Η ίδια ιστορία των δανείων στην Ελλάδα του τότε και του σήμερα!
Τα αγγλικά δάνεια, 1823 και 1824
Φοβερή αδράνεια επικρατούσε στην κυβέρνηση περί την εκτέλεση του εθνικού καθήκοντος.
Οι προπαρασκευές κατά των Τούρκων και Αιγυπτίων γίνονταν τόσο νωχελικά σαν να ήταν ο πόλεμος ψεύτικος.
Και όμως στην διάθεσή της είχε ασφαλείς και τακτικούς πόρους που οι προκάτοχές της κυβερνήσεις στερούνταν. Το αποφασισμένο από τη δεύτερη εθνική συνέλευση δάνειο είχε επιτευχθεί στο Λονδίνο στις αρχές του 1824. Περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφειων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν τα πουγγιά τους.
Τους έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο για το δάνειο Ορλάνδο και Λουριώτη βοήθησε την άνοιξη του 1824 η ευνοϊκή σύμπτωση, ότι την εποχή εκείνη συγκινούσε τον εμπορικό κόσμο της Αγγλίας ο πόθος υπερπόντιων επιχειρήσεων. Το δάνειο υπογράφηκε στην κατοικία του λόρδου δημάρχου με τον εμπορικό οίκο Ρίκαρντ, ύστερα από ένα πλούσιο τραπέζι, στο οποίο παρευρίσκονταν ο δούκας του Σώσεξ και η αντιπολίτευση, είχε δε ονομαστική αξία 800.000 λιρών στερλινών.
Ένα δεύτερο δάνειο, που εγκρίθηκε στις αρχές του 1825 έδωσε στην κυβέρνηση Κουντουριώτη 2.000.000 λίρες. Από τα χρήματα αυτά, εννοείται, λίγα έφτασαν στην Ελλάδα.
Οι δύο έλληνες αντιπρόσωποι έπεσαν στα νύχια των εγγλέζων σαράφηδων, που κατάφεραν να τους ξεγελάσουν. Τα δάνεια συμφωνήθηκαν προς 59% και 51, 5% και στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν από μεν το πρώτο κάπου 300.000 λίρες και από το δεύτερο κάπου 600.000. Τα υπόλοιπα κρατήθηκαν σα μεσιτικά, προμήθεια, τόκοι, τοκοχρεωλύσια, και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθεια του πλήθους.
Ανάγκη υπήρξε ακόμα να μοιραστούν δώρα σε «φίλους της Ελλάδος που προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες», να κρατηθούν οδοιπορικά, ναύλοι και να πληρωθούν εφημερίδες. Ο λόρδος Κόχραν προσλήφθηκε ναύαρχος των Ελλήνων με μισθό.
Και μόνη η πρόσληψή του, επειδή είχε πολεμικές περγαμηνές στην Βραζιλία, έφτασε να υψωθούν οι τιμές των ελληνικών χρεωγράφων και να κερδοσκοπήσουν οι Ρίκαρντ.
Υπετίθετο ότι ο Κόχραν με ένα μικρό ατμοκίνητο θα συνέτριβε τον τουρκικό στόλο, θα βομβάρδιζε την Κωνσταντινούπολη και θα έκανε περιττή κάθε πολεμική ενέργεια των Ελλήνων!
Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ένα ναυπηγείο αντί υπέρογκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοια, που τά’χε παραγγείλει η αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Με τα έξι αυτά σαπιοκάραβα επρόκειτο να βυθιστεί το τουρκικός στόλος!
Οι τιμές που συμφωνήθηκαν ήταν 130.000 λίρες, με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825. Όμως, μόνον ένα κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία», το φθινόπωρο του 1826· άλλα δύο έφτασαν στα 1827, και τα τρία υπόλοιπα διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου. Ο μέγας στόλαρχος Κόχραν μόλις την άνοιξη του 1827 κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα!
Εκτός τούτου στάλθηκε στην Αμερική ένας γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν, ο οποίος αν και είχε μεσάνυχτα από την ναυτική τέχνη έλαβε εντολή, αφού πληρώθηκε αδρότατα, να παραγγείλει εκεί δύο φρεγάτες για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως. Αν και η τιμή τους ορίστηκε σε 160.000 λίρες, οι ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν τα διπλά κι έτσι βραδύτατα άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας οίκος κινδύνευε να χρεωκοπήσει, οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος ευχαριστήθηκαν παραλαμβάνοντας μόνον τη μία, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα τέλη του 1826.
Αλλά ούτε και το κουτσουρεμένο υπόλοιπο των δανείων παραδόθηκε έγκαιρα και πρόθυμα στην Ελλάδα. Η πρώτη δόση του δανείου από 80.000 λίρες έμεινε στην Ζάκυνθο και δεν παραδινόταν στην κυβέρνηση, επειδή ο Μπάιρον, του οποίου απαιτούνταν η εντολή, είχε πια πεθάνει, η δε ιονική κυβέρνηση παρενέβαλε προσκόμματα για την έκδοσή του. Μόλις στα τέλη του 1824 στάλθηκε από το Λονδίνο η εντολή να παραδοθεί [στους Έλληνες].
Υπήρχε όμως η ελπίδα ό,τι περισώθηκε από τα νύχια των τοκογλύφων να φτάσει στα χέρια του ελληνικού λαού; Ο ίδιος ο Μπάιρον στο κρεββάτι του ψυχομαχητού του ανησυχούσε αν τα δάνεια θα έπεφταν σε καλά χέρια, και φοβόταν ότι η ιδιοτέλεια ορισμένων φρατριαστών μάλλον, παρά το έθνος, θα καρπωνόταν τα χρήματα του δανείου.
G. Maurer: Ο ελληνικός λαός, σ. 139-141.