για το λόγο ότι σε λίγο θα αρχίσει η λιτανεία και ότι τα αυτοκίνητα δεν πρέπει να περνάνε μπροστά από το Ναό.
Κάπου τριάντα χρόνια πριν, τα μπλόκα στήνονταν για να εμποδίζουν τους πιστούς. Και ακόμα αυτοί που ήξεραν με μανούβρες να τα προσπερνούν, δεν μπορούσαν να μεταλάβουν στη νυχτερινή Θεία Λειτουργία. Οι καθηγητές της Θεολογικής Ακαδημίας της Μόσχας, ο πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ, και ο Αλέξιος του Κωνσταντίνου Σβετοζάρσκιϊ διηγούνται τους φόβους και τη χαρά της Πασχαλινής νύχτας που ζούσαν τριάντα χρόνια πριν, για το κέικ το «Ανοιξιάτικο» και για τα σουμπότνικ (δηλαδή τις εργασίες καθαριότητας που γίνονταν κάποια Σάββατα την άνοιξη – σημ.μεταφρ.) λίγο πριν το Πάσχα.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Λιτανεία, τη δεκαετία του 1970
Για να μπεις στο Ναό, πριν ξεκινήσει η Πασχαλινή ιερή ακολουθία, έπρεπε να παραπλανήσεις τους λεγόμενους εθελοντές αστυνόμους, που δεν ήταν αστυνόμοι, αλλά ήταν εργαζόμενοι της Επιτροπής της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Μία χρονιά παρατήρησα ότι είχαν ειδικές κομμουνιστικές κονκάρδες με χρυσό κλαδάκι, το λεγόμενο «κονκάρδα του Λένιν». Οι απλοί άνθρωποι δε διέθεταν κάτι τέτοιο, οπότε αυτό ήταν ένα διακριτικό του ακτιβιστή, εργαζόμενου στη Κομμουνιστική Νεολαία.
Χρειαζόταν να περπατάς δίπλα τους με σταθερό βηματισμό, προσποιούμενος ότι δεν πας στο Ναό, και ακριβώς στην πύλη ξαφνικά να στρίβεις προς τις πύλες και να περάσεις. Πρέπει να πω ότι αυτό το καταφέρναμε. Στην αυλή του Ναού δεν εμπόδιζαν σε κάτι. Φαίνεται ότι είχαν κάποια διαταγή. Στο Ναό δεν πλησίαζαν. Στην αυλή όμως γάβγιζαν: «Θα σας περιμένουμε». Αλλά ποτέ δεν περίμεναν: είχαν κάποια άλλη εκδήλωση. Και οι ίδιοι γιόρταζαν με το δικό τους τρόπο, και μαζικά.
Επιτηρητές των πιστών, τη δεκαετία του 1970
Επιτηρητές των πιστών, τη δεκαετία του 1970
Ή μπορούσες να τους ξεγελάσεις, περνώντας, ας πούμε, σε παράδρομο (κατά κανόνα, οι Ναοί της Μόσχας είναι σε παράδρομους), να κάνεις πως απλά κάνεις βόλτα, σφυρίζοντας ή κοιτώντας δεξιά-αριστερά. Αλλά αυτό έπρεπε να γίνεται στις 10, καμιά φορά και στις 9 το βράδυ, γιατί στις 11 τελείωνε η υπόθεση. Δεν μπορούσες να μπεις στο Ναό. Μόνο αν σε ήξερε ο ιερέας, αν πήγαινε στο μπλόκο και τους έλεγε να σε αφήσουν, τότε σου επέτρεπαν.
Θυμάμαι ένα πικρό επεισόδιο. Ήμουν Πάσχα σε έναν Ναό, όταν ήδη ένιωθα τον εαυτό μου αρκετά συνειδητό χριστιανό. Μπορεί να μην τα ήξερα και να μην τα καταλάβαινα όλα, αλλά είχα μπει στη ζωή της Εκκλησίας και ένιωθα την ταύτιση με αυτήν όπως ένιωθα και την ενότητα των ανθρώπων που μαζεύονται στο Ναό. Με εξέπληξε το γεγονός ότι ο ιερέας αρνήθηκε να βοηθήσει τους φίλους μου να περάσουν το μπλόκο. Εγώ μπήκα στην αυλή του Ναού, και οι φίλοι μου έμειναν έξω – δεν πρόλαβαν, δίστασαν. Δεν ήταν πολλοί, μόλις δύο άτομα. Οι φίλοι μου δεν έρχονταν από απλή περιέργεια. Και όμως δεν τους άφησαν. Δηλαδή, εγώ κατάφερα να περάσω το μπλόκο, ζήτησα από τον ιερέα να βοηθήσει τους φίλους μου, όλα κατά πως πρέπει, πήρα και ευλογία. Και ο ιερέας μου το αρνήθηκε λέγοντας: «Ναι, βλέπω ότι είσαι δικός μας, αυτούς όμως δεν τους ξέρω, έχω ευθύνη μόνο για τους δικούς μου ενορίτες». Ήταν πολύ πικρό. Αν και τώρα τον καταλαβαίνω πολύ καλά αυτόν τον ιερέα.
