Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

*Δείτε για ποιό λόγο πολύ απο τους σοφούς, αγωνιστές και ήρωες της Ελλάδος ομολογούσαν το ''Υπερ Πίστεως'' πρώτα και έπειτα το ''Υπερ Πατρίδος''

 
*Για να καταλάβουμε το πόσο σημαντική είναι η Εκκλησία της Ελλάδος για την χώρα μας θα σας αναφέρω το έτος ιδρύσεως από τον Απόστολο Πάυλο, το 49 μ.Χ!

Η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (Φεβρουάριος, του 1830)  (με το νέο ημερολόγιο) είναι ο γενέθλιος μήνας του Ελληνικού Κράτους, καθώς τον συγκεκριμένο μήνα – και για την ακρίβεια στις 3 του μηνός – το 1830 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του.
Αυτά τα περί 1871 διαφοράς έτη έδειχναν να σέβονται με κάθε τρόπο όλοι οι Μεγάλοι Έλληνες
Η αναφορά των παραπάνω ιστορικών αναδρομών αντιτίθεται στην σημερινή πράξη της κυβέρνησης να τροποποιήση το Σύνταγμα συρρικνώνοντας επιζήμια κλήρο και λαό!
Ακολουθεί ιστορική αναδρομή
Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι μία από τις δεκατέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες αποτελούν τη διοίκηση της συνόλου Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αριθμείται ενδέκατη στην τάξη των πρεσβείων των Εκκλησιών και ως ιδρυτής της θεωρείται ο Απόστολος Παύλος.
Η διοικητική της μορφή αποτελεί συνδυασμό του Μητροπολιτικού και του Πατριαρχικού συστήματος σε αναφορά στον παλαιό αποστολικό τρόπο διοίκησης με κεφαλή της Σύνοδο Ιεραρχών και τιμητικά πρόεδρο της Συνόδου, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος.
Η ποιμαντική της περιφέρεια υπαγόταν αρχικά στον επίσκοπο Ρώμης και από τον 8ο αιώνα έως και το 1833 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το 1833 η Αντιβασιλεία του Όθωνα διακήρυξε την ανεξαρτησία της ελλαδικής Εκκλησίας ακολουθώντας τη γραμμή του λόγιου κληρικού Θεόκλητου Φαρμακίδη. Ο Οικουμενικός Θρόνος αρνήθηκε να αποδεχτεί αυτή την κίνηση απόσχισης κανονικών του εδαφών και μόνο το 1850 εξέδωσε Τόμο Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Για την ελληνική πολιτεία είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ενώ κατά το Κανονικό Δίκαιο (εκκλησιαστικούς κανόνες) αποτελεί θείο καθίδρυμα. Αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως επικρατούσα θρησκεία της Ελλάδας και ο Καταστατικός της Χάρτης είναι νόμος του κράτους. Βρίσκεται σε κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και τις άλλες ομόδοξές της Εκκλησίες.

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι και Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ίδρυση χριστιανικής Εκκλησίας στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στην πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του Αποστόλου Παύλου στα 49 μ.Χ. Ο ίδιος μετά από όραμα που φέρεται να του παρουσιάστηκε στην Τρωάδα πέρασε στην Ελλάδα και ίδρυσε εκκλησίες στους Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθο και Νικόπολη. Στην Εκκλησία της Θεσσαλονίκης μάλιστα απέστειλε και τις δύο πρώτες του επιστολές, που είναι τα παλαιότερα κείμενα του Κανόνα της Καινής Διαθήκης.
Σημαντικό γεγονός των πρώτων χριστιανικών χρόνων είναι η επίσκεψη στην Αθήνα του μεγάλου Εκκλησιαστικού Πατέρα και Θεολόγου Ωριγένη. Ο Ωριγένης άφησε δυνατές εντυπώσεις στην Αθήνα και βοήθησε στην επίλυση των εσωτερικών ζητημάτων της τοπικής Εκκλησίας.
Οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών ανέκοψαν την πρόοδο του Χριστιανισμού στην Ελλάδα. Υπήρξε μεγάλο πλήθος Χριστιανών μαρτύρων σε όλη την επικράτεια, με ιδιαίτερα εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, πρώτος επίσκοπος Αθηνών, ο Θεσσαλονικεύς μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ο Λεωνίδας, επίσκοπος Αθηνών και πολλοί άλλοι. Στους διωγμούς έθεσε οριστικά τέρμα ο Μέγας Κωνσταντίνος με το Διάταγμα των Μεδιολάνων.


