Χωρίς να ανέλθουμε στην Αρχαιότητα, περίοδο κατά την οποία η ύπαρξη η ίδια της Ελλάδας απειλήθηκε κατ’επανάληψιν, όπως γνωρίζουμε, από την ισχυρή γείτονά της την Περσία, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος που προέκυψε από τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας εναντίον των Τούρκων είχε τεθεί πάραυτα υπό κηδεμονία. Το 1833, ο Όθων ο Α΄ της Βαυαρίας καταφθάνει στην Ελλάδα και ανακηρύσσεται βασιλιάς της χώρας από τις μεγάλες δυνάμεις.
Όπως γράφει ο Ζακ Μπερσανί, «Η Ευρώπη του Συνεδρίου της Βιέννης δεν βλέπει με καλό μάτι, πάνω απ’όλα, τη δημοκρατία. Έμαθε δε να μην βλέπει με καλό μάτι τους Έλληνες, καθώς είχε όλη την άνεση να διαπιστώσει την ροπή τους προς τις εμφύλιες διαμάχες.»
Προσπερνώντας έναν αιώνα ιστορίας για να φτάσουμε στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, διαπιστώνουμε ότι οι Έλληνες, ενώ βγαίνουν, ακόμη μια φορά, με το κεφάλι ψηλά από τη σύγκρουση, χάρις σε μια πεισματώδη αντίσταση στους Ιταλούς, πρώτα, κι έπειτα στους Γερμανούς, δεν θα αφεθούν να αποφασίσουν μόνοι τους για το μέλλον τους.
Ο εμφύλιος πόλεμος θα διχάσει τους Έλληνες. Όμως, στη σύγκρουση ανάμεσα στον ΕΔΕΣ, εθνικό δημοκρατικό σύνδεσμο («νομιμόφρων» δεξιά), από τη μιά και, από την άλλη, το ΕΑΜ και τον οπλισμένο βραχίονά του τον ΕΛΑΣ (με ισχυρή κομμουνιστική συνιστώσα), ο πρώτος θα έχει την ισχυρή υποστήριξη των Άγγλων. Χωρίς αυτή την υποστήριξη και χωρίς το μοίρασμα των Βαλκανίων που είχε συμφωνηθεί με τον Στάλιν νωρίτερα, η Ελλάδα θα είχε γίνει πιθανώτατα λαϊκή δημοκρατία.
Ένας μίτος διατρέχει συνεχώς, λοιπόν, την αρχαία και την πιό πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας. Η Ελλάδα φαίνεται καταδικασμένη στο να αφήνει ξένες δυνάμεις να αποφασίζουν για το πεπρωμένο της. Αυτή η θεώρηση είναι, ωστόσο, ελλειπής. Καθότι πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι εν λόγω ξένες δυνάμεις επενέβησαν πάντα εκμεταλλευόμενες συγκρούσεις που αντιπαρέθεταν τους Έλληνες μεταξύ τους. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέμου για την Ανεξαρτησία, τον 19ο αιώνα. Αυτό συνέβη αργότερα, την περίοδο 1946-1949. Αυτό συμβαίνει και σήμερα.
Το χρέος ως μέσο υποδούλωσης
Σε αναλογία με το Α.Εγχ.Π, το ελληνικό χρέος είναι αναμφίβολα, σήμερα, ένα από τα υψηλώτερα της Ευροζώνης. Και πάνω απ’όλα, βρίσκεται ευρέως στα χέρια μη μονίμων κατοίκων, δηλαδή των ξένων τραπεζών καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, στα χέρια της ΕΚΤ. Κι ως προς αυτό, επίσης, η ιστορία είναι πλούσια σε διδάγματα. Ο Νικόλας Μπλουδάνης -του οποίου οι θέσεις δεν μας βρίσκουν πάντα σύμφωνους – μας πληροφορεί ότι το νεοσύστατο ελληνικό κράτος του Όθωνα ήταν χρεωμένο από τη γέννησή του. Η Ελλάδα εκείνης της εποχής δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τη μόνιμη οικονομική βοήθεια από τις «προστάτριες» δυνάμεις, υπό τη μορφή δανείων που κατέληξαν να διογκώσουν υπέρμετρα το χρέος της χώρας. Έναν αιώνα αργότερα, το 1931, σε μια πολιτική συγκυρία όπου έθετε τη σφραγίδα της η Μικρασιατική καταστροφή, ένας οίκος αξιολόγησης, ο Moody’s, υποβαθμίζει το αξιόχρεον της Ελλάδας, πράγμα που έχει καταστροφικές συνέπειες: υποτίμηση της δραχμής, εκτίναξη στα ύψη του χρέους (σε δολάρια)… στάση πληρωμών… κι έπειτα πτώση της κυβέρνησης Βενιζέλου, ακολουθούμενη από την παλινόρθωση της μοναρχίας και το πραξικόπημα του Μεταξά, το 1936. Το 1936, ο οίκος αξιολόγησης Moody’s θα εκφράσει τη λύπη του… και θα πάψει να βαθμολογεί το αξιόχρεο των χωρών8. Ο οίκος Fitch κάνει το ίδιο και αναγγέλει ότι θα πάψει να βαθμολογεί το αξιόχρεο του… γερμανικού κράτους.
Το χρέος, όπως και το έλλειμα παραπέμπουν συχνά σε καταστάσεις δουλείας. Ας θυθμηθούμε ότι ο Σόλων προέβη στη μείωση ή τη διαγραφή του δημόσιου όπως και του ιδιωτικού χρέους. Ο Σόλων, που είχε κατανοήσει ότι το χρέος μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση δουλείας, επιχείρησε να καταργήσει τη δουλεία για χρέη και να απελευθερώσει όσους είχαν μετατραπεί σε δούλους γι αυτό το λόγο.