Ο πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Όταν δεν άφηναν να μπεις στο Ναό, το δικαιολογούσαν με το επιχείρημα ότι δήθεν περιφέρονται διάφοροι τύποι, και ότι οι εθελοντές αστυνόμοι προστατεύουν τους πιστούς από περίεργους τύπους και τους χούλιγκαν. Αλλά, στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να μην επιτρέπουν στη νεολαία να μπει στο Ναό. Γι’ αυτό, ο νέος δεν έπρεπε να δείχνει ότι κάπως δειλά προσπαθεί να μπει στην εκκλησία, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι θέλει. Έπρεπε να προχωράει πολύ αποφασιστικά, δείχνοντας ότι ξέρει που πάει.
Κορίτσι στην εκκλησία, τη δεκαετία του 1970
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Θυμάμαι στην αυλή του Ναού του Αγίου Ποιμένος, 9 η ώρα το βράδυ, διαβάζουν τις Πράξεις. Μπορείς να παρακολουθήσεις, αν και καταλαβαίνεις ότι μπροστά σου έχεις τη νύχτα, ολόκληρη ακολουθία, και βγαίνεις κάπου στην αυλή. Ζέστη, τέλη Απριλίου – αρχές Μαΐου, όλοι περιμένουν τη γιορτή, και εσύ έχεις την ανάλογη διάθεση. Δεν υπάρχει κάπου να καθίσεις, γιατί στα δύο-τρία παγκάκια που υπάρχουν, κάθονται άνθρωποι. Στέκεσαι, κοιτάς τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει κάποια επαφή: στο συγκεκριμένο Ναό έρχονταν άνθρωποι από κάμποσες περιοχές της Μόσχας, και επικοινωνούσαν πολύ λίγο. Βεβαίως, υπήρχε κάποιος δικός τους κύκλος, αλλά εγώ δεν μπορούσα να ανήκω με τίποτα σε αυτό τον κύκλο. Πλησιάζουν αυτά τα παιδιά που έχουν στο πέτο του σακακιού τους ειδική κομμουνιστική κονκάρδα και περιβραχιόνιο του «εθελοντή αστυνόμου».
- Τι κάνετε εδώ;
– Ήρθα για εκκλησιασμό.
Στην αυλή δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, αλλά πλησίαζαν για να μιλήσουν. Μετά
– Ναι; Ενδιαφέρον. Και που σπουδάζετε; - και αρχίζουν να εκμαιεύουν πληροφορίες
Λέω: «δε σας αφορά». Μέσα μου όμως, εννοείται, ένιωθα αγωνίες και σκεφτόμουν, ίσως, όχι για τον εαυτό μου, αλλά για τους γονείς και άλλα, ότι μπορώ, για να το πω ήπια, να τους στεναχωρήσω πολύ. Κι όμως, η νεανική παρόρμηση βράζει μέσα σου, δε σε αφήνει να υποχωρήσεις. Και οι αστυνόμοι μου το είπαν καθαρά: «θα περιμένουμε μέχρι να τελειώσει η ακολουθία». Δηλαδή, η Πασχαλινή χαρά καμιά φορά μπερδεύονταν με τη λύπη. Οι αστυνόμοι τελικά δεν περίμεναν.
Παιδιά στο κατώφλι της εκκλησίας, τη δεκαετία του 1970
Αργότερα, όταν ήμουν αρκετά μεγάλος, πήγαινα για το Πάσχα στον Ιερό Ναό Ομπύντενσκιϊ. Βαθιά υπόκλιση και αιωνία η μνήμη για τους παππούληδες, τον πατέρα Αλέξανδρο Εγκόροβ, τον πατέρα Πέτρο Ντιατσένκο, και γενικώς, για όλους τους ιερείς, που μας πρόσεχαν τότε. Τότε εκεί ήταν ένας εξαιρετικός εφημέριος, ο πατήρ Νικόλαος Τιχομίροβ. Ήταν ένας από τους ιερείς με τον οποίον άρχισα να επικοινωνώ και που μου πρόσφερε πολύ αυθεντική προσοχή και φροντίδα.
