«Εφέντη, κουρτουλάμα θυμιαντό τζικάρ» («Κύριε μην πολυσκαλίζεις, θα βγει θυμιατήρι»).
Αυτή η φράση καρδιάς ενός μωαμεθανού, κατοίκου της περιοχής του Όφι του Πόντου, όταν ο ανακριτής επίμονα του ζήτησε το όνομα του παππού του, χωρίς να ξέρει ότι ήταν ιερέας, είναι μια δυνατή φωνή ότι η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού και ο ξερριζωμός, δεν έσβησαν, δεν αλλοίωσαν, δεν ξεύτισαν και δεν ψεύτισαν μέσα τους, όσων έμειναν πίσω, την πίστη τους.
Παρίσταναν εξωτερικά τους μωαμεθανούς, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, αλλά μυστικά ζούσαν ως ορθόδοξοι.
Ήταν ένα δράμα, αλλά ταυτόχρονα και μια ισχυρή απόδειξη της χριστιανικής συνείδησής τους.
Τι και αν κάτοικοι χωριών στον Πόντο εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ως μωαμεθανοί.
Παράλληλα σε ερημικά και εγκαταλελειμμένα παρεκκλήσια, όπου ιερείς ντυμένοι δερβίσηδες, που ταξίδευαν από χωριό σε χωριό, για να εξυπηρετούν κρυφά τις θρησκευτικές ανάγκες των κρυπτοχριστιανών, έψαλλαν τη θεία λειτουργία, κοινωνούσαν και εξομολογούνταν.
Τελούσαν νεκρώσιμη ακολουθία του δικού τους ανθρώπου, που πολλές φορές τον ενταφίαζαν κρυφά. Έτσι ένας χότζας πίστευε ότι στο χωριό Κρώμνη οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, αφού, όπως έλεγε, «δέκα χρόνια δεν είδα ούτε μια κηδεία».
Τι και αν πήγαιναν υποχρεωτικά στα τζαμιά για το τακτικό ναμάζι, εκεί μέσα μυστικά και σιωπηρά η προσευχή τους ήταν χριστιανική.
Όσο πιο κρυφά γινόταν και με πολλές δυσκολίες, όταν μπορούσαν, έκαναν ορθόδοξο γάμο και βάφτιζαν τα παιδιά.
Τι και αν έκαναν περιτομή και έπαιρναν μουσουλμανικά ονόματα, οι ίδιοι μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν χριστιανικά ονόματα και τα μεταβίβαζαν στους απογόνους τους.
Μεγάλη δύναμη έπαιρναν από τις εικόνες, που φύλαγαν μέσα στα αμπάρια και στα σεντούκια.
Και όταν θυμιάτιζαν έκλειναν τις πόρτες και τον φεγγίτη για να μη φτάνει ως έξω η μυρωδιά του λιβανιού.
***
Ένα συγκλονιστικό περιστατικό, που δείχνει ότι οι Έλληνες του Πόντου δεν εξισλαμίστηκαν, δεν πέταξαν την Ορθοδοξία στη λάσπη, δεν περιφρόνησαν την αρετή της πίστης, δεν έγιναν «ανθρωπάκια» και δεν απαρνήθηκαν και δεν πρόδωσαν τον Χριστό, διέσωσε (το πρωτοδημοσίευσε το 1858 στην εφημερίδα «Nord» των Βρυξελλών και ένα χρόνο αργότερα στο γερμανικό λογοτεχνικό περιοδικό «Magazin fur die Literatur des Auslandes»), ο Ρώσος γεωλόγος και γεωγράφος Τσίχατσεφ, ο οποίος επισκέφτηκε αρκετές φορές για τις έρευνές του τον Πόντο.
«Τον καιρό της παραμονής μου στην Κερασούντα, μ επισκέφτηκε ο Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν. Εάν αυτός δεν επέμενε τόσο πολύ να μου μιλήσει, εγώ θα αρνιόμουν να τον δεχτώ, γιατί δεν είχα ούτε καιρό ούτε διάθεση να λογομαχώ μ ένα Μουσουλμάνο πάνω σε θέματα του Κορανίου.
Όταν όμως ο ψευτοϊερωμένος Μουσουλμάνος Σουλεϊμάν με πληροφόρησε ότι συγχρόνως είναι και Έλληνας ιερέας με το όνομα Παρθένιος η έκπληξη μου ήταν μεγάλη. Ακριβώς γι' αυτό είχε αποφασίσει να μ' ενοχλήσει.
