Οι τουρκικές θηριωδίες, η βαρβαρότητα του τουρκικού κατοχικού στρατού, που προέλαυνε το καλοκαίρι του 1974 καταγράφονται σε έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Η έκθεση οριστικοποιήθηκε στις 10 Ιουλίου 1976 και περιλαμβάνει μαρτυρίες αλλά και στοιχεία, τα οποία τεκμηριώνουν τις τουρκικές ωμότητες.
Οι περιγραφές ανατριχιαστικές, οι μαρτυρίες σοκαριστικές. Όσοι τα βίωσαν κουβαλούν ως εφιάλτη τα βασανιστήρια και τις κακοποιήσεις, που είχαν υποστεί από τον στρατό κατοχής και τους συνοδεύει σε ολόκληρη τους τη ζωή. Μια έκθεση, όχι η μοναδική, όπως και οι Διακρατικές προσφυγές της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταγράφει τις τουρκικές βαρβαρότητες. Και το αποτέλεσμα;
Όλα τα στοιχεία συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο παζλ, που αφορούν εγκλήματα πολέμου από την Τουρκία, τα οποία διαπράχθηκαν στην Κύπρο. Συστηματικές και μεθοδευμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εκθέσεις, οι προσφυγές δεν αξιοποιήθηκαν.
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία είχε επιλέξει να μην αξιοποιήσει τα εργαλεία αυτά. Είτε για να μη χαλάσει το «καλό κλίμα» ενόψει κάποιων συνομιλιών που θα διεξάγονταν είτε επειδή προσαρμόστηκε σε παραινέσεις τρίτων, που δεν ήθελαν προφανώς να ενοχληθεί η κατοχική Τουρκία.
Τα εγκλήματα δεν παραγράφονται. Τα εγκλήματα δεν μπορούν να τα «θάψουν» πολιτικοί και πολιτικές. Η ειρήνη περνά μέσα από την αναγνώριση των εγκλημάτων και την τιμωρία των ενόχων. Η ανθρωπότητα είναι γεμάτη από τέτοιες περιπτώσεις και παραδείγματα.
Από την έκθεση, παραθέτουμε στοιχεία, που αφορούν τις εν ψυχρώ δολοφονίες από πλευράς του κατοχικού στρατού, τις κακοποιήσεις, βασανιστήρια και βιασμούς. Μαρτυρίες και στοιχεία είχαν δώσει η Πρόεδρος τότε του Ερυθρού Σταυρού, αείμνηστη Στέλλα Σουλιώτη, ο Γιώργος Ιακώβου τότε Διευθυντής Μερίμνης και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων και μετέπειτα ΥΠΕΞ. Οι μαρτυρίες προσώπων για προσωπικά βιώματα καταγράφονται χωρίς ονόματα, αν και στην έκθεση υπάρχουν. Δεν περιλαμβάνονται και τοποθεσίες, χωριά, για να μην παραπέμπουν οι μαρτυρίες σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Περιλαμβάνονται επώνυμες μαρτυρίες των γιατρών Χαραλαμπίδη και Χατζηκακού.
Στην έκθεση υπάρχουν κι άλλες πολλές πτυχές, γι’ αυτό και θα επανέλθουμε.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Κυπριακή Δημοκρατία κατήγγειλε ότι οι μαζικοί φόνοι πολιτών διενεργούντο συστηματικά από τον τουρκικό στρατό. Όχι μόνο άοπλοι στρατιώτες, που είχαν παραδοθεί, αλλά και πολίτες, συμπεριλαμβανομένων παιδιών ηλικίας 6 μηνών ώς 11 χρονών, γυναικών και γερόντων μέχρις ηλικίας 90 χρονών, ακόμη παράλυτοι, με διανοητική υστέρηση και τυφλοί σκοτώθηκαν από Τούρκους στρατιώτες. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν φόνους εκατοντάδων προσώπων από τις τουρκικές δυνάμεις. Στις καταγγελίες συμπεριλαμβάνονται φόνοι προσώπων που είχαν προσπαθήσει να επισκεφθούν περιοχές που βρίσκονταν υπό τουρκικό στρατιωτικό έλεγχο, με σκοπό να συλλέξουν τα υπάρχοντά τους από τις εστίες τους.
