Στίγκλιτς στους NYT: «Ελλάδα, πρόβατον επί σφαγήν». Στο αναποτελεσματικό τρίτο μνημόνιο, που επί της ουσίας στέλνει την Ελλάδα σαν πρόβατο στη σφαγή, αναφέρεται εκτενώς για μία ακόμη φορά ο αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος
Τζόζεφ Στίγκλιτς στους New York Times. Στηλιτεύοντας κυρίως την εμμονή στη λιτότητα, ο διακεκριμένος οικονομολόγος επιχειρεί να εξηγήσει τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών με ένα παράδειγμα από τις φυλακές των οφειλετών του 19ου αιώνα.
«Τίποτα από αυτά δεν έχει λογική ακόμα και από την οπτική γωνία των πιστωτών. Είναι σαν τη φυλακή των οφειλετών του 19ου αιώνα. Όπως οι φυλακισμένοι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν εισόδημα για να αποπληρώσουν τα χρέη τους, έτσι και η ολοένα και βαθύτερη ύφεση στην Ελλάδα θα την κάνει όλο και πιο ανίκανη να αποπληρώνει τα χρέη της», γράφει χαρακτηριστικά ο Στίγκλιτς.
Ο αμερικανός οικονομολόγος, ο οποίος παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία, «εμπλεκόμενος – όπως ο ίδιος υποστηρίζει – με όλες τις πλευρές», αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλές ευθύνες για να αποδοθούν ενόσω η ελληνική κρίση περνάει στο επόμενο στάδιο. Τονίζει ωστόσο ότι έχοντας περάσει την τελευταία εβδομάδα στην Αθήνα, μιλώντας σε απλούς πολίτες, νέους και ηλικιωμένους, καθώς και με νυν και πρώην αξιωματούχους, έχει καταλήξει πλέον στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει έχει να κάνει με πολλά περισσότερα από την Ελλάδα και το ευρώ. Και υπογραμμίζει ότι αν υπάρχει κάτι εντυπωσιακό στο λεγόμενο τρίτο μνημόνιο είναι ότι δεν έχει λογική ούτε για την Ελλάδα ούτε για τους πιστωτές της.
«Καθώς διάβαζα τις λεπτομέρειες, είχα την αίσθηση του deja vu. Ως επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, είδα από πρώτο χέρι στην Ανατολική Ασία τις καταστροφικές επιπτώσεις των προγραμμάτων που επιβλήθηκαν στις χώρες που είχαν στραφεί για βοήθεια στο ΔΝΤ. Επιπτώσεις, οι οποίες δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της λιτότητας, αλλά και από των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπου πολύ συχνά το ΔΝΤ ξεγελάστηκε και επέβαλε απαιτήσεις που ευνοούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα έναντι άλλων. Υπήρξαν εκατοντάδες όροι, μικροί, μεγάλοι, πολλοί άσχετοι, ορισμένοι σωστοί, ορισμένοι εντελώς λάθος, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι έχαναν τις μεγάλες αλλαγές που πραγματικά απαιτούνταν», υποστηρίζει ο Στίγκλιτς.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος κάνει μία αναδρομή στην Ινδονησία του 1998, όταν είδε ο ίδιος πώς το ΔΝΤ κατέστρεψε το τραπεζικό σύστημα της χώρας. «Θυμάμαι την εικόνα του Μισέλ Καμντέσους, του τότε γενικού διευθυντή του ΔΝΤ, να στέκεται πάνω από τον πρόεδρο Σουχάρτο καθώς η Ινδονησία παρέδιδε την οικονομική της κυριαρχία. Σε συνάντηση στην Κουάλα Λουμπούρ τον Δεκέμβριο του 1997, προειδοποίησα πως θα ακολουθούσε αιματοχυσία στους δρόμους μέσα σε έξι μήνες. Οι ταραχές ξέσπασαν πέντε μήνες αργότερα στην Τζακάρτα και αλλού στην Ινδονησία. Τόσο πριν όσο και μετά την κρίση στην Ανατολική Ασία, και στις κρίσεις στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική (πιο πρόσφατα στην Αργεντινή), τα προγράμματα αυτά απέτυχαν», τονίζει ο Στίγκλιτς για να σημειώσει με νόημα ότι τελικά τα παθήματα του παρελθόντος δεν έγιναν μαθήματα.
