Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2020

Μητροπολίτης Ιλαρίωνας: οι παπικού τύπου αξιώσεις της Κωνσταντινουπόλεως είναι ανεδαφικές


 Τον τελευταίο καιρό, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ολοένα και εντονότερα απαιτεί από τις λοιπές κατά τόπους Εκκλησίες να αναγνωρίσουν το απόλυτο πρωτείο και την εξουσία του ανά τον Ορθόδοξο κόσμο. 

Στα Ελληνικά ΜΜΕ δημοσιεύονται τακτικά άρθρα και συνεντεύξεις επί του θέματος. Για το εάν υπάρχουν κάποιοι λόγοι που να στηρίζουν τέτοιες αξιώσεις της Κωνσταντινουπόλεως, αναφέρθηκε στη συνέντευξή του στο πρακτορείο RIA Novosti, ο πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας.

– Σεβασμιώτατε, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Ελληνική εφημερίδα «Εθνικός κήρυκας», ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος δήλωσε ότι «Πρέπει οι Ορθόδοξοι να κάνουμε μία αυτοκριτική και να επανεξετάσουμε την εκκλησιολογία μας, εάν δεν θέλουμε να γίνουμε μία ομοσπονδία εκκλησιών προτεσταντικού τύπου». Κατά τον ίδιο, στην Ορθοδοξία «υπάρχει ένας «Πρώτος», όχι μόνο τιμής ένεκα, αλλά ένας «Πρώτος» με ειδικές ευθύνες και κανονικές αρμοδιότητες». Πού οφείλονται τέτοιοι ισχυρισμοί και πώς πρέπει να ερμηνεύονται;

– Κατ᾽αρχάς να διασαφηνίσω τι είναι η «εκκλησιολογία». Είναι η περί Εκκλησίας διδασκαλία. Συνεπώς, μας προτείνεται να επανεξετάσουμε την περί Εκκλησίας διδασκαλία μας. Ακολουθώντας ποιο πρότυπο; Είναι ξεκάθαρα εκείνο των ρωμαιοκαθολικών. Στην Εκκλησία της Ρώμης υπάρχει ο Πάπας, ο οποίος είναι «όχι μόνο τιμής ένεκα, αλλά ένας «Πρώτος» με ειδικές ευθύνες και κανονικές αρμοδιότητες». Μέχρι της παρούσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπήρχε κάτι τέτοιο: υπήρχε μόνον ο πρώτος τιμής ένεκα.

Στο διάβα των αιώνων οι Ορθόδοξοι ομολογιτές, συμπεριλαμβανομένων των Κωνσταντινουπόλεως και άλλων πατριαρχών της Ανατολής, τάσσονταν κατά του Παπισμού. Εν τούτοις, μας προτείνεται τώρα να αναχαράξουμε την Ορθόδοξη εκκλησιολογία με παπικό πρότυπο.

Μας λένε: εάν δεν υπάρχει ένας «πρώτος» με ιδιαίτερα προνόμια, κινδυνεύουμε να καταλήξουμε «μία ομοσπονδία εκκλησιών προτεσταντικού τύπου». Δηλαδή, είτε το ρωμαιοκαθολικό πρότυπο, είτε το προτεσταντικό. Αναρωτιέμαι, μέχρι σήμερα, ποια αρχή ακολουθούσε η Ορθόδοξη Εκκλησίας μας με το πολίτευμά της; Την προτεσταντική;

Δε θα θίξω το ερώτημα για το πώς εμφανίσθηκε και πώς εξελίχθηκε ο θεσμός της Παποσύνης στη Δύση. Είναι ένα μεγάλο και ξεχωριστό θέμα. Να επιστήσω την προσοχή μόνον σε ένα οφθαλμοφανές γεγονός: ουδέποτε στην Ορθόδοξη Ανατολή υπήρξε ένα τέτοιο φαινόμενο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάντοτε ήταν μια οικογένεια των κατά τόπους Εκκλησιών, η οποία δεν είχε κάποια επίγεια κεφαλή. Ως Κεφαλή της Εκκλησίας στο επίπεδο της Οικουμένης πάντοτε ετιμάτο ο Ιησούς Χριστός, ενώ στο τοπικό επίπεδο οι Εκκλησίες προΐσταντο από Προκαθημένους, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως ισότιμοι και ανεξάρτητοι: κανείς από αυτούς δεν υποτασσόταν σε ένα άλλο και κανείς δεν επέκτεινε τη δικαιοδοσία του στις άλλες Εκκλησίες.

