H 'Μεγάλη Ιδέα [1] ήταν αλυτρωτικό κίνημα και η κύρια πολιτική του Ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή, η οποία είχε στόχο το Ελληνικό Κράτος να απελευθερώσει όλες τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν μεγάλοι Ελληνικοί πληθυσμοί,
και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά άνηκαν σε Έλληνες την αρχαία εποχή (Νότια Βαλκάνια,Μικρά Ασία)[2].
και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά άνηκαν σε Έλληνες την αρχαία εποχή (Νότια Βαλκάνια,Μικρά Ασία)[2].
Επί της ουσίας πρόκειται για αλυτρωτικό ελληνικό οραματισμό, τον οποίο εμπνεύσθηκε ως όρο για δημαγωγικούς λόγους ο πρώτος Συνταγματικός πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλέττης στα μέσα του 19ου αιώνα και στον οποίο στήριξε ολόκληρη την πολιτική του. Αναφέρεται στην προσπάθεια επανάκτησης των χαμένων εδαφών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και παρέμεινε ως στόχος ουσιαστικά όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων μέχρι τον Αύγουστο του 1922, οπότε και εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η Μεγάλη Ιδέα είναι μια έννοια ποικιλόμορφη,[3] ανάλογη προς το πεδίο μέσα στο οποίο εκφράζεται στη διάρκεια αυτής της περιόδου, γεγονός που την καθιστά εν μέρει προβληματική για την ιστορική έρευνα.
Η ανάδυση τούτης της ιδέας στη συλλογική συνείδηση του νεαρού ελληνικού κράτους δεν είναι αυθύπαρκτη ή στιγμιαία, αλλά φαίνεται να έρχεται ως αποτέλεσμα της ανάδυσης του φαινομένου των ενσυνείδητων εθνικιστικών κινημάτων της Ευρώπης του 19ου αιώνα,[4] προσλαμβάνοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας. Συνεπώς, είναι σε ένα βαθμό αναγκαία η γνώση ενός γενικού περιγράμματος των γεγονότων που οδήγησαν την Ευρώπη σε μια περίοδο αναταραχών και επαναστάσεων και κατ' επέκταση σε αυτά που ο Έρικ Χομπσμπάουμ αποκαλεί «ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα».
Η Eποχή των επαναστάσεων και η ιδιαιτερότητα του ελληνικού εθνικισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στην Ευρώπη κατά το τέλος του 18ου ως τα μέσα του 19ου αιώνα συντελείται μια διπλή επανάσταση. Αρχικά αυτή που ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση», η οποία αλλάζει θεαματικά το δυναμικό της παραγωγικής ικανότητας σε πολλά πεδία και τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας τινάζοντας στον αέρα τις παραδοσιακές κοινωνίες και οικονομίες του ευρωπαϊκού κόσμου. Κατόπιν έρχεται η Γαλλική Επανάσταση, η οποία προσφέρει το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής άποψης και γίνεται η έμπνευση για έναν οικουμενικό, σχεδόν, ξεσηκωμό, με στόχο τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό[1]. Ο όρος οικουμενικός δικαιολογείται, αν ανατρέξει κανείς σε παγκόσμιους ιστορικούς χάρτες[2] και δει πόσα απελευθερωτικά κινήματα διαδραματίστηκαν ανάμεσα στο 1811 και το 1840, παράλληλα με την παγκόσμια βρετανική οικονομική διείσδυση που αντλεί τη δύναμή της από τη βιομηχανική επανάσταση.
Από την κήρυξη του πολέμου των Η.Π.Α. στους Βρετανούς και τη βρετανική διείσδυση στην Ιάβα το 1812, το Μονοπώλιο των Ανατολικών Ινδιών, τους πολέμους για την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής και τον Σιμόν Μπολιβάρ 1811-1826), την εξέγερση στην Πορτογαλία (1820), την επανάσταση των φιλελεύθερων στην Ισπανία (1820), ως την εξέγερση του Μεξικού (1822), την εξέγερση της Πολωνίας (1830), τα πρώτα συνδικάτα των βρετανών εργατών και την πρώτη νομοθεσία για την απαγόρευση της παιδικής εργασίας (1819), ο κόσμος –και εκείνος που συνδεόταν εξαρχής με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και εκείνος που μόλις τώρα τη γνωρίζει- συγκλονίζεται κυριολεκτικά. Μέσα σε αυτό το κλίμα της γενικής εξέγερσης προς τον στόχο του αυτοπροσδιορισμού καθιερώνεται ο όρος εθνικισμός ως τάση της δημιουργία ενός έθνους ή την εθνική απελευθέρωση. Αυτή είναι η αρχική σημασία του όρου κατά τον 19ο αιώνα και όχι η μεταγενέστερη, που πλησιάζει ενίοτε την έννοια του σωβινισμού[3]. Αποτέλεσμα του αναβρασμού είναι η ανάδειξη νέων κοινωνικών τάξεων που διεκδικούν το δικαίωμα να μιλούν εκ μέρους του λαού, να τον συσπειρώνουν και να τον εξεγείρουν ενάντια στις κατεστημένες μοναρχίες ή αυτοκρατορίες.