Ο Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Θυμάμαι, το Πάσχα, μας μάζευαν όλους στο ιερό και ευλογούσαν το στιχάριο. Την ημέρα αυτή την περιμέναμε όλοι. Δεν ξέραμε, κιόλας, αν θα μας καλέσουν ή δε θα μας καλέσουν στο ιερό, και αγχωνόμασταν για το πως θα είναι. Μας προστάτευαν κάτω από τα φτερά τους. Στεκόμασταν και στον όρθρο και στη Λειτουργία όλοι μαζί. Θυμάμαι ακόμα και το στίχο της εισόδου, που ο πατήρ Νικόλαος πρόφερε. Τον βλέπω σαν τώρα. Αυτό ήταν μια τελείως απερίγραπτη μυσταγωγία. Αν και είχε πάρα πολύ κόσμο, στο Ναό Ομπύντενσκιϊ ήταν εξαιρετικά πάντοτε.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Μέχρι τότε είχα πάει και σε άλλους Ναούς, το Πάσχα. Μου άρεσε πάντα ο Ναός στην περιοχή Σοκόλνικι. Ο ίδιος ο Ναός είναι κάπως πασχαλινός, φωτεινός, χαρούμενος. Έχω πάει εκεί δύο φορές για πασχαλινή νυχτερινή ιερή ακολουθία. Στον Ναό Ελόχοβσκιϊ δεν μπορούσες να μπεις, γιατί εκεί η είσοδος γινόταν με προσκλήσεις.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Ήταν δύο οι Ναοί όπου έμπαινες με πρόσκληση, το Πάσχα. Το είχαν σχολιάσει σαρκαστικά στην ταινία «Ξανθιά πίσω στη γωνία». Στον Ιερό Ναό των Θεοφανείων Ελόχοβσκιϊ και στη Μονή Νοβοντέβιτσιϊ, το Πάσχα, έμπαιναν με προσκλήσεις. Ένα μέρος από τις προσκλήσεις διανέμονταν στον κύκλο της Εκκλησίας, και ένα άλλο μέρος διανέμονταν με μυστήριους τρόπους. Δίνονταν σε ισχυρούς, σε σοβιετικούς διανοούμενους, σοβιετικούς έμπορους και σε ανθρώπους του Κρεμλίνου: γιατρούς, που εξυπηρετούσαν τη διεύθυνση του Κρεμλίνου κτλ. Οι επικεφαλής του σοβιετικού εμπορικού κόσμου ήταν η κρυφή ελίτ. Τότε ήταν κοινή συνείδηση ότι είναι ντροπή να δουλεύεις στο εμπόριο, αλλά οι ξύπνιοι άνθρωποι ήξεραν πού βγαίνουν τα λεφτά.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Επίσης, οι προσκλήσεις γίνονταν αντικείμενο εμπορευματικής συναλλαγής: αυτές μπορούσαν να τις ανταλλάξουν με οτιδήποτε. Κάπου, πρόσφατα βρήκα μία τέτοια. Όταν αποκτήσουμε μουσείο Ρωσικής Εκκλησίας του 20 αιώνα, πρέπει οπωσδήποτε να την δωρίσω εκεί.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Οι εθελοντές αστυνόμοι, βεβαία, δεν περίμεναν να τελειώσει η Θεία Λειτουργία. Εκείνη την ώρα ο περίγυρος ήταν άδειος. Ακόμα και στη μία η ώρα τη νύχτα μπορούσες να μπεις στο Ναό. Μετά τη λιτανεία αποχωρούσε ένα μέρος των ανθρώπων. Την ώρα δε του όρθρου και προς το τέλος του έφευγαν πάρα πολλοί. Εν μέρει, αυτό είχε να κάνει με το ότι δεν ήταν εύκολο να επιστρέψεις στο σπίτι λόγω συγκοινωνίας. Και το άλλο είναι ότι δεν καταλάβαιναν όλοι πότε τελειώνει η εκκλησία.
