Με διαδικασίες βγαλμένες από το «εγχειρίδιο εισβολής» της Λιβύης κινούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον της Συρίας.
Αυτή τη φορά, όμως, η στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας αλλά και οι διαρκώς τεταμένες σχέσεις με την Τεχεράνη δημιουργούν μια ισορροπία τρόμου, με απρόβλεπτες επιπτώσεις για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου.
Στο εσωτερικό της Συρίας, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το αμερικανικό Πεντάγωνο έχουν εντοπίσει, όπως όλα δείχνουν, τους βασικούς συνομιλητές τους, οι οποίοι θα λειτουργήσουν σαν πέμπτη φάλαγγα για την ανατροπή του καθεστώτος και την ανάληψη της εξουσίας στη μετά Άσαντ εποχή.
Ρόλο-κλειδί στην επιχείρηση αυτή παίζει ήδη η οργάνωση Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας (SNC), τα στελέχη της οποίας είχαν σειρά επαφών με την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χίλαρι Κλίντον, και άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους. Το SNC υπόσχεται άμεση διακοπή των σχέσεων με την Τεχεράνη αλλά και τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου, ενώ εμμέσως πλην σαφώς κάνει λόγο για εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Συρίας απέναντι στο Ισραήλ.
Το SNC συστάθηκε με διαδικα σίες-εξπρές στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Αυγούστου του 2011 και σύντομα προσπάθησε να παρουσιαστεί σαν εξόριστη κυβέρνηση της Συρίας. Τα μέλη του συνθέτουν ένα συνονθύλευμα παλαιών αξιωματούχων του καθεστώτος Άσαντ και μικρών κουρδικών ομάδων, ενώ στηρίζονται και από την οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων της Συρίας. Φυσικά, δεν ήταν τυχαίο ότι η μοναδική χώρα που έσπευσε να αναγνωρίσει το SNC με την ιδιότητα της εξόριστης κυβέρνησης ήταν η Λιβύη αμέσως μετά την ανατροπή του Καντάφι.
Το Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας συνδέεται οργανικά με το λεγόμενο Ελεύθερο Στρατό της Συρίας (FSA), ο οποίος δημιουργήθηκε από αξιωματικούς του στρατού που εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, σύντομα, όμως, φάνηκε να συνδέεται πολύ περισσότερο με δυνάμεις εκτός της Συρίας, παρά με τους διαδηλωτές που έδιναν τη ζωή τους ενάντια στο καθεστώς. Συγκεκριμένα, στις 29 Νοεμβρίου υπήρξαν πληροφορίες ότι τουλάχιστον 600 μισθοφόροι από τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό της Λιβύης εισήλθαν στη Συρία για να ενταχθούν στις τάξεις του FSA.
Πρόκειται για τις ίδιες δυνάμεις που προετοίμασαν το έδαφος για τις νατοϊκές επιδρομές, λειτουργώντας σαν παραστρατιωτικός βραχίονας του Μεταβατικού Συμβουλίου της Λιβύης.
Ο FSA, όμως, φαίνεται ότι αυτή τη φορά λαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της βοήθειας απευθείας από το Κατάρ. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες του ισραηλινού ηλεκτρονικού περιοδικού DEBKAfile, το Κατάρ στρατολογεί «μικρές στρατιωτικές ομάδες ταχείας επέμβασης για τον FSA, γεγονός που του επιτρέπει να δημιουργήσει τις πρώτες ταξιαρχίες σε στρατιωτικές βάσεις επί τουρκικού εδάφους».
Σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πηγές, η επιχείρηση έχει και την οικονομική στήριξη της Σαουδικής Αραβίας, ενώ στους μισθοφόρους που στρατολογούνται περιλαμβάνονται και μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων από το Ιράκ.
Οι συγκεκριμένες πληροφορίες δεν επιβεβαιώνονται από άλλες πηγές, ενώ κατά πάσα πιθανότητα απηχούν περισσότερο την ανησυχία του Τελ Αβίβ για την εμπλοκή της Άγκυρας και αραβικών καθεστώτων. Παρ’ όλα αυτά, οι αναφορές σε εμπλοκή του Κατάρ και άλλων φιλοαμερικανικών καθεστώτων στα σχέδια ανατροπής του προέδρου της Συρίας πληθαίνουν καθημερινά.