Συμφωνούμε με τον Αλέν Ζοξ όταν, παραπέμποντας στον Αριστοτέλη, υπενθυμίζει ότι ο «εξτρεμισμός της «χρηματιστικής» διαχείρησης του πλούτου είχε διαφανεί ήδη από την Αρχαιότητα, όταν το νόμισμα δεν θεωρείται πλέον μέσο ανταλλαγής αλλά εργαλείο για τη μέτρηση της τοκογλυφίας. Ο πλουτισμός καθ’αυτός καθίσταται απεριόριστος. Ένα απεριόριστο χρέος συνεπάγεται τότε την απόλυτη καθυπόταξη: τη δουλεία. Αλλά η χρηματιστική διαχείρηση καθίσταται ικανή κυρίως σήμερα – χάρις στην παγκοσμιοποίηση της «οικονομίας» (ταυτόχρονα με την ηλεκτρονική επανάσταση) η οποία επιτρέπει τη δημιουργία αυτών των αδιαφανών χρεών, των πολύπλοκων ομόλογων – να φτάσει στα άκρα του ορισμού της, ως απεριόριστη αρπαγή του πλούτου που, στη δημοκρατία, δεν μπορεί να τιθασευτεί παρά από την ισχύ του νόμου». Αυτή είναι, επίσης, η άποψη του Φρανσουά Σεναί ο οποίος εκτιμά ότι ένας δημόσιος λογιστικός έλεγχος του χρέους από τους πολίτες είναι σήμερα απαραίτητος και συνιστά, πάνω απ’όλα, μια πολιτική πράξη: επιτρέπει στον λαό να εισβάλλει εκεί όπου δεν είναι καλεσμένος, δηλαδή στον χρηματοπιστωτικό κόσμο. Για τον Σεναί, η κρίση δημόσιου χρέους και οι εκβιασμοί που τη συνοδεύουν προσφέρουν ένα πολιτικό μοχλό που πρέπει να αξιοποιηθεί. Η επιστροφή της δημοκρατίας περνάει μεταξύ άλλων από τη σύσταση τοπικών (εθνικών) επιτροπών εναντίον του χρέους με σκοπό τη συγκέντρωση και συζήτηση στοιχείων που αποδεικνύουν τη μη νομιμότητα του χρέους.
Το ζήτημα του χρέους είναι βεβαίως κεντρικό και δεν μπορεί, επομένως, να αγνοηθεί όταν αναζητείται δρόμος εξόδου από την κρίση (βλέπε παρακάτω). Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι έχει περισσότερη σημασία να εξετάσουμε τους καθοριστικούς παράγοντες αυτού του χρέους. Για να το πούμε με άλλα λόγια, εκτιμούμε ότι τα ελλείμματα και το χρέος δεν είναι η αιτία αλλά το ενεργό σύμπτωμα μιας βαθειάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης.
Παραμέληση του δημόσιου συμφέροντος και δημοκρατικό έλλειμμα
Καθώς φαίνεται, το ελληνικό κράτος δεν έτυχε και τόσο χρηστής διοίκησης ή διαχείρησης. Δικαίως καταγγέλθηκε, συχνά, το πελατειακό σύστημα. Σημαντικό μέρος των φορολογικών εσόδων είχαν την τάση να εξαφανίζονται, καταλήγοντας σε αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί γενικευμένη διαφθορά.
Ωστόσο, όσο κι αν είναι γενικευμένη, η διαφθορά δεν αντιπροσωπεύει τα ίδια οικονομικά μεγέθη για τους διάφορους «επωφεληθέντες» και υπάρχει κάποια υποκρισία στον ισχυρισμό ότι οι «προνομιούχοι» και οι «μη προνομιούχοι» επωθελήθηκαν εξ’ίσου από την υπερβολική ανεκτικότητα του κράτους ή από τη διαφθορά. Μπορεί ένα τμήμα των Ελλήνων να πλούτισε κατά την τελευταία περίοδο, αλλά το δημόσιο συμφέρον παραμελήθηκε.
Δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε τους άχρηστους δρόμους, που κατασκευάστηκαν κατά τρόπο παράλογο, την γενικευμένη κερδοσκοπία στον τομέα των ακινήτων, την άναρχη και επικίνδυνη για ορισμένους αρχαιολογικούς χώρους και για τη φύση τουριστική ανάπτυξη. Όπως και δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε την εκμετάλλευση των μεταναστών κυρίως από τους «προνομιούχους» αλλά και, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, από τους «μη προνομιούχους»….
Δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε την κατάσταση κατάρρευσης στην οποία έχουν πεςριέλθει ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες όπου βασιλεύουν τα «φακελάκια» και, κατα συνέπεια, η άνιση πρόσβαση στην περίθαλψη όπως και στην παιδεία.
