μου στήν ἐφημερίδα «Γορτυνία», ὅτι δέν πρέπει νά ὑπάρχει «ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν λαῶν... γιά ἀνταλλαγή γνώσεων καί ἀπόψεων γιά τό καλό καί τήν πρόοδο τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἐπιστήμης». Ἀπό τά γραπτά μου κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τοῦ Παπισμοῦ αὐτό κατάλαβε ἡ νοημοσύνη σας, κ. Ἀναστόπουλε;
2. Δέν θά ἤμουν καλός ποιμένας καί θεολόγος, ἄν, ἐνῶ ἀκούω νά πλεονάζει στόν χῶρο μας διδασκαλία ξένη πρός τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἐνῶ βλέπω νά γίνονται ὠμές παραβάσεις τῶν ἱερῶν Κανόνων μέ τίς συμπροσευχές μετά τῶν αἱρετικῶν, ἐπίσκοπος ἐγώ, σιωπῶ γι᾽ αὐτό, ὅταν μάλιστα μέ προκαλεῖ καί τό ποίμνιό μου νά ὁμιλήσω καί νά διαμαρτυρηθῶ. Γιατί, θά μοῦ ἦταν ἐντροπή, θά ἦταν μεγάλη ἐντροπή γιά μένα τόν Ἐπίσκοπο, ὅταν, ἐνῶ στήν ποίμνη πού διακονῶ βλέπω ἱερεῖς καί μοναχούς καί λαϊκούς – ὄχι βέβαια ἐσᾶς – νά ἀγανακτοῦν καί νά διαμαρτύρονται γιά τά ἀκουόμενα καί θεώμενα ἐνάντια πρός τήν πίστη μας μέ τά ἐπί τροχάδην βήματα πρός τόν Οἰκουμενισμό, ἐγώ νά σιωπῶ καί νά ἐπαναπαύομαι, ἐγώ πού ὁρκίστηκα κατά τήν χειροτονία μου σέ Ἐπίκοπο νά εἶμαι κήρυκας καί ὑπερασπιστής τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.

3. Ἀπαντώντας, κ. Ἀναστόπουλε, στήν οὐσία τῆς πρός τήν «Γορτυνία» ἐναντίον μου ἐπιστολῆς σας, σᾶς λέγω ὅτι: Τό τι πρέπει νά γαπομε λους τούς νθρώπους λου το κόσμου καί νά θυσιαζόμαστε μάλιστα γι ατούς, ατό δέν σημαίνει τι πρέπει καί νά νώσουμε τήν δική μας ληθινή ρθόδοξη πίστη μέ τήν πλάνη τν αρετικν καί κακοδόξων καί νά συμπροσευχόμαστε μαζί τους. Ατό εναι πού ζητάει Οκουμενισμός. Ο γιοι Πατέρες μως μς λέγουν τι πρέπει νά φυλάγουμε τήν κρίβεια τς πίστης μας. Νά τήν κρατήσουμε πως τήν παραλάβαμε καί νά τήν παραδώσουμε καί μες κεραία καί νόθευτη στά δικά μας παιδιά, χωρίς καμμία πρόσθεση σ ατήν καί χωρίς καμμία φαίρεση π ατήν. Δέν χουμε κανένα δικαίωμα, χάριν μις κακς νοουμένης γάπης νά λλοιώσουμε τήν πίστη μας. Ατό δέν εναι γάπη, γιατί σωστή γάπη δέν πρέπει νά παραθεωρε τήν λήθεια. «ληθεύοντες ν γάπ» (!), λέγει πόστολος Παλος (φεσ. 4,15). Βεβαίως θά συναντηθομε μέ τούς παπικούς, γιά νά κάνουμε διάλογο μαζί τους, γιά νά τούς πομε καί νά τούς ποδείξουμε πό τήν γία Γραφή καί τά πατερικά κείμενα τι χουν λανθασμένη πίστη καί τι πρέπει λοιπόν νά τήν παρνηθον καί νά δεχθον τήν ληθινή ρθόδοξη πίστη, τήν ποία εχαν πρτα, λλά τήν παρνήθηκαν πειτα. Ατό πραγματικά εναι καί λέγεται γάπη, γιατί δέν θέλουμε ο λλοι νθρωποι νά ζον στήν πλάνη. Γι ατό πρέπει νά τούς μιλμε γιά τήν πλάνη τους.