Ο εθνικισμός του 19ου αιώνα είναι αστικός, στον βαθμό που στηρίζεται στα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά στρώματα, τους διοικητικούς υπαλλήλους και τους διανοούμενους[4]. Είχε δηλαδή μεγάλη σχέση με τις μορφωμένες τάξεις, γεγονός που ώθησε στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της επαναστατικής πρωτοπορίας μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Παρόλα αυτά, η διαμόρφωση του ενσυνείδητου εθνικισμού σε αυτή την περίοδο δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη μόρφωση, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού πληθυσμού είναι ακόμη αναλφάβητο. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι αναγκαστικές μεταναστεύσεις εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της πείνας, οι πατριωτικές μυθολογίες, ακόμη και ο έντονος τοπικισμός ως ενάντια δύναμη, είναι παράμετροι που δεν μπορούν να αγνοηθούν στην αναζήτηση των αιτίων διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης.
Σύμφωνα με τον Καρλ Ντόιτς (Karl Deutsch) (1961), o εθνικισμός διαμορφώνεται ανάλογα με τις δομές της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται[5]. Έτσι, ο ελληνικός εθνικισμός παρουσιάζει τη δική του ιδιομορφία, στην οποία παρατηρείται ένας συγκερασμός των ιδεών του αστικού εθνικισμού της Γαλλικής Επανάστασης και του έντονου τοπικισμού, διεγερτικού ωστόσο σε εξέγερσεις ενάντια σε κάθε μορφής διακυβέρνηση. Η Ελλάδα είναι ο τόπος στον οποίο ολόκληρος ο λαός, παρόλες τις καχυποψίες και τις εσωτερικές του αντιθέσεις, ξεσηκώθηκε για να διεκδικήσει ένοπλα το δικαίωμά του στην εθνική αυτοδιάθεση[6]. Εκεί που στην Ιταλία το κίνημα των Νοτιοϊταλών Καρμπονάρων απέτυχε σε μεγάλο βαθμό να προσηλυτίσει τους δικούς του ληστές, στην Ελλάδα η Φιλική Εταιρεία με τη δράση της είχε φροντίσει να ελκύσει στους κόλπους της τους ορεσίβιους παράνομους, με αποτέλεσμα να εναρμονίσει αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους στοιχεία -διανοούμενους, «κλέφτες», πρόκριτους κ.α.- προς τον σκοπό του κοινού απελευθερωτικού αγώνα.
Οι τοπικιστικές διαφορές και αντιζηλίες αναβίωσαν και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής στη μετεπαναστατική περίοδο. Η συρροή Ελλήνων που δε γεννήθηκαν στις επαναστατημένες περιοχές στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έδωσε την αφορμή για τη δημιουργία νέων αντιθέσεων ανάμεσα στους αυτόχθονες γηγενείς και τους ετερόχθονες, εκείνους δηλαδή που έρχονταν από τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, τα Επτάνησα ή τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς[7]. Ωστόσο, αυτή η διαμάχη μετριαζόταν σε μεγάλο βαθμό από την επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, της ιδεολογικής έκφρασης του ελληνικού εθνικισμού, που είχε ως στόχο της την απελευθέρωση όλων των Ελλήνων που βρίσκονταν υπό την τουρκική κυριαρχία και την ενσωμάτωσή τους σε ένα έθνος-κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη[8].
