Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Η συμμορία των Γερμανών που άρπαξε τα αρχαία


Για πρώτη φορά ύστερα από 80 χρόνια, έρχονται στο φως τα ονόματα, οι φωτογραφίες και η δράση των Γερμανών αρχαιολόγων και στρατιωτικών που την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ρήμαξαν τις ελληνικές αρχαιότητες σε ολόκληρη την χώρα, οι περισσότερες των οποίων η έχουν καταστραφεί η βρίσκονται καλά κρυμμένες σε ιδιωτικές συλλογές!

Ένας διαπρεπής Έλληνας επιστήμονας, ο αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός, ο Βασίλειος Πετράκος, (το βιογραφικό του αναφέρεται στην συνέχεια), συνέταξε μια πλήρη μελέτη που περιλαμβάνει όλες τις πολιτιστικά αποτρόπαιες πράξεις των Γερμανών συναδέλφων του, εις βάρος της ιστορικής κληρονομίας της Ελλάδος.

Με τον μανδύα την ανασκαφικής έρευνας, οι κατακτητές σύλησαν τάφους, κατέστρεψαν μοναστήρια, εκκλησιές, μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και εκτάσεις από την Μακεδονία, την Στερεά Ελλάδα, την Αττική την Κρήτη και τα νησιά, ξερίζωσαν ότι έκρυβε επί αιώνες η γη και τα έστειλαν ως δώρο στο Βερολίνο.

Η επιστημονική ανακοίνωση Βασιλείου Χ. Πετράκου, δόθηκε στην δημοσιότητα στην Συνεδρία της 12ης Νοεμβρίου 2020 και σήμερα το «Militaire» την δημοσιεύει αυτούσια…

Σήμερα αποκαλύπτονται το περίγραμμα και τα πρόσωπα της ναζιστικής «επιχείρησης» και αύριο οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αρπαγής η καταστροφής των θησαυρών…

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΖΙ

«Πρὶν ἀπὸ τὰ μέσα τῆς Κατοχῆς, στὶς 15 Φεβρουαρίου  1943, ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία τοῦ ὑπουργείου Παιδείας ἀποφάσισε  τὴν καταγραφὴ τῶν ζημιῶν ποὺ εἶχαν γίνει στὶς ἀρχαιότητες ἀπὸ τὶς πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις καὶ ἀπὸ ἐνέργειες τῶν τριῶν στρατῶν κατοχῆς, ὁρίζοντας ὡς ἐπιτροπὴ καταγραφῆς τὸν Χρῆστο Καροῦζο καὶ τὸν Γιάννη Μηλιάδη. 

Μὲ τὸν καιρὸ στὴν ἐπιτροπὴ προστέθηκαν ὁ νεοδιορισμένος Ἔφορος Μαρίνος Καλλιγᾶς, ὁ Ἐπιμελητὴς Νικόλαος Ζαφειρόπουλος καὶ ὁ διοικητικὸς Γρηγόριος Ἀνδρουτσόπουλος. 

Τὸ 1946 ὁ ἀπολογισμὸς αὐτὸς δημοσιεύτηκε σὲ μικρὸ κακοτυπωμένο τόμο.

 Τὰ ὅσα περιέχονται ἔχουν ὡς πηγὴ ἐκθέσεις τῶν Ἐφόρων καὶ Ἐπιμελητῶν Ἀρχαιοτήτων καὶ  αὐτοψίες, ὅπου ἦταν δυνατὸν νὰ γίνουν, μετὰ τὴ λήξη τοῦ πολέμου, ὡς καὶ τῆν ἀλληλογραφία τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας μὲ τὶς Ἀρχὲς Κατοχῆς.

Στὴν Ἑλλάδα ὑπῆρχε ὡς ξένο ἐπιστημονικὸ ἵδρυμα, ἀπὸ τὸ 1874, τὸ Γερμανικὸ Ἀρχαιολογικὸ Ἰνστιτοῦτο (Deutsches Archaologisches Institut, Abteilung Athen, D.A.I.) τὸ ὁποῖο  εἶχε ὡς  προϊσταμένη ἀρχὴ τὸ Κεντρικὸ Ἀρχαιολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Βερολίνου τοῦ ὁποίου Διευθυντὴς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πολέμου (1937-1945) ἦταν ὁ Martin Schede.