Η Κυβέρνηση της Κύπρου, όπως αναφέρεται, εξέφρασε το φόβο ότι μεγάλος αριθμός Ελληνοκυπρίων, τους όποιους είδαν για τελευταία φορά στην καταληφθείσα από τους Τούρκους περιοχή, έπεσαν θύματα δολοφονίας του είδους αυτού. Ο αριθμός τους δεν είχε ακόμη υπολογισθεί, πρέπει όμως να έφθανε τα 3.000 άτομα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ασθενείς πολίτες.
Σχετική μαρτυρία απεκάλυπτε ότι τα πρόσωπα αυτά έπεσαν στα χέρια του τουρκικού στρατού, αλλά οι τουρκικές Αρχές ισχυρίζονταν ότι δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτά.
Επικρατεί η υπόνοια ότι στην κατηγορία «αγνοούμενα πρόσωπα» περιλαμβάνονται άτομα που δολοφονήθηκαν από τις τουρκικές δυνάμεις κατά τη στιγμή της συλλήψεως τους, κοντά στην ελεγχόμενη από τους Τούρκους περιοχή, δεδομένου ότι καμιά λεπτομέρεια δεν ανακοινώθηκε, μετά τις συλλήψεις, από τις τουρκικές Αρχές.
Γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά σε μαρτυρίες για το φόνο δώδεκα αρρένων πολιτών, παρουσία των οικογενειών μερικών απ’ αυτούς, στις 21 Ιουλίου 1974 (χωριό Ελιά).
Η πρώτης μάρτυρας δήλωσε ότι σ’ αυτό τον ομαδικό φόνο έχασε τον άνδρα της, τον πατέρα της, δύο γαμβρούς και ένα θείο. Η ίδια και μια ομάδα συγχωριανών της πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους Τούρκους στρατιώτες, όταν προσπάθησαν να φθάσουν στα βουνά, για να αποφύγουν τον βομβαρδισμό. Όλοι οι συλληφθέντες άντρες ήταν πολίτες και φορούσαν πολιτική ενδυμασία.
Οι Τούρκοι στρατιώτες τους είπαν ότι θα περίμεναν διαταγές από τον αξιωματικό τους, που θα αποφάσιζε για την τύχη τους. Όταν ο αξιωματικός έφθασε, φαινόταν θυμωμένος και διέταξε τους στρατιώτες να πέσουν κάτω, πράγμα που έκαναν, και να γεμίσουν τα όπλα τους. Ένας άλλος στρατιώτης, που τον περιέγραψε ως «καλόν άνθρωπο», επενέβη τότε, και οι Τούρκοι στρατιώτες συζητούσαν για μισή ώρα. Τότε χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και, μπροστά στις γυναίκες, άρχισαν να πυροβολούν εναντίον των ανδρών. Σκότωσαν δώδεκα. Μερικοί από τους άνδρες κρατούσαν, ενώ τους πυροβολούσαν, παιδιά. Τρία από τα παιδιά αυτά πληγώθηκαν.
ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΚΟΥΜΑ
Άλλες δύο ακόμη περιπτώσεις ομαδικών φόνων αναφέρονται σε δύο γραπτές καταγγελίες προσώπων, που επιβεβαίωσαν ότι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Σύμφωνα με την πρώτη καταγγελία, πέντε άνδρες (δύο βοσκοί, ηλικίας 60 και 70 χρονών, δύο οικοδόμοι, 20 και 60 χρονών, και ένας υδραυλικός, ηλικίας 1 9 χρονών) δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στο Τριμίθι. Σύμφωνα με τη δεύτερη καταγγελία, 30 Ελληνοκύπριοι στρατιώτες, που κρατούντο ως όμηροι στο Παλαίκυθρο, εκτελέστηκαν από τους Τούρκους στρατιώτες.