Τότε, την ημέρα του Πάσχα δεν κοινωνούσαν σχεδόν πουθενά. Οι άνθρωποι μεταλάβαιναν νωρίτερα: τη Μεγάλη Πέμπτη, το Μεγάλο Σάββατο. Τη Μεγάλη Πέμπτη αυτοί που μεταλάβαιναν ήταν λαοθάλασσα. Το Πάσχα κοινωνούσαν μόνο οι κληρικοί. Εγώ, παρεμπιπτόντως, δε μεταλάβαινα το Πάσχα: ήξερα ότι δε συνηθίζεται και δε μεταλάβαινα. Αυτούς που ήταν στη λιτανεία με τα στιχάρια, αυτούς τους νέους, τους κοινωνούσαν κατ’ εξαίρεση στο ιερό. Το λαό, όμως, ποτέ. Γι’ αυτό, πολλοί έφευγαν νωρίτερα. Στο τέλος της πασχαλινής Θείας Λειτουργίας οι Ναοί δεν ήταν ασφυκτικά γεμάτοι.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Είχα μία συγκλονιστική περίπτωση το Πάσχα, και αυτό έχει σχέση με τον Ιερό Ναό του Αγίου Ποιμένος. Εκεί υπήρχε ένα άνετο παραδρομάκι (τώρα δεν υπάρχει, με όμορφα γωνιακά σπιτάκια, τέτοια διώροφα παλαιομοσχοβίτικα που τώρα δεν υπάρχουν). Ανάμεσα στα σπίτια είχε στηθεί ήδη μπλόκο, και από τους εθελοντές αστυνόμους και από την αστυνομία. Εμείς αργήσαμε και είχε πάει σχεδόν έντεκα η ώρα. Συγκλονιστικό: εμένα και τους φίλους μου μας άφησε να περάσουμε το μπλόκο ένας αξιωματικός της αστυνομίας (!), επειδή η κόρη της γειτόνισσάς μας δούλευε στην αστυνομία. Κάπως είχα καταφέρει να τηλεφωνήσω, και έτσι βγήκε ο αξιωματικός και μας βοήθησε.
Ναός, τη δεκαετία του 1970
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Στο πρώτο μου Πάσχα, μετά τη βάφτισή μου, δεν πήγα στην εκκλησία· δε με άφησαν οι γονείς μου. Στο σπίτι είχαν καταλάβει ότι είχα βαφτιστεί, κάτι που ήταν μέγα σκάνδαλο και μόνιμη έντονη σύγκρουση. Για τις ακολουθίες της Μεγάλης εβδομάδας κάπως κατάφερα να τους πείσω (ο μοναδικός τρόπος ήταν να ολοκληρώνω όλες τις σπιτικές υποχρεώσεις που είχα, τη φροντίδα των μικρότερων αδερφών και τα μαθήματά μου για να μην τους δίνω αφορμή να μου κάνουν παρατηρήσεις. Αν τους έδινα αφορμή με άσχημους βαθμούς, ε, όχι άσχημους αλλά χειρότερους από αυτούς που προσδοκούσαν, ή με το ότι αποφεύγω τις υποχρεώσεις προς τα αδέρφια μου, τότε δε με άφηναν. Και εδώ τους έλεγα: «Τι θέλετε από μένα, τα κάνω όλα όπως πρέπει, και αυτό είναι δικό μου θέμα. Θέλω και πηγαίνω»). Το Πάσχα όμως δε με άφησαν: «Να, εκεί είναι η αστυνομία. Θα σε πιάσουν. Θα διώξουν τη μαμά και τον μπαμπά από τη δουλειά. Το θέλεις αυτό; Ξέρεις τι γίνεται εκεί;» Δε με άφησαν και τελείωσε.
Για πρώτη φορά μπήκα Πάσχα στην εκκλησία την επόμενη χρονιά. Φοβόμουν πολύ μήπως δεν μπω, γι’ αυτό πήγα πολύ νωρίς, τόσο που δεν είχε στηθεί το μπλόκο ακόμα – κάπου 8 η ώρα το βράδυ, την ώρα που ακόμα ευλογούσαν τα κουλιτσί (παραδοσιακά πασχαλινά τσουρέκια – σημ.μεταφρ.). Στο Ναό δεν υπήρχε κανείς. Και από τις 8 έως τις 11 περίμενα. Στεκόμουν όρθιος τρείς ώρες μέχρι να ξεκινήσει το μεσονυκτικό, και ύστερα για την νυχτερινή ιερή ακολουθία.
Στον Ναό Ομπύντενσκιϊ, ο κόσμος δεν έβγαινε από το Ναό για λιτανεία. Ήταν τόσο στενά που έβγαινε μόνο ο κλήρος, ο χορός και οι άνθρωποι με τα στιχάρια, κρατώντας λάβαρα, λαμπάδες – νέοι και όχι μόνο άνδρες που ήταν πολλοί. Ο Ναός Ομπύντενσκιϊ είχε μια παράδοση που δεν υπήρχε σε όλους τους ναούς: να βγάζουν πάρα πολλούς ανθρώπους, όσα ήταν τα στιχάρια και οι πολύχρωμες λαμπάδες. Έβγαιναν είκοσι ζευγάρια – όσοι χωρούσαν στο ιερό, όσους μπορούσαν να ντύσουν. Αυτή ήταν η λιτανεία.