Ὁ Walther Wrede, διευθυντὴς τοῦ Ίνστιτούτου τῆς Ἀθήνας (1937-1944), ἀνώτερο ναζιστικὸ στέλεχος, ἐπικεφαλῆς στὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ τὸ 1935, τοῦ τοπικοῦ τμήματος τοῦ κόμματος National-Sozialistische Deutsche Arbeiter Partei  (NSDAP) δέν ἀπελάθηκε κατά τήν κήρυξη τοῦ ἑλληνογερμανικοῦ πολέμου καί τήν 27 Ἀπριλίου 1941 βρισκόταν στήν Ἀθήνα.

 Ὡς Διευθυντής τοῦ Ἰνστιτούτου ἐξακολουθοῦσε νά ἀσκεῖ νά ἴδια ἀρχαιολογικά καθήκοντα, ὅπως καί πρίν, χωρίς φανερή ἐπέκταση τῶν ἁρμοδιοτήτων του.

 Ἡ κομματική του ἰδιότητα τόν ἔκαμε σημαντικό παράγοντα ἀνάμεσα στούς Γερμανούς.

 Ἡ δραστηριότητα τοῦ Ἰνστιτούτου συνεχίστηκε, κυρίως στήν Ὀλυμπία ὃπου τόν κύριο ρόλο εἶχε ὁ Emil Kuntze (1901-1994), παλαιός φίλος Ἑλλήνων ἀρχαιολόγων, μέ σύζυγο Ἑλληνίδα. 

Δέν ἒπαψε νά μελετᾶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς κυρίως τά χαλκᾶ ἀρχαῖα τοῦ ἱεροῦ.

Ὁρισμένα μέλη τοῦ ’Ινστιτούτου στρατεύτηκαν καί ὑπηρέτησαν στήν Ἑλλάδα μέ στολή, ὃπως ὁ ἐπιγραφικὸς Werner Peek (1904-1994), πού δέν παρέλειψε νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν εἰδικότητά του, τίς ἐπιγραφές, καί ὁ Frank Brommer (1911-1993), ὁ κατόπιν μελετητής τοῦ γλυπτοῦ διακόσμου τοῦ Παρθενῶνος.

 Ἐπιστρατευμένος μέ βαθμό ὑπαξιωματικοῦ ἦταν ὁ Roland Hampe (1908-1981), μέλος τοῦ Ἰνστιτούτου πρίν ἀπό τόν πόλεμο, καί μέ σύζυγο Ἑλληνίδα.

 Ὁ ἲδιος λέγει πὼς ἀπέφυγε στήν ἀρχή νά ἀποκαλύψει τίς σχέσεις του μέ τήν Ἑλλάδα καί τή γνώση πού εἶχε τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

 Στήν Ἑλλάδα βρισκόταν  πρίν ἀπό τόν πόλεμο καί ὁ Gabriel Welter (1890-1954). 

Εἶχε κάμει πολυετεῖς ἀνασκαφές στήν Αἴγινα καί μετά τήν Κατοχή παρέμεινε στήν Ἑλλάδα. Στὴν Αἴγινα κατὰ τὴν Κατοχὴ εἶχε ὡς βοηθὸ τὸν Κύπριο φυλακισμένο γιὰ ἀντιστασιαὴ δράση Ροδίωνα Γεωργιάδη ὁ ὁποῖος πέθανε σὲ φυλακὴ τῆς Γερμανίας στὶς 16 Ὀκτωβρίου 1944 .

Μορφωτικός ἀκόλουθος στή Γερμανική Πρεσβεία τῆς Ἀθήνας ἦταν ὁ ἀρχαιολόγος Erich Böhringer (1897-1971) φίλος τῶν νεανικῶν χρόνων τῶν δύο ἀδελφῶν Stauffenberg, τοῦ Alexander καί τοῦ Berthold. Ὁ Böhringer μετά τόν πόλεμο διατέλεσε Διευθυντής τοῦ Κεντρικοῦ Γερμανικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Ἰνστιτούτου στό Βερολίνο.

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΕ ΛΑΡΙΣΑ ΚΡΗΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ ΔΩΔΩΝΗ

Ο γερμανικός στρατός, εὐθύς ὡς ἐπιτέθηκε ἐναντίον τῆς Ἑλλάδας, μερίμνησε γιά τή δημιουργία εἰδικῆς Ὑπηρεσίας Προστασίας τῶν μνημείων τῆς τέχνης πού θά δροῦσε  καί ὡς σύνδεσμος μέ τίς ἁρμόδιες ἑλληνικές ἀρχές (Befehlshaber Sudgriechenland, Referat Kunstschutz).