«Είτε εφαρμοστεί σωστά είτε όχι το πρόγραμμα, θα οδηγήσει σε μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, όπως συνέβη και με μία παρόμοια προσέγγιση στην Αργεντινή: οι μακροοικονομικές πολιτικές που απαιτούνται από την τρόικα θα οδηγήσουν σε βαθύτερη ύφεση την Ελλάδα. Γι’ αυτό η νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, είπε πως πρέπει να υπάρξει αυτό που κατ’ ευφημισμόν λέγεται «αναδιάρθρωση χρέους» - δηλαδή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μια διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους. Έτσι, το πρόγραμμα της τρόικας διέπεται από ανακολουθίες: οι Γερμανοί λένε πως δεν θα υπάρξει διαγραφή και πως το ΔΝΤ πρέπει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Το ΔΝΤ ωστόσο δεν μπορεί να συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα στο οποίο το επίπεδο χρέους δεν είναι βιώσιμο και τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα», αναφέρει ο Στίγκλιτς.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται, όπως και στην Ινδονησία, σημειώνει ο αμερικανός οικονομολόγος, για να υπογραμμίσει ωστόσο ότι πολλές από αυτές που απαιτούνται έχουν ελάχιστη σχέση με την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα: «Η λογική πίσω από πολλές βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχει εξηγηθεί σωστά, ούτε στον ελληνικό λαό ούτε στους οικονομολόγους που προσπαθούν να τις κατανοήσουν. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια διαδεδομένη πεποίθηση στην Ελλάδα πως συγκεκριμένα συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας χρησιμοποιούν την τρόικα για να πετύχουν αυτό που δεν θα μπορούσαν μέσω πιο δημοκρατικών διαδικασιών».
Ο Στίγκλιτς κάνει εκτενή λόγο σε όλα τα παράλογα του τρίτου μνημονίου: από τους κινδύνους της υψηλής φορολόγησης για τους οποίους προειδοποιεί το ΔΝΤ, αλλά τελικά επιμένει σε αυτούς, έως τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τους έλληνες ολιγάρχες, αλλά που εν πολλοίς έχουν παραμείνει εκτός ατζέντας - «το οποίο δεν αποτελεί έκπληξη, αφού η τρόικα έχει δείξει κατά καιρούς στο παρελθόν να είναι στο πλευρό τους».
Για την ώρα, η Ελληνική κυβέρνηση έχει συνθηκολογήσει. Ο αμερικανός οικονομολόγος θέλει να ελπίζει ότι καθώς η χαμένη πενταετία γίνεται χαμένη δεκαετία, καθώς η πολιτική γίνεται πιο άσχημη και αυξάνονται οι αποδείξεις ότι οι πολιτικές αυτές έχουν αποτύχει, «η τρόικα θα συνέλθει». Το πιθανότερο ωστόσο, καταλήγει ο Στίγκλιτς, είναι ότι η τρόικα θα κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια: θα επιρρίψει τις ευθύνες στο θύμα.
«Τίποτα από αυτά δεν έχει λογική ακόμα και από την οπτική γωνία των πιστωτών. Είναι σαν τη φυλακή των οφειλετών του 19ου αιώνα. Όπως οι φυλακισμένοι οφειλέτες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν εισόδημα για να αποπληρώσουν τα χρέη τους, έτσι και η ολοένα και βαθύτερη ύφεση στην Ελλάδα θα την κάνει όλο και πιο ανίκανη να αποπληρώνει τα χρέη της», γράφει χαρακτηριστικά ο Στίγκλιτς.
Ο αμερικανός οικονομολόγος, ο οποίος παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία, «εμπλεκόμενος – όπως ο ίδιος υποστηρίζει – με όλες τις πλευρές», αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλές ευθύνες για να αποδοθούν ενόσω η ελληνική κρίση περνάει στο επόμενο στάδιο. Τονίζει ωστόσο ότι έχοντας περάσει την τελευταία εβδομάδα στην Αθήνα, μιλώντας σε απλούς πολίτες, νέους και ηλικιωμένους, καθώς και με νυν και πρώην αξιωματούχους, έχει καταλήξει πλέον στο συμπέρασμα ότι αυτό που πραγματικά συμβαίνει έχει να κάνει με πολλά περισσότερα από την Ελλάδα και το ευρώ. Και υπογραμμίζει ότι αν υπάρχει κάτι εντυπωσιακό στο λεγόμενο τρίτο μνημόνιο είναι ότι δεν έχει λογική ούτε για την Ελλάδα ούτε για τους πιστωτές της.