Το πρώτο Πάσχα είναι πάντα μια εξαιρετική μυσταγωγία. Καθόλου δε φανταζόμουν ότι μπορεί να είναι έτσι. Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει, βέβαια. Τόσα χρόνια πέρασαν. Τώρα άλλη είναι και η δική μου αντίληψη. Άλλη είναι και η θέση μου στην ιερή ακολουθία. Αλλά τότε, χωρίς υπερβολή, ήταν λες και ο ουρανός είχε κατέβει στη γη. Ήταν κάτι το ασύλληπτο.
Εγώ ήμουν τότε με την αδερφή μου και δεν μείναμε μέχρι το τέλος της ιερής ακολουθίας: πολύ αυθόρμητα φεύγαμε μαζί με πολύ κόσμο κάπου προς το τέλος του κανόνα, μετά τα στιχηρά του Πάσχα. Και αυτό ήταν το κάτι ιδιαίτερο: να περπατάς στη νυχτερινή Μόσχα - και αυτή ήταν, μάλλον, μοναδική νύχτα να βλέπεις να συναντιούνται οι άνθρωποι και να αισθάνονται λες και όλοι είναι δικοί σου. Μπορούσες να πεις: «Χριστός Ανέστη!», καθώς συναντάς άλλους ανθρώπους τη νύχτα του Πάσχα και να καταλαβαίνεις ότι έρχονται από το Ναό της περιοχής Χαμόβνικι ή από τον Ναό του Αγίου Φίλιππα στο Αρμπάτ ή από τον Ναό της περιοχής Μπριούσοβο, και εσύ να έρχεσαι από τον Ομπύντενσκιϊ. Να λες: «Χριστός Ανέστη!», και να σου απαντάνε: «Αληθώς Ανέστη!» Το ότι αυτό συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση είναι κάτι το ξεχωριστό, κάτι που για να το νιώσεις πρέπει να το ζήσεις.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Μετά τη Θεία Λειτουργία κάναμε βόλτες, τι να κάνουμε, τρώγαμε σε κάποιο παγκάκι (όλα ήταν πολύ απλά, αυγά, κουλιτσί, ό,τι είχε ο καθένας). Μια φορά στο σταθμό, που λεγόταν τότε «Λεωφόρος Μαρξ», προχωρούσαμε με όλη την παρέα, κατεβήκαμε στο μετρό, και μας συνάντησαν κορίτσια που σπούδαζαν σε ένα μικρότερο έτος από μας και οι οποίες είχαν τελείως διαφορετική αποστολή. Τους είχαν στείλει στην Ιερά Μονή Νοβοντέβιτσιϊ για μπλόκο, επειδή, όπως φαίνεται, δεν αρκούσαν οι υπεύθυνοι. Εμείς τις ξέραμε όλες πολύ καλά. Ακολούθησε η σιωπή, ώσπου μία από αυτές επιτέλους αναφώνησε: «Χριστός Ανέστη». Κι εμείς της απαντήσαμε. Τελικά, ήξεραν οι άνθρωποι τι να λένε ο ένας στον άλλον, τι να απαντούν, όταν συναντιούνται μια τέτοια μέρα.
Δίπλα στο σταυρό, τη δεκαετία του 1970
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Υπήρχαν διάφορα σημάδια αναγνώρισης. Την Κυριακή των Βαΐων π.χ. να πηγαίνεις στο μετρό με κλαδιά ιτιάς (τα Βάϊα), προκλητικά, ανοιχτά, χωρίς κανένας να σου πει τίποτα. Αλλά αυτοί που ήταν την Κυριακή των Βαΐων με κλαδιά ιτιάς, ξέραμε ότι ήταν δικοί μας, ορθόδοξοι. Μπαίνεις στο βαγόνι, και εκεί συναντάς και άλλους ακόμα ανθρώπους με κλαδιά ιτιάς. Και χαίρεσαι. Με το αγίασμα λιγότερο, ίσως, αλλά με τα κλαδιά ιτιάς φαινόταν. Πηγαίνεις στην εκκλησία το Πάσχα, και κάπου βάζεις αυτό το καημένο χάρτινο λουλουδάκι. Τότε είχαμε παράδοση να στολίζουμε τα κουλιτσί με χάρτινα λουλούδια. Τώρα έχει σταματήσει. Τότε αυτά τα κάνανε ερασιτέχνες τεχνίτες οι οποίοι εμφανίζονταν πριν το Πάσχα και έκαναν λουλούδια από σύρμα που το τύλιγαν με χαρτί. Κι ύστερα τα έβαζαν στα κουλιτσί.