 Ὅμοιες ὑπηρεσίες ὑπῆρχαν καὶ στὶς ὑπὸ γερμανικὴ κατοχὴ χῶρες τῆς Εὐρώπης.

 Ἡ ἑλληνικὴ περίπτωση ἦταν ἰδιότυπη, γιατὶ ὑπῆρχε, ἀπὸ τὸ 1874, τὸ Γερμανικὸ Ἀρχαιολογικὸ Ἰνστιτοῦτο καὶ οἱ σχέσεις του μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ὑπηρεσία ἦταν καθορισμένες καὶ παγιωμένες.

 Προϊστάμενος τῆς, συντομογραφικῶς πλέον, Kunstschutz ὁρίστηκε ὁ ἐξ ἀπονομῆς ταγματάρχης Hans Ulrich von Schonebeck (1904-1944 ) ἀρχαιολόγος,  πού εἶχε ἀσχοληθεῖ εἰδικά μέ τά ρωμαϊκά μνημεῖα τῆς Θεσσαλονίκης.

 Τὸν Schönebeck καὶ τὶς ἀπόψεις του γιὰ τὰ πράγματα , τοὺς Ἕλληνες καὶ τὴν Ἑλλάδα μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε στὰ ἔγγραφά του καὶ σὲ λίγες ἐπιστολές πρός τόν καθηγητή τῆς ἀρχαιολογίας Αndreas Rumpf. 

 Στὶς ἐπιστολὲς διηγεῖται τίς ἐνέργειες του στήν Ἑλλάδα καί τίς εντυπώσεις ἀπό τίς σχέσεις του μέ τήν Ὑπηρεσία.

 Βρισκόταν στό Παρίσι κατά τήν ἐπίθεση ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καί μετατέθηκε τηλεφωνικῶς στήν Ἀθήνα. 

Στὰ μέσα τοῦ 1942 μετατέθηκε στὸ Ρωσικὸ μέτωπο καὶ μετὰ τὴν ἐκεῖ κατάρρευση βρέθηκε στὴ Νορμανδία ὅπου καὶ σκοτώθηκε μετὰ τὴν ἀπόβαση τῶν Συμμάχων.

Παράλληλα πρός τό Ἰνστιτοῦτο πού τηροῦσε, κατά τό δυνατόν, τούς νόμους τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους, ἐργάστηκαν στήν Ἑλλάδα ἀρχαιολόγοι μέ τήν ὑποστήριξη ἢ τήν προτροπή τῶν στρατηγῶν-διοικητῶν μεγάλων μονάδων. 

Στήν Κρήτη ἒκαμαν ἀνασκαφές οἱ Roland Hampe, Ulf Jantzen, Heinrich Drerup, Ernst Kirsten, Gabriel Welter, Kimon Grundmann, August Schorgendorfer.

 Στή Θεσσαλονίκη ὁ Dr Stossel, ὁπλίτης ναυτικῆς Ὑπηρεσίας κατὰ τὸν Χαρ. Μακαρόνα, στήν Παλατίτσα ὁ Dr Ehner ὑπαξιωματικὸς ἀρχαιολόγος, στή Λάρισα ὁ μηχανικός (Baurat) Kuthe.

 Μέ τήν ἀνασκαφή του ἐκεῖ καί τήν ἀδυναμία παρακολούθησής της ἀπό τόν ἐντεταλμένο Ἓλληνα Ἐπιμελητή Γεώργιο Μπακαλάκη συνδέεται καί ἡ ἀπώλεια χρυσοῦ στεφανιοῦ πού εἶχε βρεθεῖ σέ τάφο. Ἀνασκαφὲς κοντά στή Χαλκίδα ἔκαμαν  ὁ Siegfried Lauffer  καί  ὁ Richard Harder, ἑλληνιστής, μέλος τῆς NS-Dozentebund, καθηγητὴς στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου.

Στή Μακεδονία βρισκόταν κατά τήν Κατοχή, μέ τόν βαθμό τοῦ λοχαγοῦ, ὁ ἐπιγραφικός Gunther Klaffenbach, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε στή Θεσσαλονίκη καί στήν Κοζάνη. 