«Καθώς διάβαζα τις λεπτομέρειες, είχα την αίσθηση του deja vu. Ως επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, είδα από πρώτο χέρι στην Ανατολική Ασία τις καταστροφικές επιπτώσεις των προγραμμάτων που επιβλήθηκαν στις χώρες που είχαν στραφεί για βοήθεια στο ΔΝΤ. Επιπτώσεις, οι οποίες δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της λιτότητας, αλλά και από των λεγόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, όπου πολύ συχνά το ΔΝΤ ξεγελάστηκε και επέβαλε απαιτήσεις που ευνοούσαν συγκεκριμένα συμφέροντα έναντι άλλων. Υπήρξαν εκατοντάδες όροι, μικροί, μεγάλοι, πολλοί άσχετοι, ορισμένοι σωστοί, ορισμένοι εντελώς λάθος, αλλά σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι έχαναν τις μεγάλες αλλαγές που πραγματικά απαιτούνταν», υποστηρίζει ο Στίγκλιτς.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος κάνει μία αναδρομή στην Ινδονησία του 1998, όταν είδε ο ίδιος πώς το ΔΝΤ κατέστρεψε το τραπεζικό σύστημα της χώρας. «Θυμάμαι την εικόνα του Μισέλ Καμντέσους, του τότε γενικού διευθυντή του ΔΝΤ, να στέκεται πάνω από τον πρόεδρο Σουχάρτο καθώς η Ινδονησία παρέδιδε την οικονομική της κυριαρχία. Σε συνάντηση στην Κουάλα Λουμπούρ τον Δεκέμβριο του 1997, προειδοποίησα πως θα ακολουθούσε αιματοχυσία στους δρόμους μέσα σε έξι μήνες. Οι ταραχές ξέσπασαν πέντε μήνες αργότερα στην Τζακάρτα και αλλού στην Ινδονησία. Τόσο πριν όσο και μετά την κρίση στην Ανατολική Ασία, και στις κρίσεις στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική (πιο πρόσφατα στην Αργεντινή), τα προγράμματα αυτά απέτυχαν», τονίζει ο Στίγκλιτς για να σημειώσει με νόημα ότι τελικά τα παθήματα του παρελθόντος δεν έγιναν μαθήματα.
«Είτε εφαρμοστεί σωστά είτε όχι το πρόγραμμα, θα οδηγήσει σε μη βιώσιμα επίπεδα χρέους, όπως συνέβη και με μία παρόμοια προσέγγιση στην Αργεντινή: οι μακροοικονομικές πολιτικές που απαιτούνται από την τρόικα θα οδηγήσουν σε βαθύτερη ύφεση την Ελλάδα. Γι’ αυτό η νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, είπε πως πρέπει να υπάρξει αυτό που κατ’ ευφημισμόν λέγεται «αναδιάρθρωση χρέους» - δηλαδή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μια διαγραφή ενός σημαντικού μέρους του χρέους. Έτσι, το πρόγραμμα της τρόικας διέπεται από ανακολουθίες: οι Γερμανοί λένε πως δεν θα υπάρξει διαγραφή και πως το ΔΝΤ πρέπει να συμμετέχει στο πρόγραμμα. Το ΔΝΤ ωστόσο δεν μπορεί να συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα στο οποίο το επίπεδο χρέους δεν είναι βιώσιμο και τα χρέη της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμα», αναφέρει ο Στίγκλιτς.
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται, όπως και στην Ινδονησία, σημειώνει ο αμερικανός οικονομολόγος, για να υπογραμμίσει ωστόσο ότι πολλές από αυτές που απαιτούνται έχουν ελάχιστη σχέση με την αντιμετώπιση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα: «Η λογική πίσω από πολλές βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχει εξηγηθεί σωστά, ούτε στον ελληνικό λαό ούτε στους οικονομολόγους που προσπαθούν να τις κατανοήσουν. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια διαδεδομένη πεποίθηση στην Ελλάδα πως συγκεκριμένα συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας χρησιμοποιούν την τρόικα για να πετύχουν αυτό που δεν θα μπορούσαν μέσω πιο δημοκρατικών διαδικασιών».
Ο Στίγκλιτς κάνει εκτενή λόγο σε όλα τα παράλογα του τρίτου μνημονίου: από τους κινδύνους της υψηλής φορολόγησης για τους οποίους προειδοποιεί το ΔΝΤ, αλλά τελικά επιμένει σε αυτούς, έως τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν τους έλληνες ολιγάρχες, αλλά που εν πολλοίς έχουν παραμείνει εκτός ατζέντας - «το οποίο δεν αποτελεί έκπληξη, αφού η τρόικα έχει δείξει κατά καιρούς στο παρελθόν να είναι στο πλευρό τους».
Για την ώρα, η Ελληνική κυβέρνηση έχει συνθηκολογήσει. Ο αμερικανός οικονομολόγος θέλει να ελπίζει ότι καθώς η χαμένη πενταετία γίνεται χαμένη δεκαετία, καθώς η πολιτική γίνεται πιο άσχημη και αυξάνονται οι αποδείξεις ότι οι πολιτικές αυτές έχουν αποτύχει, «η τρόικα θα συνέλθει». Το πιθανότερο ωστόσο, καταλήγει ο Στίγκλιτς, είναι ότι η τρόικα θα κάνει αυτό που κάνει τα τελευταία πέντε χρόνια: θα επιρρίψει τις ευθύνες στο θύμα.