Δεν πίστευαν στα μάτια τους οι πιστοί που πήγαν το πρωί στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Κυψέλης, για να συμμετάσχουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η πρώτη εικόνα ήταν τρομακτική.
Αντιεξουσιαστές είχαν γεμίσει τους τοίχους του ιερού ναού με συνθήματα.
Οι πιστοί συγκλονισμένοι δε μπορούσαν να κρύψουν τον φόβο τους, αλλά και την αγανάκτησή τους για το τραγικό συμβάν που συνέβη στην ενορία τους. Δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι ο ήσυχος αυτός ναός της Στέγης Γερόντων Ηλικιωμένων βρέθηκε στο στόχαστρο κάποιων αντιεξουσιαστών, που τον βεβήλωσαν με συνθήματα και ύβρεις.
Ο Ιερός Ναός Αγ. Γεωργίου Κυψέλης αποτελεί το κέντρο αναφοράς της ομωνύμου Ενορίας, μιας από τις πιο πολυάνθρωπες περιοχές όχι μόνον των Αθηνών αλλά και ολοκλήρου της Ευρώπης.
Είναι μία από τις 145 Ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και βρίσκεται επί των οδών Ιθάκης και Επτανήσου, πολύ κοντά σε μία πολύ γνωστή και κεντρική λεωφόρο του κλεινού Άστεως, την οδό 28ης Οκτωβρίου, γνωστής στους παλαιοτέρους ως οδός Πατησίων.
Η περιοχή της Ενορίας, η οποία όπως αναφέρθηκε τοποθετείται στην Κυψέλη, είναι πλέον μια συνοικία αρκετά υποβαθμισμένη, αν και παλαιότερα αποτελούσε μια ιδιαίτερα αριστοκρατική περιοχή, όπου διέμεναν σχετικά ευκατάστατες οικογένειες. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις αφιερώσεις των παλαιοτέρων, κυρίως, τοιχογραφιών και φορητών εικόνων (π.χ. Σούτσοι, Παλαιολογόπουλοι, κλπ.).
Μάλιστα στην εισήγηση του Προέδρου του Ευαγούς ιδρύματος Κυψέλης και πρωτεργάτη για την δημιουργία του νέου μεγαλοπρεπούς Ναού μας Δημ. Μαλλιόπουλου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1917,
αναφέρεται για την περιοχή ότι «προ εικοσαετίας και πλέον, η συνοικία αύτη της Κυψέλης και Λεβίδου – Πατησίων, ήτο σχεδόν ακατοίκητος και εθεωρείτο μικρά τις εξοχική συνοικία της πρωτευούσης.
Αλλ’ ήδη το προ τινων ετών εξοχικόν τούτο μέρος, κατέστη μία των σπουδαιοτέρων και ωραιοτέρων συνοικιών της πόλεως, ανεγερθεισών εν ταύτη μεγαλοπρεπών οικιών και κατωκηθείσης πυκνότατα από οικογενείας ευπόρους κατά το πλείστον, και τα πρώτα κατεχούσας εν τη πολιτεία ημών» (Καταστατικόν του Συνδέσμου, τύποις Ι.Δ. Σοφιανοπούλου, Εν Αθήναις 1917, σελ.7).