Η Mεγάλη Iδέα και η αλυτρωτική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το ιδανικό της Μεγάλης Ιδέας προϋπήρξε ως πηγή έμπνευσης για τη Φιλική Εταιρεία, η οποία οργανώθηκε στην Οδησσό το 1814 και σχεδίασε την ελληνική εξέγερση. Ο Αριστείδης Ρέντης, στις συζητήσεις που έγιναν για το θέμα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, προέβαλε την ισότητα των δικαιωμάτων όλων των Ελλήνων, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, διακηρύσσοντας με θάρρος πως η Ελληνική επανάσταση, σκοπός της οποίας ήταν η απελευθέρωση όλων των ελληνικών επαρχιών, δεν είχε τερματιστεί, αφού ο στόχος της δεν είχε επιτευχθεί ακόμα. «Από την άποψη αυτή είναι ο πρώτος που διατύπωσε την έννοια της Μεγάλης Ιδέας (χωρίς φυσικά να χρησιμοποιήσει αυτόν τον όρο),πριν από τον πολύκροτο λόγο του Κωλέττη».[5] Ωστόσο, ως όρος πρωτοεμφανίστηκε στις 14 Ιανουαρίου του 1844 με την ομιλία του Ιωάννη Κωλέττη κατά τη διαμάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων στην Εθνοσυνέλευση[9]. Από τότε και για όλο τον 19ο αιώνα καθίσταται διαρκής ιδεολογική αναφορά του νεαρού ελληνικού κράτους, καθώς θέτει την προοπτική της εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά και σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτικού λόγου, άλλοτε ως σημείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νομιμοποίησης της εκάστοτε προτεινόμενης πολιτικής[10]. Ωστόσο, αποσυνδέεται γοργά από το πρόσωπο του Κωλέττη και γίνεται κτήμα της εκάστοτε πολιτικής διακυβέρνησης, εντασσόμενη στο γενικότερο πλαίσιο των σχέσεων Ελλάδας και Ευρώπης[11].
Η Μεγάλη Ιδέα συνδέεται άρρηκτα με μια άλλη έννοια, σχεδόν ταυτόσημη, εκείνη του αλυτρωτισμού. Ο αλυτρωτισμός είναι ο κεντρικός πολιτικός άξονας του νεαρού πολιτικού κράτους. Η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών είναι ταυτόχρονα φυσική επιταγή και θρησκευτική υποχρέωση για όλους τους Έλληνες, με αποτέλεσμα τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής να κινητοποιούν συχνά πολύ κόσμο. Αυτός ο κόσμος δραστηριοποιείτο συχνά υπέρ μιας ανεδαφικής επεκτατικής πολιτικής, η οποία είχε ουσιαστικά καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική υπόθεση, αλλά ήταν ικανή να νομιμοποιήσει τον θρόνο και τους πολιτικούς που τη χρησιμοποιούσαν[12].
Ο αλυτρωτισμός και η Μεγάλη Ιδέα συμβαδίζουν στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν είναι έννοιες τυχαίες που παρουσιάστηκαν στην εκφορά του λόγου ενός πολιτικού, όπως ο Κωλέττης. Διαθέτουν ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που χτίστηκε με συγκεκριμένες προσπάθειες. Η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της Ευρώπης γενικότερα συνδέθηκε με την αναζήτηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε λαού, που στην προκειμένη περίπτωση για την Ελλάδα ήταν τα δημοτικά τραγούδια. Η πρώτη προσπάθεια ενοποίησης και έκδοσης των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών έγινε από τον Claude Fauriel στο Παρίσι το 1824. Η σημαντικότερη έκδοση έγινε από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στην Κέρκυρα, με την ταυτόχρονη προβολή της άποψης για τη στενή συγγένεια των δημοτικών τραγουδιών με αντίστοιχα της αρχαιότητας. Με αυτόν τον τρόπο ήταν δυνατόν να τονιστεί η θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού[13].
Τη Μεγάλη ιδέα και τη σχέση της με τη θρησκεία εκφράζει η υπόθεση της Φιλορθόδοξης Εταιρείας, μιας συνομωτικής οργάνωσης, η οποία δημιουργήθηκε πιθανώς τον Ιούνιο του 1839[14], με τη συμμετοχή σημαντικών προσωπικοτήτων του φιλορωσικού κόμματος. Στόχος της ήταν η προάσπιση των παραδοσιακών αξιών και κυρίως της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας και η εξάπλωση των ιδεών του αλυτρωτισμού. Τα αποτελέσματα της δράσης της και του ρεύματος που εκπροσωπούσε, ενάντια στις προσπάθειες εκσυγχρονισμού του ελληνικού κράτους, φάνηκαν ιδιαίτερα στη διαμάχη για το εκκλησιαστικό ζήτημα και τις πρώτες εξεγέρσεις από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους [15].