Μεταξύ των Προκαθημένων ίσχυε μια συγκεκριμένη τάξη. Καθορίσθηκε από την Β’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία όρισε να θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος εκείνος της Ρώμης, να ακολουθεί ο Κωνσταντινουπόλεως, και στη συνέχεια ο Αλεξανδρείας, ο Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. Στην Ορθόδοξη Ανατολή αυτό χαρακτηρίσθηκε ως «πενταρχία». Ο πρώτος υπερτερούσε του δεύτερου, και ο δεύτερος του τρίτου αποκλειστικά και μόνο ως προς την τιμή. Αλλά ο πρεσβύτερος δεν διάθετε εξουσία επί των νεοτέρων, ούτε ο πρώτος επί των υπολοίπων.

Τον 11ο αι. επήλθε ρήξη μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως. Μια από τις αιτίες της ρήξης αποτέλεσαν οι αξιώσεις των Παπών της Ρώμης επί της οικουμενικής κυριαρχίας. Οι Πατριάρχες της Ανατολής δεν τις αποδέχθηκαν: αρχικά ο Κωνσταντινουπόλεως, και στη συνέχεια οι υπόλοιποι. Διέκοψαν την κοινωνία με τον Πάπα Ρώμης με αποτέλεσμα εκείνος, που ήταν δεύτερος, εκ των πραγμάτων να αναδειχθεί σε πρώτο στην οικογένεια των Ανατολικών Εκκλησιών. Όμως χωρίς κάποια προνόμια, πρεσβεία, «ειδικές ευθύνες» έναντι των άλλων Προκαθημένων.

Και να, τώρα που μας λένε ότι είναι απαραίτητος ένας τέτοιος άνθρωπος χωρίς τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία τάχα δεν μπορεί να κάνει. Εδώ και δύο χιλιάδες έκανε, ενώ τώρα δεν μπορούμε πλέον, είναι ανάγκη να «επανεξετάσουμε την εκκλησιολογία» επειγόντως, τοποθετώντας έναν ως κεφαλή των όλων.

Εμείς είμαστε χριστιανοί Ορθόδοξοι. Και τούτο σημαίνει ότι για εμάς η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, και όχι ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ή οποιασδήποτε άλλης τοπικής Εκκλησίας. Ο Άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έγραφε τον 13ο αι.: «Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ενώ κάθε αξίωση πρωτείου είναι αντίθετη με τη διδασκαλία Του». Στην ιστορική πολεμική κατά του Παπισμού, οι Πατέρες της Εκκλησίας με το παράδειγμα του αρχαίου θρόνου της Ρώμης οριοθέτησαν σαφώς την Ορθόδοξη προσέγγιση του πρωτείου, το οποίο κατ᾽ αυτούς «οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μὴν διαιτητικόν… ἀλλ’ ἀδελφικὸν τυγχάνει πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γέρας ἀπονεμηθὲν τοῖς Πάπαις διὰ τὸ μεγαλώνυμον καὶ πρεσβεῖον τῆς πόλεως» («δεν είναι κυριαρχικό, ούτε καν διαιτητικό… αλλά αδελφικό προνόμιο στα πλαίσια της Καθολικής Εκκλησίας και βραβείο, που απονεμήθηκε τιμητικά στους Πάπες για το σπουδαίο όνομα και το προνόμιο της πόλης [Ρώμης]»). (Ἡ ἐγκύκλιος τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τοῦ ἔτους 1848).

– Αυτές οι αξιώσεις εγέρθησαν αιφνιδίως ή μήπως ωρίμαζαν σταδιακά;

– Η καθιέρωση του παπικού προτύπου στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία γινόταν σταδιακά. Τούτο, ειδικότερα, πραγματοποιείτο διά του διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στον οποίο συμμετείχαμε νωρίτερα, ενώ τώρα δεν συμμετέχουμε. Εκεί έγιναν απόπειρες αποδοχής ενός κειμένου, το οποίο θεμελίωνε θεολογικά το πολίτευμα της Εκκλησίας βάσει του παπικού προτύπου.

Η επιχειρηματολογία ήταν η ακόλουθη: στην Αγία Τριάδα υπάρχει πρωτείο του Θεού Πατρός και συνοδικότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Έτσι και στην Εκκλησία, σε όλα τα επίπεδα πρέπει να λειτουργεί το πρότυπο του πρωτείου και της συνοδικότητας. Στο επίπεδο της επαρχίας, τον ρόλο του πρώτου τον αναλαμβάνει ο επίσκοπος, ενώ τη συνοδικότητα την εξασφαλίζουν οι ιερείς. Στο επίπεδο της τοπικής Εκκλησίας, ο πρώτος είναι ο Προκαθήμενος, ενώ η συνοδικότητα ασκείται από τους αρχιερείς. Επομένως, στο επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας θα πρέπει επίσης να υπάρχει ένας «πρώτος», ενώ οι υπόλοιποι να τελούν τρόπον τινά στην υποταγή του.