Εκείνο από το οποίο πάσχει η Ελλάδα είναι, ακριβώς, το γεγονός ότι παραμέλησε «τα κοινά», την RES PUBLICA. Δεν είναι, αλήθεια, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στα ελληνικά ο όρος «Republique » μεταφράζεται με τον όρο «Δημοκρατία»; Η παραμέληση «των κοινών» και το δημοκρατικό έλλειμμα είναι, στην πραγματικότητα, έννοιες συνώνυμες. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι, σήμερα, βαριά άρρωστο (ο ρόλος των μεγάλων οικογενειών, το πελατειακό σύστημα, η υψηλή αμοιβή των βουλευτών, έχουν συχνά επικριθεί). Όμως, το μεγαλύτερο πρόβλημα που τίθεται είναι η παραμέληση του δημόσιου συμφέροντος. Ένα από τα πιό χαρακτηριστικά παραδείγματα της παραμέλησης του δημόσιου συμφέροντος είναι η σχέση με τη φύση. Στην Ελλάδα, η φύση είναι, αναμφίβολα, από τις ωραιότερες του κόσμου. Την προστατεύουν, όμως, οι Έλληνες; Είναι μήπως λογικό να ξεπερνάει η παραγωγή απορριμάτων του κάθε Έλληνα τα 371 κιλά ετησίως, δηλαδή το διπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο; Δικαιολογείται μήπως το γεγονός ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε από το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Λουξεμβούργο) για την ύπαρξη ιδιαιτέρως πολυάριθμων παράνομων σκουπιδότοπων; Δικαιολογείται μήπως το γεγονός ότι αργοπεθαίνει η λίμνη Κορώνεια, κοντά στη Θεσσαλονίκη, καθώς το βάθος της πέρασε από τα πέντε μέτρα στο ένα μέτρο μέσα σε τριάντα χρόνια; Γι αυτές τις περιπτώσεις, όπως και για πολλές άλλες, η Ελλάδα είναι αντικείμενο προσφυγών, από μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο Δικαστήριο του Στρασβούργου που τιμωρεί την αδράνεια της (των) κυβέρνησης (κυβερνήσεων). Παραμελώντας το δημόσιο συμφέρον, ειδικώτερα την προστασία της φυσικής της κληρονομιάς, η ελληνική κοινωνία λειτουργεί, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κατά τρόπον που ελάχιστη σχέση έχει με την αθηναϊκή άμεση δημοκρατία η οποία χαρακτηριζόταν από την άρνηση της αντιπροσώπευσης, την απόρριψη της επαγγελματοποίησης της πολιτικής, την απόρριψη του κράτους ως θεσμού αυτονομημένου από την Κοινωνία. Από την άλλη, η σημερινή ελληνική κοινωνία δεν είναι, προφανώς, αυτόνομη: έχει απωλέσει την ανεξαρτησία της και την κυριαρχία της. Κυριαρχείται από το νόμο του άλλου – ετερονομία- , όπου ο άλλος δεν είναι τόσο άλλες χώρες αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές που επιδιώκουν να επιβάλλουν μια νέα δουλεία χρησιμοποιώντας ως μοχλό τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος. Τα βαθύτερα προβλήματα της Ελλάδας έχουν να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με την άκρως ελλειπή έγνια για το δημόσιο συμφέρον και με το δημοκρατικό έλλειμμα, και λιγώτερο με το ύψος των ελλειμμάτων. Πριν επανέλθουμε, παρακάτω, σε αυτά τα ζητήματα, θα θέλαμε επί του παρόντος να ολοκληρώσουμε την ανάλυση των σημερινών προβλημάτων της Ελλάδας εξετάζοντας τις οικονομικές της δραστηριότητες.
Μια οικονομική κρίση σχετιζόμενη με την υπανάπτυξη των παραγωγικών δραστηριοτήτων
Στη μεγάλη πλειονότητα των αναπτυγμένων χωρών, οι παραγωγικές δραστηριότητες έχουν υποχωρήσει τις τελευταίες δύο ή τρείς δεκαετίες. Η χίμαιρα μιας κοινωνίας βασισμένης στις υπηρεσίες έχει κάνει θραύση παντού (ή σχεδόν παντού). Στην Ελλάδα, η βιομηχανία δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά το 7% της συνολικής απασχόλησης. Η Ελλάδα δεν μπορεί, όμως, να βασίζει την ανάπτυξή της στις υπηρεσίες ή στον τουρισμό.
Άφησε να παρακμάσουν πολλοί τομείς, όπως η κλωστοϋφαντουργία, ο τομέας της ένδυσης, ή η ξυλουργία. Δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει τα ναυπηγεία της παρότι οι έλληνες εφοπλιστές παραμένουν ισχυροί. Δεν στάθηκε ικανή να αναπτύξει μιαν αγροτική παραγωγή ποιότητας βασισμένη στις κατοχυρωμένες ονομασίες και την ιχνευσιμότητα των προϊόντων. Δεν στάθηκε ικανή, εκτός εξαιρέσεων, να αναπτύξει μιαν αποτελεσματική αγροτο-διατροφική βιομηχανία αξιοποιώντας τα αγροτικά προϊόντα και τις τοπικές δυνατότητες. Τέλος, η Ελλάδα δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αναπτύξει τομείς μέσης ή υψηλής τεχνολογίας τη στιγμή που οι έλληνες φοιτητές κατατάσσονται μεταξύ αυτών που κατέχουν τα περισσότερα διπλώματα στην Ευρώπη (πολλοί αναζητούν εφεξής εργασία στο εξωτερικό, όπως έκαναν οι λιγώτερο καταρτισμένοι πρόγονοί τους). Με άλλα λόγια, μια από τις κύριες προκλήσεις στις οποίες η Ελλάδα οφείλει να απαντήσει είναι εκείνη της ενδυνάμωσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων της καθότι δεν μπορεί να υπάρξει πλούτος προς κατανομή χωρίς να έχει παραχθεί. Το ζήτημα που τίθεται είναι, συνεπώς, το πώς θα (ανα)ενδυναμωθούν οι ελληνικές παραγωγικές δραστηριότητες. Όπως διαβάζουμε ή ακούμε για άλλες χώρες, έτσι και για την Ελλάδα ακούμε ή διαβάζουμε για «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας» και για την αναγκαιότητα ενίσχυσης των εξαγωγών. Η απάντηση (λανθασμένη) σε αυτό το «έλλειμμα ανταγωνιστικότητας» έγκειται –όπως λένε συχνά ορισμένοι – στη μείωση των μισθών, που θεωρούνται υπερβολικά υψηλοί. Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί αυξήθηκαν στην Ελλάδα πιό γρήγορα απ’ότι σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και εντεύθεν. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησής τους παρέμεινε στα πλαίσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το 2010, το ωριαίο κόστος εργασίας στη βιομηχανία ήταν 16.60 ευρώ στην Ελλάδα και 33.10 ευρώ (δηλαδή διπλάσιο) στη Γερμανία (πηγή: Natixis). Από το 2010 και εντεύθεν, το ωριαίο κόστος εργασίας μειώθηκε κατά 15% περίπου στην Ελλάδα και πρόκειται να μειωθεί κατά 20% και άνω έπειτα από την μείωση του κατώτατου μισθού που εξαγγέλθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.