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Να θυμηθούμε λίγο και τις χαρές πριν από το Πάσχα. Οπωσδήποτε, πηγαίναμε στην αγορά Τσεριόμουσκινσκιϊ και στην αγορά Πρεομπραζένσκιϊ. Στην αγορά Πρεομπραζένσκιϊ οι ερασετέχνες πουλούσαν ξύλινα αυγά, ζωγραφισμένα και όμορφα. Τα φύλαγα για πολύ καιρό. Δεν αποκλείεται και τώρα να έχω κάποια, αν και τα χάριζα με πολλή χαρά, παρόλο που αγόραζα ένα σωρό. Όσο για τα λουλούδια αυτό ήταν μια προεπαναστατική παράδοση. Σε παλαιές φωτογραφίες έχω δει στολισμένα κουλιτσί με αυτά. Σε αυτές φαίνεται ότι είναι χάρτινα.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Αυτό έχει σταματήσει ήδη. Δεν υπάρχουν χάρτινα λουλούδια. Τα ξύλινα αυγά έγιναν κάπως βιοτεχνικά. Δεν έχουν πια την αφέλεια που είχαν κάποτε, αυτή έχει χαθεί.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Το Πάσχα σε μας ποτέ δεν συνδεόταν με την παράδοση των νεκροταφείων. Αυτή δεν υπήρχε στο σπίτι. Στο νεκροταφείο πηγαίναμε, εννοείται, επισκεπτόμασταν τους τάφους των δικών μας, αλλά όχι το Πάσχα. Φαίνεται, ότι στο υποσυνείδητο υπήρχε το Πάσχα ως χαρά, ως γιορτή των ζώντων και των κεκοιμημένων, τους οποίους θυμόμασταν και τους νιώθαμε ως ζωντανούς. Αλλά στη συνείδηση της κοινωνίας κυριαρχούσε η αντίληψη ότι αυτό ήταν κάτι που σχετίζονταν με τα νεκροταφεία.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης, επίσης, το Πάσχα γινόταν αντιληπτό από τους ανθρώπους και από το γεγονός ότι στους φούρνους εμφανιζόταν το κέικ το «Ανοιξιάτικο» ή το «Σλάβικο». Ήταν κάτι «ψευτοκουλίτς», που πουλιούνταν μόνο αυτή την εποχή και μετά εξαφανιζόταν. Το Πάσχα εμφανιζόταν πάντοτε. Ήταν εμφανές επίσης ότι υπήρχαν κινηματογραφικές ταινίες με τις οποίες προσέλκυαν τη νεολαία. Τη νύχτα το Πάσχα, σε όλους τους κινηματογράφους την ώρα που συνήθως δεν υπήρχαν προβολές, στις 11 τη νύχτα έδειχναν κάποια πολύ δημοφιλή δυτική ταινία: πολεμικών τεχνών, ή με ερωτικά στοιχεία, ή γαλλική κωμωδία. Τις άλλες μέρες, η τελευταία προβολή ήταν στις 9 το βράδυ. Και στην τηλεόραση, τη νύχτα του Πάσχα, τραγουδούσαν αστέρια της δυτικής σκηνής: ABBA, Bonny-M και άλλα, ακόμα πιο δημοφιλή. Επρόκειτο για την πιο διαφημισμένη συναυλία που έδειχνε η σοβιετική τηλεόραση.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Το σύστημα ήδη ήταν τόσο πολύ νεκρό εσωτερικά, η ιδέα του κομμουνισμού τότε είχε εκφυλιστεί ήδη, που δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Στα σχολεία την παραμονή οργάνωναν θεματικές βραδιές, αλλά, βασικά, αν ήθελε κάποιος, μπορούσε να πάει και στη βραδιά και στην εκκλησία, γιατί στις δέκα τους άφηναν όλους – δεν ήθελαν να κάθονται μέχρι αργά τη νύχτα. Δεν μπορώ να καταλάβω κιόλας γιατί αυτούς τους ανθρώπους τους έσπρωχναν να πηγαίνουν στις βραδιές.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Τυπικά σαν να πάλευαν, αλλά πάλευαν «κάπως». Μπορούσαν να οργανώνουν «σουμπότνικ». Συνηθιζόταν το Μεγάλο Σάββατο να κάνουν «σουμπότνικ». Ανάμεσα στις μικρές κακίες που έκανε η σοβιετική εξουσία στα χρόνια μας, ήταν να οργανώνουν οπωσδήποτε το σουμπότνικ του Λένιν το Μεγάλο Σάββατο (η μέρα των γενεθλίων του Λένιν είναι 22 Απριλίου) με όποια αφορμή, αν αυτή ήταν τουλάχιστον σχετικά κοντά στην ημερομηνία του Μεγάλου Σαββάτου. Ήδη, στο Πανεπιστήμιο θυμάμαι πώς προσπαθούσα να γραφτώ στην λαχαναγορά για να δουλέψω άλλη μέρα, ή νωρίτερα ή αργότερα, έτσι ώστε την ημέρα του Μεγάλου Σαββάτου να πάω στην Εκκλησία.