Επιπρόσθετος μάρτυρας μίλησε για μαζικούς φόνους στο Παλαίκυθρο και υπέδειξε πρόσωπα και διευθύνσεις που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες.
Δύο από τα επεισόδια αυτά αφορούσαν εκτελέσεις στρατιωτών της Εθνικής Φρουράς, που είχαν παραδοθεί στα τουρκικά στρατεύματα. Τα επεισόδια αναφέρθηκαν στον μάρτυρα από στρατιώτες που είχαν διαφύγει της εκτέλεσης, και στις δύο περιπτώσεις εκτελέστηκαν 30 – 40 στρατιώτες.
Άλλο επεισόδιο, που ανέφερε μάρτυρας, είναι ο φόνος δεκαεπτά μελών γειτονικών οικογενειών. Τα θύματα ήταν δέκα γυναίκες και πέντε παιδιά, ηλικίας από δύο ώς εννιά χρονών. Κατέθεσε, επίσης, έγγραφο, που το παρουσίασε ως αγγλική μετάφραση γραπτής μαρτυρίας ενός παιδιού δεκαέξι χρονών, που επέζησε του σκοτωμού. Το τελευταίο επεισόδιο κατηγγέλθη επίσης και από την κ. Στέλλα Σουλιώτη, η οποία είχε αναφερθεί στις χειρόγραφες σημειώσεις που ο μάρτυρας δρ Χατζηκακού κατέθεσε ως μέρος της μαρτυρίας του. Ο δρ Χατζηκακού κατέγραψε περιπτώσεις κακοποιήσεων, βιασμών και φόνων, που αναφέρθηκαν σ’ αυτόν από ασθενείς, οι όποιοι είτε υπήρξαν τα θύματα, είτε οι αυτόπτες μάρτυρες των επεισοδίων, και των οποίων τις διευθύνσεις μπορούσε να παραχωρήσει. Σχετικά με τον φόνο των δεκαεπτά πολιτών στο Παλαίκυθρο, ο δρ Χατζηκακού είχε σημειώσει το όνομα του προσώπου που βρήκε τα πτώματά τους στην αυλή.
Μερικοί άλλοι φόνοι, που περιγράφονται στις σημειώσεις του δρα Χατζηκακού, ήταν:
H εκτέλεση από Τούρκους στρατιώτες οκτώ πολιτών, που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι στην περιοχή του Πραστειού, μια μέρα μετά την κατάπαυση του πυρός, στις 16 Αυγούστου 1974.
O φόνος πολλών πολιτών από Τούρκους στρατιώτες στην Άσσια.
O φόνος από Τούρκους στρατιώτες πέντε άοπλων Ελληνοκυπρίων στρατιωτών, που ζήτησαν καταφύγιο σε ένα σπίτι στη Βώνη.
O τουφεκισμός πέντε γυναικών, από στρατιώτες. Η μία επέζησε γιατί είχε προφασισθεί τη νεκρή.
Κατάθεση στοιχείων από Στέλλα Σουλιώτη
Άλλοι φόνοι καταγγέλθηκαν από τη μάρτυρα Σουλιώτη, πρόεδρο (τότε) του Ερυθρού Σταυρού, με ονόματα προσώπων που δήλωσαν ότι υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες. Μερικά από τα πρόσωπα που εξετάσθηκαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς ανέφεραν, επίσης, φόνους:
– H μάρτυρας Β. δήλωσε ότι τα τουρκικά στρατεύματα εξετέλεσαν πολλά άτομα στο χωριό της. «Μπήκαν στα σπίτια και σκότωναν ανθρώπους».
– O μάρτυρας D., από το Π., είπε ότι περίπου 18 πρόσωπα από το χωριό τουφεκίσθηκαν. Δεν ήταν όμως παρών κατά την εκτέλεση.