4. Τό νά συναντηθῶ ὅμως ἐγώ ὁ ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος μέ τόν Πάπα καί νά τοῦ φιλήσω μάλιστα καί τό χέρι αὐτοῦ τοῦ αἱρετικοῦ καί νά κουβεντιάσω ὥρα μαζί του, χωρίς νά τοῦ πῶ τίποτε γιά τό λανθασμένο πιστεύω του, ἀλλά ἀντίθετα καί νά τόν σφίξω στήν ἀγκαλιά μου, δηλώνοντάς του μ᾽ αὐτό ὅτι τόν χαίρομαι ἔτσι ὅπως εἶναι στήν πλάνη του, αὐτό δέν λέγεται ἀγάπη. Εἶναι σάν ὁ ἰατρός ἀπό «ἀγάπη» νά μή λέγει στόν ἄρρωστο τήν ἀσθένειά του, ἀλλά ἀντίθετα νά τοῦ λέγει ὅτι εἶναι πολύ καλά μέ ἀποτέλεσμα νά πεθάνει ὁ ἀσθενής ἀπό τήν ...«ἀγάπη» τοῦ ἰατροῦ. Ναί! Ἐμεῖς οἱ ᾽Ορθόδοξοι ἔχουμε τήν «ὑγιαίνουσαν διδασκαλίαν» (πρβλ. Α´ Τιμ. 1,10), τήν ὁποίαν, ὡς πνευματικοί ἰατροί ἡμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι, πρέπει νά προσφέρουμε ὄχι μόνο στούς ἰδικούς μας πρός κατήχησή τους, ἀλλά καί στούς κακοδόξους καί αἱρετικούς γιά νά σωθοῦν ἀπό τόν «λοιμόν» τῆς αἱρέσεώς τους. Καί οἱ Παπικοί, μέ τούς ὁποίους γίνονται δυστυχῶς συμπροσευχές, εἶναι αἱρετικοί. Εἶναι πάρα πολλές οἱ πλάνες τους, μεταξύ τῶν ὁποίων λέγω μόνον ὅτι ἔχουν ἄλλη Ἁγία Τριάδα (μέ τό «Φιλιόκβε» τους), πιστεύουν ἄλλη Παναγία (μέ τό δόγμα τους περί «ἀσπίλου συλλήψεως») καί κάνουν διαφορετικά τόν σταυρό τους (μέ τά τέσσερα δάκτυλα). Τί συμπροσευχή λοιπόν νά κάνουμε μ᾽ αὐτούς; «Γιά νά προσευχηθῶ μαζί μέ κάποιον, πρέπει νά ἔχω τήν ἴδια πίστη μ᾽ αὐτόν», ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέροντας πατήρ Παΐσιος. Καί οἱ ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας καταδικάζουν μέ ἀφορισμό καί μέ καθαίρεση τήν συμπροσευχή μέ τούς αἱρετικούς. Γιατί λοιπόν μέ κατηγορεῖτε κ. Ἀναστόπουλε; Γιά τό ὅτι ὑπερασπίζομαι τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας; Ἀλλά ἔδωκα ὅρκο στήν χειροτονία μου εἰς Ἐπίσκοπο νά τό κάνω αὐτό.
5. Στό κήρυγμά μου (γραπτό καί προφορικό), κ. Ἀναστόπουλε, θέλω νά ἀκολουθῶ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνω «μεγάφωνό» τους. Ἀλλά ἐσεῖς στήν κατ᾽ ἐμοῦ ἐπιστολή σας προσβάλλετε καί τούς ἁγίους Πατέρες. Γιατί λέγετε ἀκριβῶς περί αὐτῶν: «Καί οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀνθρώπινα, ὑπαρξιακά καί κλαδικά συμφέροντα ὑπερασπίζοντο. Μᾶς συγκρίνει (ἐγώ ὁ Ἰερεμίας) τήν ἐποχή τοῦ...ἀραμπᾶ μέ τήν ἠλεκτρονική καί διαστημική!». Ὄχι, κ. Ἀναστόπουλε, μύριες φορές ὄχι! Εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ λόγος σας αὐτός. Γιατί οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅ,τι ἔλεγαν, ἔγραφαν καί ἔπρατταν, τό ἔκαναν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού, σάν ἅγιοι, εἶχαν πλούσια μέσα τους. Ὅταν λοιπόν σεῖς γιά τούς πνευματοφόρους καί θεοφόρους καί χριστοφόρους ἁγίους Πατέρες λέγετε ὅτι «ὑπερασπίζοντο ἀνθρώπινα, ὑπαρξιακά καί κλαδικά συμφέροντα», ὅταν τό πνευματοκίνητον καί θεοκίνητον τό λέτε «ἀνθρώπινα συμφέροντα», τότε, ναί, αὐτό εἶναι βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλά λέγετε παρακάτω καί τό ἄλλο ἐπίσης βλάσφημο: Ὅτι στήν ἐποχή μας εἶναι ξεπερασμένη ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Γιατί τώρα, λέτε, δέν ἔχουμε «τήν ἐποχή τοῦ...ἀραμπᾶ», ἀλλά «τήν ἠλεκτρονική καί διαστημική» ἐποχή καί ἑπομένως – βγαίνει ὡς συμπέρασμα – δέν μᾶς χρειάζονται οἱ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἦταν «στήν ἐποχή τοῦ...ἀραμπᾶ» καί «ὑπερασπίζοντο ἀνθρώπινα, ὑπαρξιακά καί κλαδικά συμφέροντα». Πόσο ἀσεβής, ὑβριστικός καί βλάσφημος κατά τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ λόγος σας αὐτός κ. Ἀναστόπουλε!... Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ξεπερασμένοι γιά τήν ἐποχή μας, ἄς βροῦμε κάποια ἄλλη διδασκαλία, μία ἄλλη θεολογία, γιά τήν σύγχρονο ἐποχή μας. Πῶς νά τήν ποῦμε αὐτή; Νά τήν ποῦμε «νεο-πατερική» θεολογία. Εἶναι αὐτό, κ. Ἀναστόπουλε, μία ἄλλη σύγχρονη αἵρεση, πού κυοφορεῖται, ἀπό «θεολογοῦντες» δυστυχῶς, στίς ἡμέρες μας.
