Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

Η Ελλάδα στο στόχαστρο των βαλλιστικών πυραύλων της Τουρκίας

Στο ευρύτερο πλαίσιο που εξοπλιστικού εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, πολλές φορές η πραγματική απειλή χάνεται στις κορώνες της Άγκυρας για εξωτικά συστήματα εγχώριας ανάπτυξης και κατασκευής,
που θα ενσωματώνουν την αιχμή την τεχνολογίας.
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό πολλές φορές Τούρκοι αξιωματούχοι, έχουν δηλώσει ότι η ολοκλήρωση βαλλιστικού πυραυλικού συστήματος βεληνεκούς μέχρι 2.500 χλμ. (Menzil), βρίσκεται σε προωθημένο στάδιο εξέλιξης. Φυσικά πριν από μια πενταετία είχαν δηλώσει ότι το σύστημα θα έχει ολοκληρωθεί σε μια διετία και ακόμη δεν υπάρχει κάποια επίσημη ανακοίνωση.
Ωστόσο οι τουρκικοί μεγαλοϊδεατισμοί δεν θα πρέπει να κάνουν την ελληνική πλευρά να βλέπει το δέντρο και όχι το δάσος, διότι η τουρκική βαλλιστική απειλή υφίσταται και είναι σοβαρή. Μπορεί λοιπόν τα 2500 χιλιόμετρα να είναι υπερβολικά για τα σημερινά δεδομένα της τουρκικής βιομηχανίας, όμως  θυμίζουμε πως το περασμένο Φεβρουάριο το Υφυπουργείου Αμυντικών Βιομηχανιών (SSM) της Τουρκίας ανακοίνωσε την σύμβαση με την Roketsan για την ανάπτυξη του βαλλιστικού βλήματος B (Bora). Παράλληλα είναι πραγματικότητα ότι η Τουρκία διαθέτει περισσότερους από 1.600 πυραύλους εδάφους- εδάφους, βεληνεκούς έως και 300 χλμ., το οποίο σημαίνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο στόχαστρο τους.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ

Η πυραυλική προδιάθεση της Τουρκίας έχει μακρά ιστορία και έχει τις ρίζες στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ως σημαντικοί σταθμοί θα πρέπει να θεωρηθούν το 1996 όπου υπογράφηκε μυστική συμφωνία με την Κίνα για την προμήθεια αριθμού ΠΕΠ TR-300 Kasirga διαμετρήματος 302 χλστ. και βεληνεκούς τουλάχιστον 100 χλμ. καθώς και τη μεταφορά τεχνογνωσίας από την Κίνα στην Τουρκία για την κατασκευή βαλλιστικών πυραύλων.
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο η Τουρκία υπέγραψε με τις ΗΠΑ σύμβαση για την προμήθεια 72 πυραύλων MGM-140 Block I ATACMS. Ο περιορισμός του αριθμού των ATACMS και των ΠΕΠ MLRS (μόλις 12 εκτοξευτές), σε αντιστοιχία με την ελληνική προμήθεια 36 ΠΕΠ MLRS M270 θα πρέπει σήμερα να αποκωδικοποιηθεί ως μια αποτυχημένη τουρκική προσπάθεια να εκμαιεύσει από τις ΗΠΑ πυραυλική τεχνογνωσία.
Ωστόσο με την αθρόα εισαγωγή σε υπηρεσία πυραυλικών συστημάτων με βεληνεκή μέχρι σήμερα που ανέρχονται σε 300 χλμ. (J-600T Yildirim II), οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν πλέον τη δυνατότητα να προσβάλουν ελληνικούς στόχους σε μεγάλες αποστάσεις (σε βάθος), δημιουργώντας ήδη σημαντική ανισορροπία στον ολικό συσχετισμό στρατιωτικής ισχύος μεταξύ των δύο χωρών. Δυστυχώς, το τουρκικό Πυροβολικό με τα πυραυλικά του συστήματα έχει σήμερα διασφαλίσει βεληνεκή που του επιτρέπουν να κερδίζει τη μάχη του βεληνεκούς, και του αντι-πυροβολικού, ενώ υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να προσβάλει ελληνικά μείζονα αστικά κέντρα και πολύ σημαντικές υποδομές, στόχους «υψηλής αξίας», προσδίδοντας σε αυτές τις προσβολές χαρακτήρα στρατηγικού πλήγματος.
Ταυτόχρονα, καθώς τα υψηλής τακτικής και στρατηγικής ευκινησίας τροχοφόρα οχήματα των εκτοξευτών των πυραύλων μπορούν να κινηθούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και τη νύκτα, ο εντοπισμός, προσβολή και καταστροφή τους αποτελεί πολύ δύσκολο επιχειρησιακό πρόβλημα για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Επίσης η Τουρκία έπειτα από μακρόχρονη και συστηματική εθνική επένδυση στη διαστημική τηλεπισκόπηση (δορυφόροι Gokturk, κ.λπ.) διαθέτει πλέον ικανότητα στοχοποίησης με εξαιρετική ακρίβεια.
Οι προαναφερθείσες δυνατότητες δημιουργούν προϋποθέσεις για την αποδέσμευση μέρους του τουρκικού αεροπορικού δυναμικού για την προσβολή στόχων ξηράς ή και την αεροπορική υποστήριξη χερσαίων και ναυτικών επιχειρήσεων, με συνέπεια την εμπλοκή του σε επιχειρήσεις αεροπορικής υπεροχής. Εάν σε όλο το προαναφερθέν σκηνικό προστεθεί και η μελλοντική παράμετρος της απόκτησης S-400 από την Τουρκία είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει να συμπεριλάβουν το σύνολο των προαναφερθέντων απειλών στην επιχειρησιακή σχεδίαση για την αντιμετώπιση τους σε ένα σαφώς ευρύτερο διακλαδικό πλαίσιο.