Μουζίκος, τη δεκαετία του 1970
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Μια φορά είχα ένα άσχημο περιστατικό, πραγματική δοκιμασία, πειρασμό, όπως συνηθίζεται να λέγεται. Ήταν πρώτη χρονιά της εργασίας μου στο σχολείο (μετά το Πανεπιστήμιο δούλευα στο σχολείο αυτό τρία χρόνια μετά τον διορισμό). Ήταν άλλες εποχές τότε, το 1986, με τον Γκορμπατσιόβ, αλλά παρόλα αυτά όλα παρέμεναν ίδια. Εκείνη τη χρονιά έκαναν την ημέρα του Πάσχα εργάσιμη μέρα. Για την γιορτή της αλληλεγγύης των εργαζομένων (πρωτομαγιά) έκαναν κάποιες αλλαγές. Γενικώς, είχαν αυτή την τάση να μεταφέρουν ημερομηνίες, και με αυτόν τον τρόπο, εκείνη τη χρονιά, εμφανίστηκαν στιχάκια όπως: «Ευχαριστούμε το αγαπημένο κόμμα για την καλοσύνη και την έγνοια, που ακύρωσε την αργία και απαγόρευσε το Πάσχα». Και όταν το Πάσχα συνέπιπτε με την πρωτομαγιά, τότε συγχαίραμε ένας τον άλλον και λέγαμε: «Χρόνια πολλά για τη λαϊκή γιορτή και για τη διεθνή», - αυτό σήμαινε, ότι σου εύχομαι για το Πάσχα και για την πρωτομαγιά. Εκείνη τη χρονιά βρέθηκα να δουλεύω την ημέρα του Πάσχα. Μετά την ακολουθία του Πάσχα, μετά από οικογενειακό τραπέζι, αναγκάστηκα να πάω στο σχολείο όπου διαπίστωσα ότι από την τάξη μου έλειπαν τα δύο τρίτα των παιδιών. Αυτό συνέβη στην περιοχή Λιανόζοβο, μια νεόδμητη περιοχή, όπου πάρα πολλοί μαθητές ήταν παιδιά γονέων που κατάγονταν από χωριά και που δούλευαν με συμβάσεις. Είχαν εν μέρει πατριαρχική συνείδηση. Οπότε, οι γονείς δεν άφησαν τα παιδιά τους να πάνε σχολείο.
Δεν έκανα τα μαθήματά μου, αν και είχα κάπου τέσσερα μαθήματα να κάνω. Αυτό ήταν ντροπή. Στα παιδιά που ήταν παρόντα τους ευχήθηκα για τη γιορτή και τους είπα ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Μόνο εκείνα τα χρόνια μπορούσες να κάνεις τέτοια πράγματα. Τα παιδιά έκαναν θόρυβο, φώναζαν, ζωγράφιζαν, έριχναν χαρτάκια. Καταλάβαινα ότι είναι άσχημο αντιπαιδαγωγικό πράγμα. Αλλά κάτι θα θυμούνται από όλο αυτό. Τους έκανε εντύπωση. Δεν αποπειράθηκα να ακολουθήσω το διήγημα του Τολστόϊ «Το κεράκι», όπου ο γαιοκτήμονας ανάγκασε τον εργάτη του να οργώσει το Πάσχα, και εκείνος έβαλε κεράκι στο άροτρο. Θεώρησα ότι ήταν μεγάλη αμαρτία και γι’ αυτό δε δούλεψα εκείνη τη μέρα και το γιόρτασα με χαρά.
Βεβαίως, τα νεύρα μου δέχτηκαν μεγάλη πίεση. Ξέσπασε μεγάλη σύγκρουση με τη διευθύντρια. Ήταν αρκετά νέα, ενεργητική γυναίκα, πιστή στην ιδεολογία του συστήματος. Υπήρχε όμως και κάτι παράδοξο. Όταν τις άλλες Κυριακές τις έκαναν εργάσιμες, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Εδώ όμως πώς το εξηγούσαν: «Να, εμείς πήγαμε στο νεκροταφείο, να, εμείς πήγαμε στο χωριό». Εννοείται ότι αυτό είχε να κάνει μόνο με τη γιορτή του Πάσχα.