Αυτός με παρακάλεσε ως χριστιανός να τον βοηθήσω να βγει από μια τρομερά δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:
«Τη βοήθεια τη χρειάζομαι εγώ, μου είπε ο γέρος, και ένα χοντρό δάκρυ κύλησε στα άσπρα μακριά και μεταξωτά γένια του. Εμένα δε μου έμεινε πολύς καιρός να ζήσω και μπορώ να συνεχίσω κρυφά να υπηρετώ τον δικό μου Θεό, έτσι όπως τον υπηρετώ σχεδόν 70 χρόνια.
Εγώ, όμως, έχω μια κόρη την οποία μπροστά στον κόσμο τη φωνάζω Φατημέ, όμως όταν είμαστε οι δυο μας, τη σφίγγω στο στήθος μου, τη χαϊδεύω και τρυφερά προφέρω το όνομά της Σοφία.
Εγώ πρέπει να γλιτώσω το αγνό αυτό πλάσμα. Ήρθε ο καιρός να παντρευτεί και δεν μπορώ πολύ καιρό ακόμη να αρνούμαι να τη δώσω στους Μουσουλμάνους, που άκουσαν πολλά για την ομορφιά της.
Μεταξύ τους υπάρχουν και παντοδύναμοι Μουσουλμάνοι. Εγώ νιώθω ότι δεν θα επιζήσω εκείνη τη μέρα, όταν ο Τούρκος που θα την παντρευτεί θα κλείσει τον άγγελό μου στο χαρέμι.
Σας παρακαλώ να βοηθήσετε την καημένη μου Σοφία κι έναν συγγενή συνοδό της, κι αυτός χριστιανός, να περάσουν στην Κριμαία, στην Τιφλίδα ή σε κάποια άλλη χριστιανική χώρα.
Θα του δώσω λεφτά, για να εξασφαλίσει την ύπαρξη της κόρης μου και θα αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στις προσευχές παρακαλώντας το Θεό να ανταμείψει την καλοσύνη σας.
»Τα λόγια του γέρου με συγκίνησαν βαθιά, γράφει ο Τσίχατσεφ, κι εγώ βιάστηκα να κάνω ό,τι μπορώ κι ό,τι μου επέτρεπε η θέση μου για την κόρη του ιερέα Παρθένιου».
***
Σήμερα σε 60 χωριά της Τραπεζούντας, κυρίως στην περιοχή του Όφι, ζουν –σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς–χιλιάδες κρυπτοχριστιανοί.
Φανερά ανήκουν στο Ισλάμ. Σε δημόσια μέρη μιλούν τουρκικά. Αφανέρωτα, όμως, λατρεύουν το Χριστό.
Στο σπίτι μιλούν ελληνικά, που τα έμαθαν από τους προγόνους τους, και ο καθένας έχει δύο ονόματα.
Έτσι, αν κάποιος απ' αυτούς παρουσιάζεται με ένα άσπρο ή πράσινο τουρμπάνι και ονομάζεται Μεχμέτ ή Σελίμ, το βράδυ ενώνεται με τους ομοθρήσκους του και δέονται ικετευτικά προς τον αληθινό Θεό.
Οι άνθρωποι αυτοί μιλούν ελληνικά και ονομάζονται Πέτρος ή Γεώργιος ή Συμεών κ.λπ.
***
Η αξία της πίστης των κρυπτοχριστιανών του Πόντου είναι μεγάλη, γιατί τη διατηρούν μέσα σε αντίξοες συνθήκες.
Με υπομονή: Να μην εγκαταλείψουν τον Σωτήρα.
Με επιμονή: Μέχρι τέλους μαζί Του.
Με Αναμονή της δικής Του παρουσίας.
Και δεν μπορούμε, παρά να θαυμάζουμε τις αντοχές τους. Πρόκειται στην ουσία για μαρτύριο αφανούς Ορθόδοξης μαρτυρίας.
Ομολογούν το Χριστό, όχι με το στόμα, αλλά με το πνεύμα. Και ζουν πνευματικές εμπειρίες.
Μέσα στις μεγάλες δυσκολίες, δεν τα χάνουν, Και όταν αλλεπάλληλες δοκιμασίες τους χτυπούν, ξέρουν, που να καταφύγουν, από που να αντλήσουν δύναμη.