– O μάρτυρας Ε. κατήγγειλε ότι οι Τούρκοι σκότωσαν έναν βοσκό.
– Η μάρτυρας F. δήλωσε ότι οι Τούρκοι πήραν τον άνδρα της και το γαμπρό της σε μία όχθη του ποταμού και εκεί τους σκότωσαν.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥΣ ΒΙΑΣΜΟΥΣ
Σύμφωνα με την έκθεση, η Κυβέρνηση της Κύπρου αιτιάται «μαζικούς και επαναλαμβανόμενους βιασμούς γυναικών όλων των ηλικιών, από 12 ως 71 χρονών, σε ορισμένες δε περιπτώσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα θύματα να υποφέρουν από αιμορραγίες ή να καταστούν διανοητικά ερείπια. Σε μερικές περιοχές εξασκήθηκε η βίαιη πορνεία.
Όλες τις γυναίκες και τα κορίτσια τα συνάθροιζαν σε χωριστά δωμάτια άδειων σπιτιών. Εκεί βιάζονταν επανειλημμένα από τα τουρκικά στρατεύματα. Σε ορισμένες περιπτώσεις μέλη της ίδιας οικογένειας βιάσθηκαν επανειλημμένα, μπροστά στα ίδια τα παιδιά τους. Σε άλλες περιπτώσεις, γυναίκες. βιάσθηκαν δημόσια, κατά τρόπο κτηνώδη.
Οι βιασμοί σε άλλες περιπτώσεις συνοδεύονταν από κτηνώδεις πράξεις, όπως βίαια δαγκώματα, έτσι που να προκαλούν σοβαρές πληγές στα θύματα, χτυπήματα της κεφαλής στο δάπεδο και στραγγάλισμα του λαιμού, σχεδόν μέχρι πνιγμού. Σε αρκετές περιπτώσεις οι απόπειρες βιασμού συνοδεύονταν από μαχαιρώματα ή σκοτωμό του θύματος. Στα θύματα του βιασμού συμπεριλαμβάνονταν έγκυες και διανοητικά καθυστερημένες γυναίκες».
Οι σχετικές μαρτυρίες για τους καταγγελλόμενους βιασμούς συγκροτούν ογκώδες σώμα. Άμεσες μαρτυρίες έχουν ληφθεί από τις καταθέσεις των ιατρών Χαραλαμπίδη και Χατζηκακού, που κατέθεσαν ότι είχαν εξετάσει θύματα παρόμοιων βιασμών.
Μεταξύ πολλών άλλων περιπτώσεων, ένα διανοητικά καθυστερημένο κορίτσι βιάστηκε στο σπίτι του από είκοσι στρατιώτες, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Όταν το θύμα άρχισε να ξεφωνίζει, το πέταξαν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου: Έπαθε θλάση της ράχης και έμεινε παράλυτη.
Μία μέρα ύστερα από την άφιξή τους στο χωριό Β., οι Τούρκοι συγκέντρωσαν τα κορίτσια σ’ ένα σπίτι και τα βίασαν.
Ένα κορίτσι στο Π, που διέμενε μαζί με τους γονείς του, το έβγαλαν έξω και το βίασαν υπό την απειλή όπλου.
Στην Τ. οι Τούρκοι στρατιώτες προσπάθησαν να βιάσουν 17χρονη μαθήτρια. Αντιστάθηκε και τη σκότωσαν.
Μία γυναίκα από τη Γ. του ανέφερε ότι 25 κορίτσια κρατούντο στο Μ. ως πόρνες.
Μία άλλη γυναίκα είδε πολλά κορίτσια να βιάζονται από Τούρκους στρατιώτες.
Μία γυναίκα από τη Β. βιάστηκε σε τρεις περιπτώσεις από τέσσερα πρόσωπα, τον ένα ύστερα από τον άλλο. Έμεινε έγκυος.