Τα 100 δισεκατοµµύρια ευρώ αµυντικών δαπανών που ανακοίνωσε ο Όλαφ Σολτς είναι ασφαλώς σηµαντικά, αλλά η πραγµατική πρόκληση για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι η προετοιµασία των κοινωνιών τους για το νέο διεθνές σκηνικό που εγκαινίασε ο πόλεµος στην Ουκρανία.
Λίγα εικοσιτετράωρα μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο αρχηγός του γερμανικού στρατού Άλφονς Μάις προέβη σε μία οργισμένη ανακοίνωση: «Ο γερμανικός στρατός, του οποίου έχω την τιμή να ηγούμαι, είναι λίγο πολύ γυμνός.
Οι επιλογές που μπορούμε να προσφέρουμε στους πολιτικούς είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Τα βλέπαμε να έρχονται, αλλά δεν μπορούσαμε να προωθήσουμε τα αιτήματά μας, να εξάγουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα από την προσάρτηση της Κριμαίας και να τα εφαρμόσουμε. Δεν νιώθω καλά. Είμαι εξοργισμένος!».
Κι όμως, η Γερμανία αυξάνει διαρκώς τις αμυντικές της δαπάνες, που έφθασαν το 2020 τα 47 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν δέκα χρόνια πριν δεν ξεπερνούσαν τα 30 δισ. Σχεδιάζει, παράγει και αγοράζει διαρκώς νέα όπλα, όντας μία από τις μεγαλύτερες χώρες - παραγωγούς όπλων στον κόσμο.
Στην πραγματικότητα όμως, φαίνεται ότι οι μεγάλες παραγγελίες όπλων της Γερμανίας στοχεύουν πρωτίστως στην ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας της, παρά τη διατήρηση του αξιόμαχου του γερμανικού στρατού. Έτσι, μία σειρά δημοσιευμάτων στον Τύπο, τα τελευταία χρόνια, διεκτραγωδεί τα επίπεδα ετοιμότητας του γερμανικού στρατού.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με περσινό δημοσίευμα της Bild, από τα 53 επιθετικά ελικόπτερα Tiger πετούσαν μόνον 8, ενώ από τα 99 μεταφορικά ελικόπτερα NH90 πετούσαν τα 12. Την ίδια στιγμή, άλλα δημοσιεύματα παρουσίαζαν το οξύ πρόβλημα στελέχωσης: το επάγγελμα του στρατιωτικού είναι από τα λιγότερο δημοφιλή επαγγέλματα στη Γερμανία. Ο στρατός προσελκύει άτομα που δεν έχουν καμία άλλη επιλογή επαγγελματικής αποκατάστασης, ή νεοναζί, και οι μονάδες του αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα επάνδρωσης.
Η κατάσταση σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης είναι αντίστοιχη. Συνήθως οι χώρες κατευθύνουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς τους στη διατήρηση μιας σύγχρονης, αλλά μικρής αεροπορίας και λίγων καλά εξοπλισμένων μονάδων και πλοίων, όσα απαιτούνται για τη συμμετοχή τους στις διάφορες επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ ή τις ειρηνευτικές αποστολές του Ο.Η.Ε.
Μόνον η Γαλλία δείχνει να διαφοροποιείται και να διατηρεί ένα επίπεδο αμυντικής ετοιμότητας. Γι’ αυτό και πρωτοστατεί εδώ και καιρό στην αμυντική αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αντίθετο συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ο ρωσικός κίνδυνος υποχρεώνει τα κράτη, αλλά και τις κοινωνίες τους, να αντιμετωπίζουν διαφορετικά την Εθνική Άμυνα.
Το κύριο πρόβλημα των δυτικοευρωπαϊκών στρατών είναι το μικρό μέγεθος του στρατού ξηράς που διατηρούν. Έτσι, η Γερμανία διαθέτει μόλις 236 άρματα μάχης, τα γνωστά Λέοπαρντ 2, όταν το 1990 διέθετε 2.000 (συγκριτικά, η Ελλάδα διαθέτει 250 Λέοπαρντ 2 και άλλα 900 παλαιότερα Λέοπαρντ 1 και Μ-48).