Ο Άγιος Γεώργιος Διδυμοτείχου όπου έγινε η στέψη του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού το 1341 (σήμερα Αρμένικη Σουρπ Κεβόρκ).
Από τον 4ο αιώνα η επικράτεια του Ανατολικού Ιλλυρικού εξαρτάται κανονικά από την Εκκλησία της Ρώμης, αν και πολιτικά υπάγεται στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την περίοδο της Εικονομαχίας, λόγω της αντίθεσης της Ρώμης προς την εικονομαχική πολιτική του Αυτοκράτορα Λέοντα Ισαύρου, ο ίδιος υπάγει το Ανατολικό Ιλλυρικό στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Η διοικητική υπαγωγή στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως θα κρατήσει 1100 χρόνια, όλη την βυζαντινή περίοδο και τα χρόνια της οθωμανικής κατοχής.

Νεοελληνικό κράτος και Αυτοκεφαλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης
Η Α' Εθνική συνέλευση της Επιδαύρου στα 1821 και η Γ' της Τροιζήνας στα 1827 όρισαν τρόπους προσωρινής λειτουργίας της εκκλησιαστικής διοίκησης του αρτισύστατου νεοελληνικού κράτους. Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας διόρισε εκκλησιαστική επιτροπή στα 1828 και η Δ' Εθνική συνέλευση του Άργους κατέστησε Γραμματεία Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Παιδείας.
Ο αρμόδιος για τα Εκκλησιαστικά του Συμβουλίου της Οθωνικής Αντιβασιλείας Μάουρερ το 1833 συγκρότησε κληρικολαϊκή Νομοπαρασκευαστική επιτροπή στις 27 Μαρτίου 1833, υπό την προεδρία του Σπυρίδωνα Τρικούπη, με σκοπό την εκπόνηση οριστικού σχεδίου διοίκησης. Βάσει της γνωμοδότησης αυτής της Επιτροπής, ο αντιβασιλέας Μάουρερ και ο διαφωτιστής ιερωμένος Θεόκλητος Φαρμακίδης προχώρησαν στη σύνταξη Καταστατικού Χάρτη για τη διοίκηση της Εκκλησίας, ο οποίος όμως δεν επικυρώθηκε ποτέ. Συγχρόνως συνέταξαν κείμενο βασιλικού διατάγματος για την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την απόσπασή της από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στις 25 Ιουλίου 1833 επικυρώθηκε από το βασιλιά Όθωνα το βασιλικό διάταγμα με τον τίτλο «Διακήρυξις περί της Ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος» και διορίστηκε η πρώτη πενταμελής Διαρκής Σύνοδος Ιεραρχών. Η «Διακήρυξις» αυτή αποτέλεσε στην πράξη και τον πρώτο Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος, με βάση τις διατάξεις του οποίου αυτή διοικήθηκε ουσιαστικά από την Πολιτεία μέχρι το 1852. Η μονομερής ενέργεια της Πολιτείας να προχωρήσει στην ανακήρυξη του αυτοκεφάλου εξόργισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο διέκοψε την κανονική κοινωνία με την ελλαδική εκκλησία, χωρίς όμως και να την κηρύξει σχισματική. Για κάποιους η αυτοκεφαλία ήταν αναγκαία για την Εκκλησία τη Ελλάδος, προκειμένου να απαλλαγεί διοικητικά από το ευρισκόμενο εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ενδεχομένως ελεγχόμενο από αυτήν Οικουμενικό Πατριαρχείο, για άλλους αντίθετα ήταν τέχνασμα του Μάουρερ για να την θέσει υπό τον έλεγχό του και απαρχή της «κρατικοποίησής» της.
Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1844 η Εθνοσυνέλευση επικύρωσε τον Καταστατικό Χάρτη με ελάχιστες αλλαγές. Στα 1850 οι ιεράρχες της ελλαδικής εκκλησίας απευθύνουν επιστολή προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο ζητώντας την ανακήρυξη αυτοκεφαλίας. Έτσι στις 29 Ιουνίου 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο (απόφαση) ανακήρυξης, μην αναγνωρίζοντας το διάστημα των ετών 1833-1850 ως κανονικό χρόνο αυτοκέφαλης διοίκησης.
Την πολιτική ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 ακολούθησε και εκκλησιαστική ένωση σύμφωνα με τον Τόμο που εξέδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το ίδιο συνέβη με τις Μητροπόλεις της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου όταν απελευθερώθηκαν στα 1882.

