Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το πρόσφατο δημοσίευμα του αμερικανικού «Defence One» και τις πληροφορίες περί παροχής 25 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ελλάδα, με στόχο την υπογραφή νέων στρατιωτικών συμβολαίων;
Συνεχές αποδεικνύεται το pressing της Ουάσιγκτον προς την Αθήνα, με τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια να λαμβάνουν μορφή χιονοστιβάδας, κάτι το οποίο καθιστά τη «γειτονιά» της Ελλάδας ως μείζον πεδίο γεωπολιτικής — και όχι μόνο — αντιπαράθεσης.
Πολύ πρόσφατα, η αμερικανική ιστοσελίδα «Defence One», η οποία ανήκει στον όμιλο «Atlantic Media» και αντηχεί τις απόψεις τις αμερικανικής γεωπολιτικής ελίτ, αποκάλυψε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «τρέχει» ένα project, ονόματι «European Recapitalisation Incentive Programme», με στόχο την παράδοση αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού σε πέντε χώρες των Βαλκανίων και μία της Κεντρικής Ευρώπης (σ.σ. Σλοβακία).
Ανάμεσα σ' αυτές συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, η οποία αναφέρεται ότι θα λάβει το ποσό των 25 εκατομμυρίων δολαρίων ως επενδυτικό κίνητρο για την προμήθεια αμερικανικού οπλισμού και την απόρριψη όπλων ρωσικής ή κινεζικής κατασκευής.
Το δημοσίευμα, όπως είναι φυσικό, προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση τόσο ως προς το αμιγές περιεχόμενό του, όσο και ως προς τη χρονική συγκυρία που βλέπει το φως της δημοσιότητας —δεδομένων και των τεταμένων σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Τουρκίας.
Πώς μπορούν να χρηματοδοτηθούν οι στρατιωτικές ανάγκες μίας χώρας, μέσω ενός προγράμματος μόλις 25 εκατομμυρίων δολαρίων; Ποιες μπορεί να είναι οι πραγματικές επιδιώξεις της αμερικανικής κυβέρνησης απέναντι στην Ελλάδα; Και το κυριότερο, κατά ποσό μπορεί να ωφεληθεί η Αθήνα από μία τέτοια συμφωνία;
Ούτε για… «ζήτω» δεν φθάνουν τα 25 εκατ. δολάρια
Μιλώντας στο Sputnik, o καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, στέκεται ιδιαιτέρως στον προϋπολογισμό του επίμαχου project, ο οποίος αφορά την Ελλάδα. Δηλαδή τα 25 εκατομμύρια δολάρια.
«Πρόκειται για ένα ποσό, το οποίο δεν αντικατοπτρίζει μία σοβαρή αντίληψη επενδυτικής και στρατιωτικής δυνατότητας» τονίζει χαρακτηριστικά. «Αυτά τα χρήματα δεν είναι ένα σοβαρό ποσό» σπεύδει να προσθέσει, εξηγώντας ότι είναι ελάχιστα, προκειμένου να καλύψουν τις στρατιωτικές ανάγκες της Ελλάδας.
Δεν παραλείπει, μάλιστα, να ισχυριστεί ότι απώτερος στόχος της Ουάσιγκτον δεν είναι η οικονομική στήριξη της Αθήνας, αλλά… η αποστολή συγκεκριμένων μηνυμάτων σε συγκεκριμένους παραλήπτες.
«Είναι ένα παιχνίδι πολιτικής, το οποίο εμφανίζεται, κορυφώνεται και μετά εκπίπτει, δηλαδή ξεφουσκώνει. Θα έλεγα ότι δεν πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία (σ.σ. στην πιθανότητα εκταμίευσης των 25 εκατ. δολαρίων)» επισημαίνει ο κ. Γιαλλουρίδης, υιοθετώντας μία ψύχραιμη προσέγγιση.
Αντίθετα, συνεχίζει, το λανθάνον μήνυμα του επίμαχου δημοσιεύματος είναι ότι «η Ουάσιγκτον σ' αυτή τη χρονική περίοδο στηρίζει Αθήνα». «Δηλαδή θέλει να δείξει ότι τα αμερικανικά πανιά πνέουν περισσότερο προς την Αθήνα και λιγότερο προς την Άγκυρα.»