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι τον περασμένο χρόνο είχε ανοίξει στον βρετανικό στρατό μία συζήτηση για το κατά πόσο χρειάζεται πλέον η Μ. Βρετανία μονάδες τεθωρακισμένων, καθώς κάποιοι εισηγούνταν την πλήρη κατάργησή τους!
Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που διατηρούν δυσανάλογα μεγάλο στρατό ξηράς είναι αυτές που αντιμετωπίζουν απειλή στα σύνορά τους, όπως η Πολωνία και η Ελλάδα. Διότι οι συμβατικές πολεμικές συγκρούσεις, όπως ο σημερινός πόλεμος στην Ουκρανία, απαιτούν πρώτα και κύρια πολυάριθμα στρατεύματα.
Εδώ βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα της Ευρώπης, καθώς οι κοινωνίες της είναι στην πλειοψηφία τους εντελώς ανέτοιμες για μία τέτοια εξέλιξη. Οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες μπορούν ασφαλώς με σχετική ευκολία να διαθέσουν τα χρήματα που χρειάζεται η αγορά νέων μαχητικών αεροσκαφών και να βρουν τις λίγες χιλιάδες ανδρών που χρειάζονται για να τα πετάξουν, ή για να επανδρώσουν τις ολιγάριθμες ειδικές δυνάμεις τους. Όμως στην προσπάθειά τους να παρατάξουν ισχυρούς στρατούς ξηράς θα βρεθούν αντιμέτωπες με την απροθυμία των πολιτών τους να στρατευτούν και –αν χρειαστεί– να πολεμήσουν.
Η ασφάλεια και η ευημερία των τελευταίων δεκαετιών, σε συνδυασμό με την κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης και την ιδεολογική ηγεμονία της παγκοσμιοποίησης και του εθνομηδενισμού, έχουν κάνει σήμερα τους περισσότερους Δυτικοευρωπαίους να θεωρούν το ενδεχόμενο ενός πολέμου απλώς αδιανόητο. Γι’ αυτό, ίσως, ήταν τόσο ισχυρό το σοκ από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Μία διεθνής έρευνα του 2015, από το WIN/Gallup International, αποτυπώνει καθαρά την κατάσταση. Στο ερώτημα «Θα πολεμούσατε για τη χώρα σας;», η πλειοψηφία των Δυτικοευρωπαίων απαντά αρνητικά. Στη χαμηλότερη θέση βρέθηκε η Ολλανδία με 15% θετικές απαντήσεις και λίγο πιο πάνω η Γερμανία, στο 18%. Το αντίθετο συμβαίνει στην Ανατολική Ευρώπη, όπου τα ποσοστά είναι σαφώς μεγαλύτερα, με πρώτη τη Φινλανδία (74%).
Είναι λοιπόν, προφανές, ότι η προσπάθεια επανεξοπλισμού της Ευρώπης θα περάσει υποχρεωτικά μέσα από το πεδίο της ιδεολογίας. Η ιδεολογική ηγεμονία της παγκοσμιοποίησης ήδη κλυδωνίζεται, όπως υποδεικνύει η πανευρωπαϊκή άνοδος των αντιπαγκοσμιοποιητικών ρευμάτων κάθε είδους και απόχρωσης, τα τελευταία δέκα και πλέον χρόνια.
Η παγκοσμιοποίηση έχασε πρώτα τα λαϊκά στρώματα, καθώς ήταν αυτά που επλήγησαν πιο πολύ από την οικονομική κρίση, την ανεργία και τη μετανάστευση.
Στη συνέχεια, ήταν η πανδημία του κορωνοϊού (κατά την οποία είδαμε ως και υπερδυνάμεις σαν τη Γερμανία να ζητιανεύουν στα πέρατα του κόσμου για μια παλέτα μάσκες), που κατέδειξε στα κράτη την αδυναμία τους, από την αδιάκοπη υπερεπέκταση των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Σήμερα, ο πόλεμος στην Ουκρανία και το νέο ψυχροπολεμικό σκηνικό που κυοφορεί φαίνεται ότι θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα στην ιδεολογική της ηγεμονία, καθώς πλέον απειλείται η ίδια η ασφάλεια της Ευρώπης και το όραμα ενός κόσμου χωρίς ταυτότητες, χωρίς έθνη και χωρίς σύνορα καταρρέει στα περίχωρα του Κιέβου, του Χαρκόβου και της Μαριούπολης.