Η τελευταία σχετική νύξη έγινε από τον αρχηγό Γενικού Επιτελείου Ενόπλων Δυνάμεων της Βρετανίας, σερ Ντέιβιντ Ρίτσαρντς, ο οποίος πρακτικά έδωσε το «πράσινο φως» για την εμπλοκή του Κατάρ. «Μετά την επιτυχία της Λιβύης, το μοντέλο της εξωτερικής μας πολιτικής πρέπει να στηρίζεται στην ενσωμάτωση στις επιχειρήσεις μας δυνάμεων από το Κατάρ, τα Εμιράτα και την Ιορδανία», δήλωσε ο αποκαλούμενος «ανώτατος στρατιώτης» του Ηνωμένου Βασιλείου.
Άγκυρα σε σχήμα πολιορκητικού κριού
Σε κάθε περίπτωση, όλα τα σενάρια εξωτερικής στρατιωτικής επέμβασης φαίνεται ότι έχουν ως κοινό παρονομαστή τη χρήση τουρκικού εδάφους. Αυτά περιλαμβάνουν καταρχάς τη σιωπηρή φιλοξενία και ενίσχυση του Εθνικού Συμβουλίου της Συρίας αλλά και του Ελεύθερου Στρατού της Συρίας, η οποία θεωρείται ήδη δεδομένη, αλλά και μεγαλύτερες επιχειρήσεις εντός της Συρίας. Ανάμεσα στα πιθανότερα σενάρια περιλαμβάνεται η δημιουργία «ζώνης ασφαλείας» στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας, η οποία πρακτικά θα επιτρέπει τον ανεφοδιασμό και την προστασία των αντικαθεστωτικών δυνάμεων.
Ακόμη, εξετάζεται η δημιουργία ενός «διαδρόμου για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας», ο οποίος και πάλι θα ξεκινά από το έδαφος της Τουρκίας, ενώ ως τελική λύση προτείνεται η δημιουργία ζώνης απαγόρευσης πτήσεων. Η τελευταία αυτή επιλογή, όπως έχει διδάξει και η περίπτωση της Λιβύης αλλά και τόσων άλλων «ανθρωπιστικών επεμβάσεων», ισοδυναμεί με την επίσημη έναρξη του πολέμου.
Όπως αποκάλυψε η έγκριτη επιθεώρηση διπλωματίας Foreign Policy, τα σενάρια αυτά έχουν ήδη συνταχθεί με κάθε τεχνική λεπτομέρεια από το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας (ΣΕΑ) των Ηνωμένων Πολιτειών. Την επιχειρησιακή οργάνωση ανέλαβε προσωπικά ο επικεφαλής του ΣΕΑ, Στιβ Σίμον, σε συνεργασία με ανώτατους αξιωματούχους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, του Πενταγώνου αλλά και του υπουργείου Οικονομικών.
Η διαρροή των συγκεκριμένων σχεδίων φαίνεται να επιβεβαιώνει όσους υποστήριζαν πως οι ΗΠΑ είναι πλέον σε απόλυτη επιχειρησιακή ετοιμότητα για να ξεκινήσουν οι ίδιες –ή να στηρίξουν μέσω αραβικών καθεστώτων– την άμεση ανατροπή του Άσαντ. Να σημειωθεί ότι σχεδόν πανομοιότυπες προτάσεις για τη δημιουργία περιοχών ασφαλείας και ζωνών απαγόρευσης πτήσεων παρουσίασε πρόσφατα το Εθνικό Συμβούλιο της Συρίας.
Στην πραγματικότητα, τα συγκεκριμένα κείμενα συντάχθηκαν από το Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών και Επικοινωνίας, επικεφαλής του οποίου είναι ο Αουσάμα Μοναχέντ – μέχρι πρότινος διευθυντής του αγγλόφωνου δορυφορικού δικτύου Barada TV, που χρηματοδοτούνταν από την αμερικανική κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας διοχετεύονται απροκάλυπτα πλέον στις φιλοα μερικανικές αντικαθεστωτικές δυνάμεις της Συρίας προκειμένου να παρουσιαστούν σαν αίτημα των πολιτών για άμεση ανάληψη στρατιωτικής δράσης από ξένες χώρες.
Οι αστάθμητοι παράγοντες
Η μέχρι στιγμής απροθυμία των ΗΠΑ να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδια άμεσης ανατροπής του Άσαντ αποδίδονταν συχνά στο γεγονός ότι το διά δοχο καθεστώς ενδέχεται να ήταν ακόμη σκληρότερο απέναντι στις δυτικές κυβερνήσεις.