Και πάλι σχετικά με το χρέος και το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη
Από το 2008 ήδη, είχαμε γράψει ότι η κρίση δεν είναι κυρίως χρηματιστική αλλά οικονομική και κοινωνική. Πράγμα που κατέληξε να γίνει αποδεκτό σήμερα, αφού γίνεται λόγος για το «πρόβλημα» της «ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας. Αυτό το «πρόβλημα» εξακολουθεί, ωστόσο, να μην τίθεται σωστά, αφού η μείωση του κόστους εργασίας και των δημόσιων δαπανών είναι ένα μήνυμα τουλάχιστον απλουστευτικό. Αντί για ένα πολλοστό πρόγραμμα λιτότητας που οδηγεί την Ελλάδα στην άβυσσο και τον ελληνικό λαό στην απελπισία, η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Ποιές είναι οι προϋποθέσεις ενός τέτοιου σχεδίου; Όπως θα δείξουμε παρακάτω, η ουσιώδης προϋπόθεση είναι η υπομονετική εργασία οικοδόμησης και ανοικοδόμησης των θεσμών. Κι εδώ εγείρονται πάραυτα πολλά οικονομικά ερωτήματα. Με σημαντικώτερα τα εξής δύο: εκείνο που έχει να κάνει με το χρέος κι εκείνο της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη.
Ακούμε συχνά να λέγεται στην Ελλάδα ότι, αυτή τη φορά, το έργο της οικοδόμησης ή της ανοικοδόμησης της χώρας είναι δύσκολο να επιχειρηθεί διότι οι καταστροφές που προκάλεσε η κρίση δεν είναι οι καταστροφές που προκαλεί ένας «κλασικός» πόλεμος. Μεταφράζονται σε συντριμμένες ζωές, σε ανεργία, και όχι σε νεκρούς ή τραυματίες που θα μπορούσαμε να καταμετρήσουμε. Κανένας ξένος στρατός δεν καταλαμβάνει την Ελλάδα κι ούτε απειλεί να την καταλάβει στο προβλέψιμο μέλλον. Ο εχθρός είναι αόρατος…
Ωστόσο, η Γερμανία, γενικότερα οι χώρες με το τριπλό Α (Γερμανία, Ολλανδία, Φινλανδία, Λουξεμβούργο), και η «Τρόϊκα», επιβάλλουν στην Ελλάδα, όχι μόνο μεγάλες υλικές θυσίες αλλά και πολλαπλές προσβολές και ταπεινώσεις. Οι Έλληνες έχουν συνεπώς το δικαίωμα να θεωρούν ότι αυτοί είναι, εφεξής, οι εχθροί της Ελλάδας, με τη διαφορά ότι τα όπλα που χρησιμοποιούν είναι χρηματιστικά και οικονομικά. Το όπλο που συνοψίζει όλα τα υπόλοιπα– στην πραγματικότητα το όπλο των χρηματοπιστωτικών αγορών, δηλαδή των τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών, των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και των κερδοσκόπων κάθε είδους- έχει, ωστόσο, ταυτότητα: το χρέος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει η Ελλάδα να συνεχίσει να πληρώνει τα χρέη της; Πρέπει, μπορεί, να παραμείνει στην Ευρωζώνη; Ποιά είναι η επίπτωση του ελλείμματος του εμπορικού της ισοζυγίου;
Ας υπενθυμίσουμε ότι η μερική διαγραφή του χρέους περί της οποίας έγινε πολύ πρόσφατα λόγος (Φεβρουάριος 2012) υποτίθεται ότι θα επιτρέψει θεωρητικά τη μείωση του χρέους της χώρας στο 120%… δηλαδή την επαναφορά του στο επίπεδο που ήταν το 2009, πριν αρχίσει η σφαγή με το πρώτο πρόγραμμα λιτότητας. Όπως ήταν προβλεπόμενο, τα μέτρα ενισχυμένης λιτότητας από το ένα πρόγραμμα στο άλλο είχαν ως συνέπεια την κάμψη κι εν συνεχεία την ύφεση, στερώντας το κράτος από τα φορολογικά έσοδα που εξαρτώνται, ουσιαστικά, από την οικονομική δραστηριότητα.
Ας υπενθυμίσουμε, επίσης, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις – που υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούνταν για να μειωθεί το χρέος- προβλεπόταν ότι θα απέδιδαν 50 δις ευρώ ως το 2015. Σήμερα, θα απέδιδαν κάτω από 20 δις ευρώ, και μάλιστα γύρω στα 10 δις ευρώ μόνο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γερμανικού ινστιτούτου IFO.