Ωστόσο, για την ολοκλήρωση του αναγκαίου μύθου πάνω στον οποίο στηρίζεται η Μεγάλη Ιδέα, απαιτείται κάτι παραπάνω, η απόδειξη της ενότητας του Ελληνισμού στον χώρο και τον χρόνο και η αδιάσπαστη συνέχειά του στο ποτάμι του χρόνου. Αυτό το στόχο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος αποκαθιστά στο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο της ελληνικής αρχαιότητας και του νεότερου Ελληνισμού. Θεωρεί μάλιστα την προσφορά του Βυζαντίου σημαντικότερη, γιατί τότε ενοποιήθηκε πολιτικά ο Ελληνισμός [16].
Η Μεγάλη Ιδέα κυοφορεί ένα πολιτικό πρόταγμα, για την πραγματοποίηση του οποίου η ελληνική κοινωνία φαίνεται αισιόδοξη. Παρόλα αυτά το νεαρό ελληνικό κράτος δεν έχει τις απαιτούμενες οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου, ούτε τους απαιτούμενους συμμάχους[18]. Έτσι, στα αποκαλούμενα Ηπειροθεσσαλικά, στις απαρχές του Κριμαϊκού Πολέμου, γίνεται η πρώτη από μια σειρά αποτυχημένες προσπάθειες να υλοποιηθεί η αλυτρωτική πολιτική της Μεγάλης Ιδέας. Στις αρχές του 1854 πυρήνας εθελοντών εισήλθε στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία για τη δημιουργία απελευθερωτικού κινήματος. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά αρνητικών ενεργειών για τη χώρα, οι οποίες κορυφώθηκαν με τον αποκλεισμό του Πειραιά από τον αγγλογαλλικό στόλο, την κατοχή της Αθήνας, την πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και τον σχηματισμό του Υπουργείου Κατοχής με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο [17].
Εσωτερική Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ωστόσο, η εξωτερική πολιτική δεν είναι ο μοναδικός τομέας που επηρεάστηκε από τη Μεγάλη Ιδέα. Επηρεάστηκε αναμφισβήτητα και η εσωτερική πολιτική, η οποία εξαρτάτο σε ένα μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση των ιδεών περί αλυτρωτισμού. Ως παράδειγμα αρκεί να αναφέρουμε τον διπολισμό της πολιτικής ζωής στην περίοδο 1883-1895. Στις εκλογές του 1881 ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και προώθησε το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, το οποίο προέβλεπε απελευθέρωση της οικονομίας από τον κρατικό έλεγχο με βάση το αγγλικό πρότυπο. Στόχος ήταν η ανόρθωση της οικονομίας, έτσι ώστε το ελληνικό βασίλειο να προωθήσει αποτελεσματικά τις διεκδικήσεις του στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Θ. Δηλιγιάννης από την άλλη πλευρά, ο οποίος συσπείρωσε γύρω του τις αντιμαχόμενες προς τον Τρικούπη δυνάμεις, επιθυμούσε τον κρατικό έλεγχο και έβλεπε την οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους μέσω της εκμετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωματώνονταν. Και οι δύο μεθοδεύσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας έχουν ως στόχο τους τον επεκτατισμό. Έναν επεκτατισμό που ευνοούσε τα όνειρα και τις προσδοκίες ενός φτωχού ουσιαστικά λαού για ένα ανθηρό μέλλον, οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν πραγματικότητα [18]. Η επεκτατική πολιτική απαιτεί μάλλον οικονομικές θυσίες εξαιτίας των υπέρογκων δαπανών για τη συντήρηση τακτικών στρατευμάτων παρά οικονομικές παροχές και ελαφρύνσεις.
Το τέλος του 19ου αιώνα έφερε και το τέλος μιας αυταπάτης. Η Ελλάδα χρεωκοπημένη οικονομικά, ηττήθηκε και πολιτικά και στρατιωτικά με τον πόλεμο του 1897 [19]. Εκεί, μέσα σε ένα μήνα έχασε το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών που της δόθηκαν μέσω της διπλωματίας πριν από μια δεκαπενταετία. Αν και οι τελικές εδαφικές απώλειες μετά την ανακωχή ήταν μικρές, οι πληγές που δημιούργησε η ήττα στον κοινωνικό ιστό ήταν μεγάλες. Παρόλα αυτά η Μεγάλη Ιδέα θα επιζήσει στον 20ό αιώνα και εφαρμοσμένη στην εξωτερική πολιτική θα προκαλέσει νέες καταστροφές.