6. Ἡ ὅλη σας θεωρία τῶν γραφομένων σας, κ. Ἀναστόπουλε, προέρχεται ἀπό τήν ἄλλη σας ἀντίληψη, ἡ ὁποία εἶναι χειρότερη καί ἀπό αἵρεση. Ναί! Ἄν αἵρεση εἶναι νά παρερμηνεύσει κανείς ἕνα δογματικό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἄς φανταστοῦμε πόσο φρικτό εἶναι τό νά ἀπορρίπτει κανείς ὁλόκληρο θεόπνευστο τμῆμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτό κάνετε ἐσεῖς. Ἀπορρίπτετε τό πρῶτο – τό καί μεγαλύτερο – τμῆμα τῆς θείας Ἀποκαλύψεως, τήν Παλαιά Διαθήκη. Γι᾽ αὐτό καί γράφετε στήν ἐπιστολή σας: «Πρίν τούς ἁγίους Πατέρες ὑπῆρξαν οἱ κλασσικοί φιλόσοφοι, πού χάρις στήν θεία φώτιση διέλυσαν τό σκότος τῆς ἀμάθειας καί ἔδωσαν τό φῶς τῆς γνώσεως παντοῦ». Πρίν ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, κ. Ἀναστόπουλε, ἦταν οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες, διά τῶν ὁποίων, κατά τήν πίστη μας, μίλησε τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιο...τό λαλῆσαν διά τῶν Προφητῶν», λέγουμε στό «Πιστεύω» μας. Τούς φιλοσόφους τούς γνωρίζω καί τούς μελετῶ, ἀλλά αὐτοί δέν ἦταν θεόπνευστοι. Ἐνῶ οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Πατριάρχες καί Προφῆτες, – ὁ Ἀβραάμ, γιά παράδειγμα, τόν ὁποῖον σεῖς βρίζετε – ἦταν θεόπνευστοι καί ἀξιώθηκαν νά δοῦν θεοπτία, τόν «Ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ», ὁ Ὁποῖος ἦταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἐνεφανίζετο στούς καθαρούς στήν ψυχή καί πρίν ἀκόμη ἀπό τήν σάρκωσή Του (Γεν. 22,11-12). Κάποτε μοῦ εἴπατε ὅτι δέχεσθε μόνο τήν Καινή Διαθήκη. Ἀλλά ἡ ἔκφραση «Καινή Διαθήκη» προϋποθέτει ὑπάρχουσα «Παλαιά Διαθήκη». Ἀφοῦ, λοιπόν, σεῖς ἀπορρίπτετε τήν Παλαιά Διαθήκη, βρεῖτε κάποια ἄλλη ἔκφραση, γιά νά δηλώσετε αὐτό πού ἐμεῖς ὀνομάζουμε «Καινή Διαθήκη».
7. Τέλος, σᾶς δηλώνω ὅτι ὁ πόθος μου εἶναι, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἐκφράζω λόγῳ καί ἔργῳ τήν πατερική διδασκαλία, ἡ ὁποία ποτίζει τήν ὀρθόδοξη πίστη μας καί ἀναθεματίζει τίς συμπροσευχές τῶν Ὀρθοδόξων μέ τούς αἱρετικούς. Καί θέλω νά ἐκφράζω αὐτήν τήν διδασκαλία, διότι πιστεύω ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι θεοφόροι καί πνευματοφόροι καί δέν πιστεύω ὅτι «ὑπερασπίζοντο ἀνθρώπινα, ὑπαρξιακά καί κλαδικά συμφέροντα», ὅπως ἐσεῖς βλασφήμως λέγετε περί αὐτῶν. Ὁ πόνος μου ὅμως εἶναι ὅτι, παρά τό ὅτι μέ ἠλέησε ὁ Θεός καί μέ ἔκανε Ἀρχιερέα Του, χωρίς νά τό ἀξίζω, ἔχω ἀκάθαρτη καρδιά. Γι᾽ αὐτό καί ἐπιθυμῶ νά μοῦ δώσει ὁ Θεός δάκρυα μετανοίας, ὥστε, καθαιρόμενος δι᾽ αὐτῶν, νά ἀποκτήσω τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ· καί ὅταν θά μοῦ βάλουν τό μαχαίρι στόν λαιμό γιά τήν πίστη, νά μήν ἀρνηθῶ τό μαρτύριο, ἀλλά νά μπορῶ νά πῶ καί ἐγώ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Δημητσανίτου, ἀνεψιοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε´, τοῦ ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἀπαγχονισθέντος: «Πιό βαθιά τό μαχαίρι· δέν ἀρνοῦμαι τήν πίστη μου καί τήν ἀγάπη μου στόν Χριστό»!