Η αθέτηση αποπληρωμής του χρέους, με άλλα λόγια η στάση πληρωμών είναι μια υπόθεση που δεν μπορεί να αποκλειστεί. Μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί ως αποτελούσα μέρος μιας προοπτικής εξόδου από την κρίση; Το ελληνικό χρέος πρέπει να εθνικοποιηθεί, πράγμαα που σημαίνει ότι η Τράπεζα της Ελλάδας οφείλει –εν ανάγκη- να δηλώσει αγοραστής των τίτλων που κατέχουν οι μικρο-ομολογιούχοι και, κυρίως, να συμβάλλει μελλοντικά στις χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους. Επίσης, δεν χωράει καμμιά αμφιβολία ότι το ελληνικό τραπεζιτικό σύστημα πρέπει να εθνικοποιηθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Αντί για μια έξοδο από την Ευρωζώνη που θα έχει αναγκαστικά πολύ μεγάλο κόστος, η Ελλάδα πρέπει μάλλον να επιδιώξει, με την υποστήριξη ορισμένων χωρών (ειδικώτερα της Γαλλίας), μια δραστική μείωση, ή και διαγραφή των τόκων του χρέους.
Πέραν αυτού, πιστεύουμε ότι εκείνο που αποτελεί το κεντρικό διακύβευμα είναι η διάρθρωση ανάμεσα στο στόχο της παραμονής στην Ευρωζώνη και την εξισορρόπηση του εμπορικού ισοζυγίου. Η εφημερίδα Le Monde χρησιμοποιεί, σε τίτλο της, την κάπως αμφίσημη διατύπωση: «Η κούρα λιτότητας δεν αρκεί χωρίς εκβιομηχάνιση». Καμμιά χώρα δεν μπορεί, μακρόχρονα, να ζεί καταναλώνοντας περισσότερα από όσα παράγει. Και αυτό εκφράζει το πολύ μεγάλο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας.
Ωστόσο, η διέξοδος για την Ελλάδα δεν συναρτάται με την παραμονή της στην Ευρωζώνη, αν αυτή η παραμονή είναι συνώνυμη μιας μείωσης των μισθών που υποτίθεται ότι θα «ντοπάριζε» τις εξαγωγές. Αυτός ο στόχος είναι ανεπίτευκτος λόγω της αδυναμίας του εξαγωγικού τομέα ο οποίος είναι σχεδόν ανύπαρκτος αν εξαιρεθούν μερικά αγροτικά προϊόντα, τα οικοδομικά υλικά, ο τομέας κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης. Κυρίως, όμως, η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου δεν είναι καθόλου ευκταία διότι μετατρέπει την Ελλάδα σε χώρα με χαμηλά κόστη ενώ ο πληθυσμός της κατατάσσεται μεταξύ των πιό σπουδαγμένων και καταρτισμένων στην Ευρώπη. Παραδόξως, παρά το υψηλό επίπεδο κατάρτισης, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ χαμηλή στην Ελλάδα. Αυτό το παράδοξο δεν έχει να κάνει με τις ικανότητες των εργαζόμενων, αλλά με τις συνθήκες στις οποίες αυτοί εργάζονται (ανεπάρκεια επενδύσεων, αρχαϊκοί τρόποι οργάνωσης…)
Ενδεχόμενη έξοδος από την Ευρωζώνη, παρά τα μέτρα που θα χρειαστεί να ληφθούν για να διασφαλισθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας και να προστατευτεί η λαϊκή αποταμίευση, και παρά το όφελος που θα επιφέρει η μείωση των τιμών στον τομέα του τουρισμού και των εξαγωγών, θα συνοδευτεί με ισχυρή πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Κατά τη γνώμη μας, αυτή η πτώση έχει επέλθει κατά μεγάλο μέρος με την μείωση των εισοδημάτων και την αύξηση των διάφορων φόρων, ήδη από το πρώτο πρόγραμμα που εφάρμοσε η εκλεγείσα το 2009 κυβέρνηση. Αυτή η συρρίκνωση ήταν ενδεχομένως αναπόφευκτη στη σημερινή συγκυρία λόγω του σοβαρού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχόντων λογαριασμών της Ελλάδας σε συνάρτηση με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της. Με άλλα λόγια, η τελευταία ισχυρή πτώση των εισοδημάτων (-22% του βασικού μισθού, μπορεί να θεωρηθεί ως μη αποβλέπουσα στην απορρόφηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού αλλά στην απορρόφηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Νομίζουμε, όμως, ότι σήμερα το ζήτημα πρέπει να τεθεί με διαφορετικούς όρους. Η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη πρέπει να πάψει να είναι συνώνυμη της εσωτερικής υποτίμησης που μεταφράστηκε με την δραστική μείωση των μισθών. Είτε πρόκειται για τη διατροφή, είτε για την φτηνή κατοικία, για την ένδυση ή για τα μη ατομικά μέσα μεταφοράς, η εγχώρια παραγωγή μπορεί να αντικαταστήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα τις (μαζικές, σήμερα) εισαγωγές. Τα μέσα μαζικής μεταφοράς μπορούν επίσης να αναπτυχθούν κατά προτεραιότητα χάρις στη βελτίωση του σιδηροδρομικού δικτύου που βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση υπανάπτυξης. Ας σημειωθεί επίσης ότι τα ελληνικά ναυπηγεία, που σήμερα δεν έχουν παραγγελίες λόγω των όρων αγοράς που προτείνουν στους έλληνες εφοπλιστές τα κινέζικα ναυπηγεία, μπορούν να αναδραστηριοποιηθούν χάρις σε επιλεκτικές και υπό όρους χρηματοδοτήσεις.