Ο πρωτοστάτης της ιδέας είναι ο μητροπολίτης Ιωάννης Ζηζιούλας. Διά του διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών προσπάθησε να επιβάλει αυτή την ιδέα σε όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αλλά εισέπραξε σθεναρή αντίθεση, ιδιαίτερα από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ούτε στην Ιερά Παράδοση, αλλά ούτε στα έργα των Αγίων Πατέρων και στους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας ανακαλύψαμε κάτι, που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει μια τέτοια θεωρία.

Μετά τη Σύνοδο της Κρήτης, η Κωνσταντινούπολη αξίωσε και κάποιες άλλες ειδικές αρμοδιότητες και προνόμια. Επιχειρούν τώρα να μας αποδείξουν ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι ο ύπατος διαιτητής σε όλες τις διενέξεις και διαφωνίες στις κατά τόπους Εκκλησίες, μάλιστα ανεξαρτήτως της θέσεως των ίδιων αυτών των Εκκλησιών. Π.χ., εάν κληρικός της Ρωσικής Εκκλησίας, εξαιτίας κάποιων παραπτωμάτων, επιτιμηθεί με καθαίρεση, δύναται να υποβάλει έκκλητη προσφυγή στην Κωνσταντινούπολη και να αποκατασταθεί.

Αυτό ακριβώς συνέβη με τον πρώην μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο. Καθαιρέθηκε, αποσχηματίσθηκε και στη συνέχεια αφορίσθηκε από την Εκκλησία. Όμως, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος είχε τότε αναγνωρίσει την καθαίρεσή του, αποφάσισε να τον «αποκαταστήσει»; σε ποιο αξίωμα; Ο ίδιος ο Φιλάρετος αυτοαποκαλείται «πατριάρχης Κιέβου». Υπό ποίο όνομα αναγνωρίζεται πλέον στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως; Και η αποκατάσταση δεν έγινε κατόπιν αιτήματος της Ρωσικής Εκκλησίας, από την οποία αφορίσθηκε, ούτε κατόπιν αιτήματος της αυτοδιοίκητου μερίδος αυτής της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αλλά κατόπιν αιτήματος σχισματικών και κοσμικών Αρχών της Ουκρανίας. Και αυτή είναι πράγματι μια απολύτως καινοφανής και πρωτοφανής εκκλησιολογία.

Παράλληλα, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δήλωσε ότι η Ουκρανία αποτελεί πλέον κανονικό του έδαφος. Γιατί, όμως, δεν το δήλωσε νωρίτερα; Γιατί σε όλες τις Επετηρίδες της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως του έτους 2018 και παλαιότερες, η Ουκρανική Εκκλησία ανήκε στο Πατριαρχείο Μόσχας ενώ ουδεμία αναφορά υπήρχε για οποιαδήποτε εξάρτησή της από την Κωνσταντινούπολη; Σιωπούσαν επί τρακόσια και περισσότερα χρόνια και αιφνιδίως το θυμήθηκαν.

Τώρα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος ισχυρίζεται ότι μόλις «συγκαταβατικώς» ανέχεται την παρουσία του Μακαριωτάτου Μητροπολίτη Ονουφρίου και της υπό αυτόν Εκκλησίας στην Ουκρανία. Αυτή είναι μια απολύτως παράλογη και παράφρων κατάσταση. Τί είναι αυτός για να αποφασίσει; Εκκλησία με καθεστώς αυτοδιοικήσεως, με περισσότερους από εκατό αρχιερείς, με δωδεκάμισι χιλιάδες ενορίες, με περισσότερες από διακόσιες πενήντα Ιερές Μονές, συμπεριλαμβανομένων και των μεγαλυτέρων λαυρών, εκείνης των Σπηλαίων του Κιέβου, του Ποτσάγιεφ και της Σβιατογκόρσκαγια. Και αυτός, δηλαδή, ανέχεται συγκαταβατικώς την Εκκλησία αυτή!

Μετάφραση του Βασιλείου Μεταφράστωφ

ria.ru

12/7/2020

https://gr.pravoslavie.ru/135899.html