© Sputnik / Алексей Никольский
Άλλωστε, κατά τον ίδιο, «αυτά που δημοσιεύονται δεν είναι τυχαία, καθώς άπτονται των στρατηγικών συμφερόντων της Ουάσιγκτον στην περιοχή» της Ανατολικής Μεσογείου. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μία συμβολική κίνηση του Λευκού Οίκου, με πραγματικό παραλήπτη την… Τουρκία, η οποία ερίζει με τις ΗΠΑ για την προμήθεια των ρωσικών S-400.
«Στις κινήσεις στρατηγικής, υπάρχουν και αυτές (σ.σ. κινήσεις) που γίνονται για να στείλουν μηνύματα. Η Ουάσιγκτον θέλει να στείλει ένα μήνυμα στην Τουρκία ότι τα πράγματα είναι δύσκολα και ένα μήνυμα στην Ελλάδα ότι τη στηρίζει αυτή την περίοδο» διαμηνύει ο έγκριτος καθηγητής.
Εξάλλου, στη διαμάχη μεταξύ των δύο πάλαι ποτέ ισχυρών νατοϊκών συμμάχων (σ.σ. Τουρκία, ΗΠΑ), όπως σημειώνει ο κ. Γιαλλουρίδης, οι ΗΠΑ «προβάλλουν ως σφήνα την Ελλάδα», η οποία «υποτίθεται ή θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως ένας αξιόπιστος σύμμαχος».
Εκμεταλλεύονται, δηλαδή, την Αθήνα ως μοχλό πίεσης προς την Άγκυρα, προκειμένου ο Ερντογάν να τερματίσει το «φλερτ» με τη Μόσχα και να ευθυγραμμιστεί με τις νατοϊκές σκοπιμότητες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Την ίδια ώρα, ο αναλυτής υπενθυμίζει ότι η ιδέα του αμερικανικού «dealer», δηλαδή της χώρας που θα διανέμει χρήματα ως κίνητρο για την εξασφάλιση πλουσιοπάροχων συμβολαίων στρατιωτικών προμηθειών, μόνο καινούρια δεν είναι.
«Από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ θεωρούνται και είναι η χώρα που αξιοποιεί ή εκμεταλλεύεται — ανάλογα το πώς θα το δει ο καθένας — τη θέση και τον ρόλο της Ελλάδος, με στόχο να την εμφανίσει ως πιστό σύμμαχο και ως ακολουθούντα των οδηγιών της Ουάσιγκτον» σπεύδει να συμπληρώσει.
«Κανένα όφελος για την Ελλάδα»
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο αντιπτέραρχος εν αποστρατεία και γενικός γραμματέας του Ελληνορωσικού Συνδέσμου, Παύλος Χρήστου, ο οποίος θεωρεί αδιανόητο «να αγοράζουμε αμερικανικά στρατιωτικά συστήματα, προκειμένου να εμποδίσουμε την προμήθεια αντίστοιχων συστημάτων απ' άλλες χώρες».
© AP Photo / Thanassis Stavrakis
Την ίδια ώρα, δεν παραλείπει να προειδοποιήσει ότι «η συσσώρευση οπλικών συστημάτων στην Ελλάδα δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί να προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια». Και ο λόγος είναι απλός: «Δεν μπορείς να παίζεις μόνο με έναν παίκτη (σ.σ. ΗΠΑ), γιατί μ' αυτόν τον τρόπο είσαι απολύτως εξαρτημένος από αυτόν».
Ως εκ τούτου, ο κ. Χρήστου αντιτάσσεται στην ένταξη της Ελλάδας στο συγκεκριμένο αμερικανικό project, εκτιμώντας ότι η στρατιωτική προσκόλληση της Αθήνας στην Ουάσιγκτον δεν θα συνεπάγεται οφέλη για την ελληνική πλευρά. «Μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι προς το όφελός της» επαναλαμβάνει.
Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, καθιστά αναγκαία την επίτευξη ενός πλουραλισμού στις πηγές προμήθειας στρατιωτικού εξοπλισμού, καλώντας την Ελλάδα να στραφεί προς άλλες κατευθύνεις, όπως για παράδειγμα την ευρωπαϊκή και τη ρωσική αμυντική βιομηχανία.
Εξάλλου, κατά τον ίδιο, «το ζήτημα της αγοράς αμυντικών συστημάτων σχετίζεται και με την εξέλιξη της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας». «Χωρίς αυτή (σ.σ. ελληνική αμυντική βιομηχανία) είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε εξαρτημένοι από βιομηχανίες του εξωτερικού, να μην παράγουμε τίποτα και να πληρώνουμε πανάκριβα αμυντικά συστήματα» καταλήγει ο αντιπτέραρχος ε.α.