Μια έξοδος από την κρίση μέσω της αέναης συνέχισης της μείωσης των δημόσιων δαπανών και των μισθών, και μια ανάκαμψη των εξαγωγών, δεν θα ήταν μόνο αναποτελεσματική: επί πλέον, θα έκανε την Ελλάδα να χάσει πολύτιμο χρόνο και θα εξασθένιζε ακόμα περισσότερο τον παραγωγικό της ιστό. Αυτό το κατάλαβε ακόμη και η ελληνική εργοδοσία απορρίπτοντας, όπως και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, το τελευταίο πρόγραμμα λιτότητας.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ξαναβρεί το δρόμο της αύξησης της παραγωγής και της ανάπτυξης παρά αν κινητοποιήσει την ευφυΐα και τον υψηλό βαθμό κατάρτισης του πληθυσμού της και εξασφαλίζοντας μιαν αύξηση της παραγωγής της προσανατολισμένη κυρίως, όχι προς τις εξαγωγές αλλά προς την ικανοποίηση των εσωτερικών αναγκών. Αυτός ο προσανατολισμός είναι ικανός να επιφέρει μια σημαντική μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου (δια της μείωσης των εισαγωγών) χωρίς να ενισχύσει –τουναντίον- την πίεση στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και τους μισθούς.
Ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης προϋποθέτει την (αν)οικοδόμηση των θεσμών
Πολλοί Έλληνες ταλαντεύονται σήμερα (κι αυτό είναι φυσικό) ανάμεσα στην αυταπάτη ότι η κρίση είναι περαστική και το άγχος που προκαλεί μια προοπτική «κοινωνικού μεσαίωνα». Η «ανταλλαγή» που προτείνεται σήμερα στους Έλληνες διατυπώνεται κατά τρόπον άκρως διεστραμμένο: δεχτείτε τη διάσωση με αντάλλαγμα την απώλεια της κυριαρχίας σας. Αυτή η «ανταλλαγή» είναι, στην πραγματικότητα, απάτη. Με αντάλλαγμα την βέβαιη απώλεια της κυριαρχίας της, η Ελλάδα δεν ζώζεται καθόλου από το τελευταίο πρόγραμμα «βοήθειας». Ο όρος «βοήθεια» στην Ελλάδα, που επαναλαμβάνεται αβασάνιστα από τα μήντια και το σύνολο των σχολιαστών είναι, άλλωστε, ακατάλληλος.
Οι ιδιώτες πιστωτές, ουσιαστικά οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συγκεντρωμένοι στο πλαίσιο ενός Private sector involement (PSI) δέχτηκαν να παραιτηθούν από το 53,5% της αξίας των ομολόγων που κατείχαν, αλλά θα ωφεληθούν από το πρόγραμμα βοήθειας. Το ετήσιο επιτόκιο με το οποίο οι εν λόγω πιστωτές θα ανακυκλώσουν τα ομόλογα που κατέχουν πλησίον του ελληνικού κράτους ορίστηκε, έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις στο 3,65%. Αυτό το επιτόκιο είναι υπερβολικά υψηλό και ουδόλως δικαιολογείται. Ας υπενθυμίσουμε ότι το επιτόκιο αναχρηματοδότησης των τραπεζικών οργανισμών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ κυμαίνεται μεταξύ 1 και2%.
Από τα προβλεπόμενα 130 δισεκατομμύρια ευρώ του τελευταίου προγράμματος «βοήθειας», τα 30 δις θα καταβληθούν αμέσως στους πιστωτές που αποδέχονται την ανταλλαγή των ομολόγων που κατέχουν. Η ελληνική κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει περίπου 35 δις ευρώ για να αγοράσει ένα άλλο μέρος του χρέους της και να το διαγράψει, Τέλος, 25 δις ευρώ θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζιτικού τομέα. Έτσι, από τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ του προγράμματος διάσωσης, τα 94 πηγαίνουν αποκλειστικά στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι ιδιώτες πιστωτές της Ελλάδας δεν έκαναν καμμιά θυσία, όπως διαδίδεται αλλά, αντίθετα, μετέφεραν ουσιαστικά προς τους δημόσιους πιστωτές τις σημερινές και μελλοντικές απώλειές τους. Επί πλέον, δεν πρέπει να απατώμεθα: τα 130 δις ευρώ του λεγόμενου προγράμματος «διάσωσης» δεν είναι δώρο. Αυτό το ποσό είναι δάνειο που πρέπει να πληρωθεί.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι η συμμετοχή της ΕΚΤ στο πρόγραμμα στήριξης δεν συνίσταται παρά απλώς στην παραίτησή της από τα κέρδη (10 με 15 δις ευρώ) επί των κρατικών ομολόγων που είχε αγοράσει σε τιμή κάτω της αξίας τους.
Οι Έλληνες δεν πρέπει να δεχτούν, λοιπόν, την ανταλλαγή που τους προτείνεται. Η Ελλάδα έχει σήμερα ανάγκη από ένα σχέδιο ανάπτυξης που θα αποφεύγει την επανάληψη των λαθών που έχουν γίνει τις τρείς τελευταίες δεκαετίες. Από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και εντεύθεν το βιωτικό επίπεδο των Ελλήνων βελτιώθηκε αισθητά χωρίς, όμως, αυτή η βελτίωση να αντιστοιχεί στην εφαρμογή ενός πραγματικού σχεδίου ανάπτυξης. Η ελληνική βιομηχανία παρήκμασε ενώ ενισχύθηκε η ανεπάρκεια των θεσμών.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς να επανεξετάσει τους θεσμούς της, πράγμα που εγγράφει την έξοδο από την κρίση, αλλά και την ανανέωση, στη μακρά διάρκεια. Η οποία θα χαρακτηρίζεται από στάδια που θα συνιστούν ισάριθμα βήματα προς την βαθμιαία βελτίωση των υλικών και κοινωνικών συνθηκών ζωής.