Σέ ἀντίθεση πρός τόν Schönebeck, ἄφισε ἀγαθές ἀναμνήσεις στούς ἐκεῖ Ἓλληνες ἀρχαιολόγους.

Δὲν εἶναι παράδοξο ὅτι κατά τή διάρκεια τῆς Κατοχῆς οἱ Γερμανοί θέλησαν νά ἀρχίσουν μεγάλης ἔκτασης συστηματική ἀνασκαφή στή Δωδώνη.

 Τό αἴτημα τοῦ Ἰνστιτούτου διαβίβασε στό Ὑπουργεῖο ὁ Erich Böhringer στίς 28 Σεπτ. 1941.

 Οἱ Γερμανοί ἐπικαλέστηκαν τήν ἄδεια πού τούς εἶχε δοθεῖ πρίν ἀπό τόν Πρῶτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 Ἡ ἄδεια ὃμως εἶχε ἐκ τῶν πραγμάτων ἀκυρωθεῖ ἐξ αἰτίας τῶν τότε πολεμικῶν γεγονότων καί ἀπό τό ὃτι ἡ Ἀρχαιολογική Ἑταιρεία συνέχισε τό ἒργο τοῦ Κωνσταντίνου Καραπάνου, μέ τόν  Γεώργιο Σωτηριάδη πρῶτα καί τόν  Δημήτριο Εὐγγελίδη κατόπιν.

 Τό αἴτημα δέν ἱκανοποιήθηκε, διότι οἱ Γερμανοὶ ὑπαναχώρησαν ἔπειτα ἀπό τὴν ἀντίδραση τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας.»

(αύριο το δεύτερο μέρος)

Πηγή

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΕΤΡΑΚΟΣ

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1932. 

 Σπούδασε Iστορία και Aρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών. 

Tο 1959 διορίστηκε στην Aρχαιολογική Yπηρεσία ως Eπιμελητής των Aρχαιοτήτων. 

Mέχρι του 1963 υπηρέτησε στους Δελφούς, στη Σπάρτη, στην Aττική και στη Xαλκίδα. 

Aπό το 1963 μέχρι του 1965 παρακολούθησε στη Γαλλία μαθήματα επιγραφικής. 

Aπό το 1965 έως το 1974 υπηρέτησε ως Eπιμελητής και ως Έφορος των Aρχαιοτήτων στις Eφορείες Aρχαιοτήτων Nήσων Aιγαίου, Δελφών και Πατρών.

 Aπό το 1974 έως το 1976 υπηρέτησε στο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο ως Έφορος της Συλλογής Γλυπτών και από το 1976 ως Έφορος των Aρχαιοτήτων Aττικής, θέση από την οποία αποχώρησε ως Eπίτιμος Έφορος των Aρχαιοτήτων Aττικής το 1994.

 Tο 1988 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας. Eφάρμοσε πρόγραμμα ανάδειξης της επιστημονικής μορφής του Iδρύματος, με κύρια επιδίωξη την έκδοση συστηματικών δημοσιεύσεων των ανασκαφών και την ενίσχυση των μελετών.

 Ίδρυσε το περιοδικό ο Mέντωρ, με το οποίο εκφράζεται η υπέρ των μνημείων πολιτική της Aρχαιολογικής Eταιρείας και προβάλλεται η ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας. 

Διευθύνει τα τέσσερα επιστημονικά περιοδικά και τη σειρά των μονογραφιών, τις οποίες εκδίδει η Eταιρεία. 

Tο 1996 ονομάστηκε αντεπιστέλλον μέλος της Académie des Inscriptions et Belles Lettres του Institut de France και το 1998 εκλέχτηκε ξένος εταίρος της ίδιας Aκαδημίας (Membre de l’ Institut).

 Γραμματεύς επί των Δημοσιευμάτων της Aκαδημίας (2003-2007). 

Γενικός Γραμματεύς της Ακαδημίας Αθηνών (2010-).

Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2000

Βάλτερ Βρέντε, αρχαιολόγος, διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, με στολή ανώτατου αξιωματικού του γερμανικού στρατού κατοχής

Gabriel Welter (1890-1954). 

Εἶχε κάμει πολυετεῖς ἀνασκαφές στήν Αἴγινα.

https://www.militaire.gr/i-symmoria-ton-germanon-poy-arpaxe-ta-arxaia/