Ύπνος στον ηλεκτρικό, τη δεκαετία του 1970
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Σε κάποιους Ναούς υπήρχε και μια νυχτερινή ιερή ακολουθία τη Μεγάλη Εβδομάδα, τη νύχτα από την Παρασκευή προς το Σάββατο. Για παράδειγμα, στην περιοχή Χαμόβνικι. Στον Ναό Ομπύντενσκιϊ δε τελούσαν τη νυχτερινή ακολουθία. Σε κάποιους ναούς όμως είχαν. Ο όρθρος με την ακολουθία του Επιταφίου συνδυάζονταν με τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου και τελείωνε πολύ νωρίς το πρωί, και μετά ξεκινούσε η ευλογία των κουλιτσί. Τα κουλιτσί άρχισαν να τα ευλογούν τότε σε αυτό το Ναό στις 7 η ώρα το πρωί. Αυτή την παράδοση της νυκτερινής ακολουθίας την ακύρωσαν το 1989, επειδή ήταν επιβαρυμένες δύο νύχτες συνεχόμενες. Εγώ για δύο διαδοχικά χρόνια, μπορεί και παραπάνω, πήγαινα σε αυτή την νυχτερινή ακολουθία. Η αίσθηση από αυτή την ακολουθία ήταν υπέροχη, αλλά ο κόσμος ήταν λίγος. Πάλι, αυτό είχε να κάνει με τα μέσα μεταφοράς. Κάποιοι έρχονταν από τα περίχωρα, κάποιοι έρχονταν μόνο για αυτό το σκοπό. Αλλά με δύο συνεχόμενες νύχτες κουράζεσαι, και η ίδια η Μεγάλη βδομάδα είναι εντατική, με όλες τις ακολουθίες, αν και το Σάββατο τότε δεν ήταν πλέον εργάσιμη μέρα.
Πρωθιερέας Μαξίμ Κοζλόβ:
Για να ευλογήσουν τα κουλιτσί έρχονταν πολλοί και διάφοροι. Λαοθάλασσα, ατέλειωτη ροή ανθρώπων. Όταν είχα αποκτήσει φίλους από τον κύκλο της εκκλησίας, μου χάριζαν τα κουλιτσί. Μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, είχαμε δικά μας κουλιτσί, ή κάποιος από τους οικογενειακούς φίλους μας τα πρόσφερε, και εγώ πήγαινα για να ευλογήσουν τα δωρισμένα κουλιτσί και αυγά. Ήταν και αυτό μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία. Δεν είχα καλαθάκι. Απλά κρατούσα κάποια σακούλα με τα κουλιτσί. Στις εκκλησιαστικές οικογένειες όμως έψηναν τα κουλιτσί και φύλαγαν συνταγές που τις έγραφαν με το χέρι. Για έναν άνθρωπο της Εκκλησίας ήταν σημαντικό αντί να έχεις κέικ «Ανοιξιάτικο» από φούρνο, που το αγοράζουν όλοι, να έχεις πραγματικά, χειροποίητα κουλιτσί. Θυμάμαι πως αυτό το εκτιμούσα πολύ.
Κουλίτς και πάσχα, τη δεκαετία του 1970
Εκείνη την εποχή άρχισαν να εξαφανίζονται οι φόρμες για «πάσχα» (παραδοσιακό πασχαλινό έδεσμα από ανθότυρο – σημ.μεταφρ.). Εμείς στην οικογένεια είχαμε μία παλαιά φόρμα που την είχε φτιάξει ένας γνωστός μάστορας με βάση μια πιο παλαιά φόρμα. Όταν το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 έμεινα μόνος μου, απέκτησα τη δική μου. Αλλά τότε έσβηνε αυτή η παράδοση σιγά-σιγά. Οι άνθρωποι μπορούσαν να φτιάχνουν «πάσχα» σε κατσαρολάκι. Σπάνια το έφτιαχναν σε ειδικές φόρμες, επειδή αντικειμενικά δεν είχαν που να τις βρουν. Αν δεν είχες κάποιον γνωστό μάστορα που μπορούσε να φτιάξει την ειδική φόρμα για «πάσχα», και αυτό ήταν πολύ σπάνιο, τότε δεν είχες που να τη βρεις.
Ο Αλέξιος Σβετοζάρσκιϊ:
Τη δεκαετία του 1950-1960, αυτές οι φόρμες πωλούνταν στις αγορές, μετά όμως αυτό κάπως σταμάτησε. Εμείς είχαμε αγοράσει μια καινούργια στο Βόλογκντα στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε εμφανίστηκαν κάποιοι συνεταιρισμοί, που είχαν ένα μαγαζάκι. Αρκετά καλή, κλασική φόρμα.
Πρωτοπρεσβύτερος Μαξίμ Κοζλόβ
Συνομιλούσε η Αλεξάνδρα Σόποβα
Φωτό: Ολέγκ Πολεστσιούκ / http://www.artnasos.ru/pages/199/
Μετάφραση για το gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
Pravoslavie.ru
4/27/2020
https://gr.pravoslavie.ru/130581.html