Οι θεσμοί είναι τα μέσα με τα οποία μια κοινωνία ορίζει και εφαρμόζει τους κανόνες που έχει επιλέξει. Το δημόσιο συμφέρον είχε παραμεληθεί, όπως είδαμε, και ταυτόχρονα εξασθένιζε η δημοκρατία. Το κράτος δικαίου δεν συγκροτήθηκε ουσιαστικά ποτέ. Υπ’αυτές τις συνθήκες, το κράτος εμφανίστηκε αδύναμο και ταυτόχρονα αυταρχικό, χωρίς να προστατεύει ούτε τον πολίτη ούτε το συλλογικό συμφέρον.
Σήμερα, συγχέεται η περιουσία που ανήκει στο κράτος με την περιουσία που ανήκει στο Έθνος: τα «κοινά». Υπό την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και των διεθνών εκπροσώπων τους (της «Τρόϊκα»), η ελληνική κυβέρνηση ετοιμάζεται να ιδιωτικοποιήσει περιουσιακά στοιχεία που δεν της ανήκουν. Οι διεθνείς πιστωτές της Ελλάδας επιδιώκουν να της επιβάλλουν την αποδοχή της υπαγωγής του χρέους της στο αγγλικό δίκαιο, Οι ίδιοι πιστωτές αγνοούν, φαίνεται, την ύπαρξη της έννοιας «κοινό αγαθό». Αυτή η έννοια, όπως πολύ σωστά την αναλύει ο Ούγκο Ματτέϊ, έχει ωστόσο διαμορφωθεί στον αγγλο-σαξωνικό κόσμο. Η σύγχυση ανάμεσα στο αγαθό που ανήκει στην κοινότητα και το κρατικό αγαθό που μπορεί να μεταφερθεί στον ιδιωτικό τομέα έχει να κάνει με έναν πολιτικό και νομικό αναχρονισμό και συνιστά, κατά τον Ματτέι, «συνταγματική ανευθυνότητα». Μια τέτοια ανευθυνότητα «επιτρέπει» στις κυβερνήσεις να πωλούν τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο. Μας κάνει να λησμονούμε, επισημαίνει, ότι η πολιτική εξουσία οφείλει να τίθεται στην υπηρεσία του λαού και όχι το αντίστροφο.
Οι ελληνικοί θεσμοί πρέπει να σχεδιαστούν και να διαμορφωθούν κατα τρόπον που να θέτουν τα θεμέλια ενός κράτους Δικαίου που θα χαρακτηρίζεται πριν απ’όλα από έναν σαφή προσδιορισμό του τί έχει δικαίωμα να κάνει το κράτος, στο όνομα του γενικού συμφέροντος …και τί όχι.
Στον αντίποδα της απορρύθμισης που επιτελείται σήμερα, οι θεσμοί που έχουν να κάνουν με το εργατικό δίκαιο, ειδικά, πρέπει να ενισχυθούν και να εδραιωθούν. Ένας γενικευμένος ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, όπως αυτός που επιδιώκει να επιβάλλει το ΔΝΤ στην Ελλάδα με την υποστήριξη της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, δεν μπορεί παρά να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό, ο οποίος πρέπει, αντιθέτως, να ισχυροποιηθεί.
Πρέπει να αναπροσδιοριστεί η αποστολή των δημόσιων υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, κλπ.) και ταυτόχρονα να εφοδιαστούν αυτές με περισσότερα μέσα. Για τούτο, επιβάλλεται να εκδημοκρατιστούν, και να εξασφαλιστεί η συμμετοχή των χρηστών τους στη διαχείρισή τους.
Η κρατική διαφθορά χρησίμευσε ως εξήγηση του γεγονότος ότι πολλοί πολίτες αρνούνται να πληρώσουν φόρο ή το θεωρούν αυτό θυσία. Ακόμη χειρότερο: ορισμένοι θεώρησαν ότι ο φόρος είναι για να πληρώνεται μόνο από όσους αδυνατούν να τον αποφύγουν. Επομένως, αντί για μια απλή φορολογική μεταρρύθμιση επιβάλλεται μάλλον η αποκατάσταση του φόρου ως αρχής. Χωρίς φορολογικό σύστημα, δεν μπορούν να υπάρξουν δημόσιες υπηρεσίες που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες με τους απαιτούμενους όρους, ούτε και κοινωνική δικαιοσύνη που να εξασφαλίζει την ακριβοδικία μέσω μιας αναδιανομής επιτελούμενης με εργαλείο μια προοδευτική φορολογία.
Τέλος, η φύση, που είναι τόσο ωραία στην Ελλάδα, πρέπει να προστατευθεί. Οι ολοένα και πιο δραστικές δημοσιονομικές περικοπές είχαν επιπτώσεις και στο περιβάλλον: μείωση προσωπικού στις υπηρεσίες που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, νομιμοποίηση αυθαίρετων, παράνομη κοπή ξύλων στα δάση (κατανοητή, ωστόσο, σε περιόδους μεγάλου ψύχους) χαλάρωση των κανονισμών για την προστασία του περιβάλλοντος, με σκοπό την…. προσέλκυση επενδυτών. Όπως σωστά παρατήρησαν ορισμένοι σχολιαστές, επιβάλλεται να μην ενδώσουν οι Έλληνες στον πειρασμό της αντικατάστασης ενός χρέους (οικονομικού) από ένα άλλο χρέος (οικολογικό). Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη που θέτει σε κίνδυνο το φυσικό περιβάλλον, το οποίο πρέπει να θεωρείται, επίσης, κοινό αγαθό.
