Έχει αναγνωριστεί ως γενοκτονία από χώρες από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς και από τη Διεθνή Ένωση Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών. Ωστόσο, η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου πάντα θα αποτελεί λόγο «ενόχλησης» και «προσβολής» για τη «σύμμαχο και γείτονα» Τουρκία, ο ιδρυτής του κράτους της οποίας,
Μουσταφά Κεμάλ, ήταν ο «αρχιτέκτονας» της δεύτερης μεγάλης γενοκτονίας του 20ού αιώνα, η οποία εκτιμάται ότι κόστισε τη ζωή σε περίπου 213.000 και 368.000 Έλληνες του Πόντου (άλλες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μέχρι και 382.000 νεκρούς). Όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν, κατέφυγαν στην Ελλάδα και τη Ρωσία, σηματοδοτώντας το τέλος ενός κομματιού της ελληνικής ιστορίας διάρκειας χιλιάδων ετών, με «θέατρο» τον Εύξεινο Πόντο.
Η Γενοκτονία των Ποντίων, που βρέθηκε πρόσφατα στο επίκεντρο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, μετά τις γνωστές τοποθετήσεις του υπουργού Παιδείας, Νίκου Φίλη (οι οποίες έγιναν παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει αναγνωρίσει επίσημα τη Γενοκτονία από το 1994 και καθιερώσει ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο τη 19η Μαΐου), όπως προαναφέρθηκε, έχει αναγνωριστεί και από την IAGS (International Association of Genocide Scholars) από το 2007. Οι Πόντιοι, οι Έλληνες που ζούσαν στα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, ζούσαν στην περιοχή από την αρχαιότητα, και το 1914- κατά την έναρξη των διώξεων- υπολογίζονταν στους 450.000 στον Μικρασιατικό Πόντο και σε 400.000 στη Ρωσική Αυτοκρατορία, αποτελώντας, μαζί με τους Έλληνες της Ανατολής (που περιελάμβαναν και τους Έλληνες της Πόλης) το σύνολο των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σφαγές και οι εκτοπισμοί, που διήρκεσαν ως το 1923, εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του προμελετημένου από τους Νεότουρκους εγκλήματος της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της ανατολής.
Σειρά συγκλονιστικών μαρτυριών από τη γενοκτονία, όπως φτάνουν στις ημέρες μας μέσω διηγήσεων και κειμένων, δημοσιεύει το PontosNews, σε εκτενές αφιέρωμα όπου μεταφέρονται βιώματα που κόβουν την ανάσα- βιώματα τα οποία σηματοδοτούν το τέλος μιας ιστορίας χιλιετιών. Ακολουθούν, μεταξύ άλλων, κάποιες από αυτές.
«Πολλά είδαμε και πολλά περάσαμε. Έβλεπες τους ανθρώπους να τρώνε ψοφίμια, πολλές φορές μάλιστα εγένοντο ομηρικαί μάχαι δια να κόψη κανείς ένα κομμάτι, ακόμα και από αυτά που έκειντο μέσα στον δρόμο» . (Από το χειρόγραφο του Κωνσταντίνου Ιορδανίδη «Η εξορία των χωριών Τρουψί και Μπάτσανα» (Αθήνα 1966). Πηγή: Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (επιμ.), Η Έξοδος, τόμ. Γ΄, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 2013, σ. 577 via Pontosnews)
H διήγηση του Χαράλαμπου Κρυλλίδη, από ένα χωριό στη Σεβάστεια το οποίο πλέον δεν υπάρχει.
«Είμασταν περισσότερες από 100 γυναίκες και είχαμε 8-10 παιδιά, ηλικίας 2 έως 7 χρονών και αποφασίσαμε να τα πνίξουμε μην τυχόν και κλάψει κάποιο ή μιλήσει, και όταν οι Τούρκοι θα ήταν κοντά μας θα ανακάλυπταν την κρυψώνα μας και θα μας συλλάμβαναν. Τότε η καθεμία από εμάς πήρε το παιδί της άλλης και το έπνιξε, σφίγγοντας το λαιμό του και αφήνοντας το νερό του καταρράκτη να μπει μέσα στο στόμα του. Κάποιο κοριτσάκι 6-7 χρονών όταν είδε το τι γινότανε, μας παρακάλεσε να μην της βγάλουμε από το λαιμό κάτι χαϊμαλιά που είχε και μας είπε στα τούρκικα "πενί ποορκενέ τσιτσιλεριμί τσικάρτμαγιν", δηλαδή όταν με πνίγετε να μη βγάλετε από το λαιμό μου τα χαϊμαλιά…». (Βαρβάρα Σαλτσίδου από το Κόλοου Έρπαας, γεννημένη το 1902 , καταγραφή: Μάρτιος 1966, via Pontosnews)
Zωντανές Μαρτυρίες μνήμης