Καθώς, όμως, σταδιακά δημιουργούνται στο εσωτερικό της Συρίας δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποδεχτούν τις εξωτερικές παρεμβάσεις, τα σχέδια της Ουάσιγκτον, του Λονδίνου και του Παρισιού, φαίνεται ότι σκοντάφτουν πλέον μόνο στις αντιδράσεις της Ρωσίας, της Κίνας και του Ιράν.
Η απόφαση της Μόσχας να ενισχύσει τη ναυτική της παρουσία στην περιοχή αποτέλεσε ένα σαφές μήνυμα προς τη μεγάλη παρτίδα διπλωματικού και στρατιωτικού πόκερ που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ακόμη κι αν η Ουάσιγκτον πιστεύει πως η Ρωσία «μπλοφάρει» και δεν πρόκειται να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις για χάρη της Συρίας, είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να παίρνει πλέον αψήφιστα τις αντιδράσεις του Κρεμλίνου. Πολύ περισσότερο που αυτές συνοδεύονται από την οικονομική διπλωματία του Πεκίνου.
Πολύ πιο σύνθετη είναι η θέση και η στάση της Τεχεράνης, η οποία εντέλει αποτελεί το βασικό αποδέκτη των επιθετικών σχεδίων της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Όπως σωστά παρατηρούσαν τα τελευταία εικοσιτετράωρα Αμερικανοί αναλυτές, ενδεχόμενη ανατροπή του Άσαντ και αντικατάστασή του από φιλοδυτικές δυνάμεις θα διασπάσει το λεγόμενο τόξο Τεχεράνης – Δαμασκού και τις προεκτάσεις του στη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ. Πέρα από την προφανή γεωγραφική διάσπαση, οι δυνάμεις αυτές κινδυνεύουν να χάσουν και ένα σημαντικό εκπρόσωπό τους απέναντι στον αραβικό κόσμο – ρόλο που δεν μπορεί να διαδραματίσει από μόνο του το Ιράν.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες από τις δυνάμεις του λεγόμενου «τόξου» –με εξαίρεση τη Χεζμπολάχ, που παραμένει πιστή στο καθεστώς Άσαντ– φαίνεται ότι εξετάζουν τα σενάρια της επόμενης ημέρας. Η Χαμάς ήδη καταδίκασε τις αιματηρές επιθέσεις του καθεστώτος εναντίον των διαδηλωτών, ενώ ακόμη και η Τεχεράνη επιχείρησε να ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με αντικαθεστωτικές δυνάμεις. Συγκεκριμένα, υπήρξαν επαφές με μέλη της Επιτροπής Εθνικού Συντονισμού (NCC), η οποία απορρίπτει το ενδεχόμενο επέμβασης ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και ζητά εσωτερική μεταρρύθμιση του καθεστώτος στη Συρία.
Προς το παρόν, βέβαια, η Τεχεράνη καλείται να αντιμετωπίσει τις νέες μορφές οικονομικού πολέμου που εξαπέλυσε εναντίον της η Ουάσιγκτον, απειλώντας ευθέως τις κεντρικές τράπεζες όσων χωρών συνεργάζονται με το Ιράν. Πρόκειται για έμμεση επιβολή εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου, το οποίο, αν επιβληθεί, θα έχει δραματικές επιπτώσεις για την ιρανική οικονομία αλλά και για την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης. Σήμερα περίπου το 18% των ιρανικών εξαγωγών πετρε λαίου, δηλαδή 450.000 βαρέλια την ημέρα, καταλήγει στην Ευρώπη των «27». Όταν η Τεχεράνη απάντησε στην επίθεση απειλώντας με διακοπή της κυκλοφορίας στα Στενά του Χορμούζ, ο επικεφαλής του αμερικανικού πέμπτου στόλου εξέδωσε τη σκληρότερη μέχρι σήμερα πολεμική απειλή εναντίον του Ιράν.
Παραδόξως, ο πιο σημαντικός απόντας από τους σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων είναι μέχρι στιγμής ο λαός της Συρίας, ο οποίος αποτελεί, όμως, το μεγάλο πρωταγωνιστή απέναντι στις δολοφονικές επιδρομές του καθεστώτος.
Άρης Χατζηστεφάνου / Επίκαιραstrategyreports