Κατακλείδα: μια ορισμένη Ελλάδα φαίνεται ότι κινδυνεύει να χαθεί, κι αν πρέπει να σωθεί, θα σωθεί πρωτίστως από τους ίδιους τους Έλληνες
Προφανώς, η Ελλάδα ως γεωγραφικός χώρος δεν μπορεί να πάψει να υπάρχει. Ως πολιτικός χώρος, είναι ελάχιστα πιθανόν να εξαφανιστεί τυπικά, αφού τα σύνορά της δεν απειλούνται πραγματικά από κανέναν στη σημερινή συγκυρία. Σε αντίθεση με τη μυθοπλασία με την οποία αρχίζει τούτο το κείμενο, ο Παρθενώνας δεν είναι αντικείμενο, για την ώρα, κάποιας εντολής κατεδάφισης και μεταφοράς του στο γερμανικό έδαφος προς καλύτερη συντήρησή του.
Ωστόσο, μια ορισμένη Ελλάδα θα μπορούσε να χαθεί: η Ελλάδα που υπήρξε το λίκνο της δημοκρατίας μας° η Ελλάδα που στάθηκε ικανή να ρίξει τις δυνάμεις της στη μάχη εναντίον της ναζιστικής βαρβαρότητας και πλήρωσε βαρύ τίμημα γι αυτό° η Ελλάδα που επεδίωξαν να δολοφονήσουν λίγο πριν επιβληθεί το καθεστώς των συνταγματαρχών με την υποστήριξη της ηγεμονικής υπερδύναμης. Και η οποία επέζησε μολαταύτα με γράμμα-σύμβολο το «Ζ».
Άλλοι ηγεμόνες έχουν επικρατήσει, πιό διεστραμένοι, που κρύβουν καλύτερα το πρόσωπό τους, και οι οποίοι επιδιώκουν σήμερα να θέσουν την Ελλάδα υπό αυστηρότερη επιτήρηση. Να την θέσουν υπό επιτήρηση και να την τιμωρήσουν… Χρονικό μιας ιστορίας προαγγελθείσας ως αναπόφευκτης. Ανυπόφορο.
Όμως, οι Έλληνες δεν θα το δεχτούν αυτό. Αφού περάσει ο καιρός της εγκαρτέρησης, κι έπειτα ο καιρός της εξέγερσης, θα ξαναρχίσουν να γράφουν το μέλλον τους. Έχουν τη βούληση γι αυτό, και τη δύναμη. Όπως λέει ο Μανώλης Γλέζος, «αν η οργή (των Ελλήνων) δεν μετατραπεί σε πολιτική πράξη, είναι χαμένοι».
Αυτό που τους λείπει είναι μια συνολική προοπτική. Την οποία βλέπουμε να διαφαίνεται σήμερα. Η κατανόηση της κατάστασης στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη, δεδομένου ότι αναμιγνύονται σε αυτή ευθύνες των ίδιων των Ελλήνων (με πρώτες εκείνες των πολιτικών τους ηγετών) με άλλους παράγοντες και μηχανισμούς (ειδικά εκείνον του χρέους) που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία ενός συνολικού συστήματος το οποίο αντιπαραθέτει τα συμφέροντα των χρηματοπιστωτών στην ελευθερία των λαών. Ωστόσο, αποσαφηνίζονται βαθμιαία τα διακυβεύματα, όπως και οι λύσεις. Οι Έλληνες θα σώσουν τη χώρα τους και όχι εκείνοι που διατείνονται σήμερα ότι θέλουν να τους βοηθήσουν ενώ το μόνο που σκέφτονται είναι η διαφύλαξη των συμφερόντων τους, ειδικώτερα των συμφερόντων των τραπεζών τους. Πράγματι, είναι πιθανόν οι ευρωπαίοι ηγέτες, απασχολημένοι καθώς είναι με τη διαφύλαξη, και δη την ενίσχυση, των συμφερόντων των τραπεζών τους να μην σταθούν ικανοί να εγκαταλείψουν μια μέθοδο καταναγκασμού. Είναι πολύ πιθανόν να μην σταθούν ικανοί να επιδείξουν τη σωφροσύνη που επιβάλλει να επιλέξουν έναν άλλο δρόμο, το δρόμο της στήριξης της επανεκβιομηχάνισης, που διαφάνηκε πολύ αργά και άκρως αμυδρά. Οι εν λόγω ηγέτες φαίνεται να μην βλέπουν, εξάλλου, ότι υπάρχει σε ορισμένους Έλληνες η τάση να βλέπουν τις κινέζικες (ή ρωσικές) επενδύσεις ως διέξοδο (θλιβερή, έστω). Το συμφέρον των Ελλήνων είναι να πάρουν το δρόμο της ανανέωσης, στον αντίποδα του αδιεξόδου στο οποίο ορισμένοι θα ήθελαν να τους κλείσουν οριστικά. Αυτό είναι, όμως, και το συμφέρον της Ευρώπης και της Γαλλίας, ειδικότερα.
Όπως συμβαίνει πάντα, είναι οι λαοί που εκφράζουν και θα εκφράσουν την αλληλεγγύη τους. Όχι μόνο από αλτρουϊσμό, αλλά επειδή συνειδητοποιούν, όπως πολύ ορθά τόνισαν ο Μανώλης Γλέζος και ο Μίκης Θεοδωράκης , ότι η Ελλάδα χρησιμεύει ως πειραματόζωο. Αν οι ευρωπαϊκοί λαοί δεχτούν τη θυσία των κοινωνιών της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, στο βωμό του χρέους και των τραπεζών, τότε δεν θα αργήσει να έρθει η σειρά των επόμενων λαών. Επιβάλλεται να σώσουμε τον ελληνικό λαό από τους σωτήρες του, όπως μας καλεί μια ομάδα ευρωπαίων διανοουμένων και καλλιτεχνών!
Του Γκαμπριέλ Κολλετίς, καθηγητή οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Toulouse 1-Capitole. Μετάφραση από τα γαλλικά: Γιάννης Καυκιάς
hellasontheweb.org