Νέες Χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Παλαιότερο έμβλημα της Εκκλησίας της Ελλάδος
Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν δύο εκκλησιαστικές διοικήσεις. Μία της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος και μία των Επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου στις νεοαπελευθερωθείσες περιοχές με κύριο μοχλό διοίκησης τη Σύνοδο Ιεραρχών υπό τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο Αλεξιάδη.
Το πρόβλημα διευθετήθηκε με την έκδοση, στα 1927, νόμου της ελληνικής πολιτείας, καθώς και δύο Πράξεων από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος το 1928, με τις οποίες παραχωρήθηκαν «επιτροπικώς» οι Μητροπόλεις των λεγομένων Νέων Χωρών στην Εκκλησία της Ελλάδος, πνευματικά όμως παρέμειναν υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου. Οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών θα μνημόνευαν τον Πατριάρχη ως προκαθήμενο της Εκκλησίας κατά τη θεία λειτουργία και, ενώ θα εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ελλάδος, ο Πατριάρχης θα είχε λόγο στην εκλογή τους, διατηρώντας το δικαίωμα να διαγράφει υποψηφίους από το σχετικό κατάλογο. Το καθεστώς αυτό προκάλεσε κατ' επανάληψιν προστριβές μεταξύ των δύο εκκλησιών, κατά τις οποίες το Πατριαρχείο κατηγορούσε την Εκκλησία της Ελλάδος για αθέτηση των υποχρεώσεών της και αγνωμοσύνη προς τη «Μητέρα Εκκλησία», ενώ η Εκκλησία της Ελλάδος κατηγορούσε τον Οικουμενικό Θρόνο για ανάμιξη στα εσωτερικά της και προσπάθεια επιβολής εμπίστων του στις Μητροπόλεις.
Η μεγαλύτερη ως τώρα κρίση ξέσπασε την άνοιξη του 2004, με αφορμή την εκλογή των νέων Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Σερβίων & Κοζάνης και Ελευθερουπόλεως. Κατά τη διαδικασία της εκλογής, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ακολουθώντας τη διαμορφωθείσα από τους προκατόχους του τακτική, δεν απέστειλε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κατάλογο των εκλογίμων, όπως προβλεπόταν από την Πατριαρχική Πράξη του 1928. Το Πατριαρχείο συγκάλεσε Μείζονα, Ενδημούσα Σύνοδο, η οποία αποφάσισε τη διακοπή της κοινωνίας των Αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου με τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Τελικά, μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, οι νεοεκλεγέντες Μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν και νέα Μείζων, Ενδημούσα Σύνοδος ήρε την ακοινωνησία με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και αποκατέστησε τη μνημόνευση του ονόματός του στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.

Οργάνωση και διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μητροπόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]



Ο Ιερός Ναός του Αγίου Θεράποντος στη Μυτιλήνη
Η Εκκλησία της Ελλάδος, πέραν της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, αποτελείται από 81 Μητροπόλεις. Οι 36 Μητροπόλεις των λεγόμενων «Νέων Χωρών», έχουν παραχωρηθεί επιτροπικώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Εκκλησία της Ελλάδος.[1]
Διοικητικά περιλαμβάνει τις Μητροπόλεις που ανήκαν στο ελληνικό κράτος ως τους Βαλκανικούς Πολέμους και αυτές των λεγομένων «Νέων Χωρών», οι οποίες προστέθηκαν μετά, οι τελευταίες όμως της παραχωρήθηκαν «επιτροπικώς» και υπάγονται πνευματικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο σύμφωνα με την Πράξη του 1928. Στην Εκκλησία της Ελλάδος δεν υπάγονται η Εκκλησία της Κρήτης, η οποία είναι ημιαυτόνομη, με δική της Σύνοδο και Αρχιεπίσκοπο, καθώς και οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου, οι οποίες υπάγονται και διοικητικά απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Διέπεται από το συνοδικό σύστημα, δηλαδή οι αποφάσεις λαμβάνονται από όλους τους Μητροπολίτες σε σύνοδο κατά πλειοψηφία και προκαθημένη θεωρείται η Ιερά Σύνοδος με τιμητική απόδοση του τίτλου του προέδρου στον Αρχιεπίσκοπο. Ανώτατη Εκκλησιαστική Αρχή έχει την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (Ι.Σ.Ι.), που συγκροτείται με Πρόεδρο τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος και όλους τους εν ενεργεία Μητροπολίτες. Διαρκές διοικητικό όργανο, το οποίο αποφασίζει για τα τρέχοντα θέματα είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.).

Συμμετοχή λαϊκών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά οι εγγεγραμμένοι στους ενοριακούς καταλόγους κάθε ενορίας εξέλεγαν με ψηφοφορία τους επιτρόπους (που σήμερα είναι γνωστοί ως «εκκλησιαστικοί σύμβουλοι») και τον εφημέριο της ενορίας τους, τον οποίο εν συνεχεία χειροτονούσε ο τοπικός επίσκοπος. Με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου οι εξουσίες αυτές περιήλθαν στα χέρια του κατά τόπους μητροπολίτη, που διορίζει τον εφημέριο της κάθε ενορίας και, με πρότασή του εφημέριου, τέσσερεις εκκλησιαστικούς συμβούλους που τον βοηθούν στο έργο του. Το σύστημα αυτό ισχύει ως σήμερα. Μία προσπάθεια επαναφοράς του ρόλου του αιρετού λαϊκού στοιχείου στη διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον Αντώνη Τρίτση οδηγήθηκε σε αποτυχία.[2]
el.wikipedia.org