Η μακροβιότητά της -ακόμα και στη σύγχρονη εποχή μας- είναι δυνατόν να ερμηνευθεί, αν δεχθούμε ότι πέρα από τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε στα χείλη της εξουσίας, οι επαγγελίες της είχαν μια έντονη απήχηση στις μάζες και ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Επίσης, ως ένα βαθμό λειτουργούσε ως κανάλι εκτόνωσης των εσωτερικών κοινωνικών πιέσεων, οι οποίες δεν μπορούσαν να βρουν διέξοδο παρά σε φαντασιώσεις πολιτικού ρομαντισμού [20].
Ωστόσο, οι ιστορικοί δεν αρνούνται πως εφαρμοσμένη σε άλλους κοινωνικούς τομείς η Μεγάλη Ιδέα και το ιδεολογικό της υπόβαθρο είχαν μια θετική απήχηση. Ο Διαφωτισμός και η χρήση της ιδεολογίας του Εθνικισμού και του Φιλελευθερισμού επέβαλε μια σύγκρουση με τις παραδοσιακές και τοπικά προσανατολισμένες απόψεις των αυτόχθονων ομάδων, οι οποίες έκλιναν προς τη διατήρηση του παλαιού φεουδαρχικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος [21].
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την αναταραχή σε διαφορετικά σημεία του κοινωνικού ιστού. Ένα τέτοιο σημείο ήταν και η γέννηση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, η οποία έχει τη βάση της στην ανάγκη της ελληνικής κοινωνίας να ξεφύγει από τις ανατολίτικες παραδόσεις και να στραφεί στα πρότυπα του δυτικού πολιτισμού [22]. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η γυναίκα των μεσαίων αστικών στρωμάτων στην Ελλάδα μεταβάλλει τη συμπεριφορά της και διεκδικεί τις δικές της ιδέες για τη θέση της στην κοινωνία. Το προηγούμενο ήδη υπάρχει από τις πρώτες δεκαετίες και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του αγώνα, όταν γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμά τους να καταταγούν στον τακτικό στρατό ή τη συμμετοχή τους στην ψηφοφορία για την εκλογή του νέου βασιλέα των Ελλήνων [23]. Οι ιδέες περί Ισότητας και Ελευθερίας, πάνω στις οποίες στηρίζεται υποθετικά η νέα κοινωνική οργάνωση, της δίνουν το δικαίωμα να συμμετέχει, να εκπαιδεύεται, να εργάζεται και να διεκδικεί.
Σημαντική είναι, επίσης, η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας σε θέματα που αφορούν στην εκπαίδευση. Για να επιτευχθούν οι στόχοι της, απαιτείται ομοιογένεια σε θρησκευτικό και γλωσσικό επίπεδο. Έτσι γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια να στηθούν σχολεία ακόμη και εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας σε μια προσπάθεια εξελληνισμού των βαλκανικών πληθυσμών. Αρχικά -έως το 1830- η ελληνοφώνηση ατόμων ή και συνόλων δε συνάντησε αντιστάσεις, καθώς δεν είχαν συγκροτηθεί οι υπόλοιπες βαλκανικές συνειδήσεις. Αργότερα ο εξελληνισμός των Βαλκανίων υποχώρησε, ενώ τα βουλγαρικά και τα ρουμανικά σχολεία άρχισαν να ανταγωνίζονται με επιτυχία τα ελληνικά[24]. Τα υψηλά ποσοστά των μαθητών που παρατηρούνταν, τόσο σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της χώρας όσο και σε σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δείχνουν πως δεν υπήρχαν κοινωνικοί ή οικονομικοί φραγμοί σε σχέση με την εκπαίδευση. Σε μια χώρα κατά βάση αγροτική η ολοκλήρωση ενός κύκλου σπουδών οδηγούσε στο δημόσιο και την κοινωνική καταξίωση[25], παράγοντας έτσι μια νοοτροπία που ακόμη και σήμερα ταλαιπωρεί τον επαγγελματικό προσανατολισμό των Ελλήνων.