σε χώρες που στη συνέχεια κατακτήθηκαν από τη Γερμανία.
Οι γερμανικές αρχές έμελε να εκτοπίσουν και να δολοφονήσουν τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των ατόμων.
Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το Μάρτιο του 1938, και ειδικά μετά τα πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων (Kristallnacht) στις 9-10 Νοεμβρίου, τα κράτη της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής φοβόντουσαν ότι θα δημιουργηθεί ένα μαζικό μεταναστευτικό κύμα προσφύγων.
Από το Μάρτιο του 1938 έως το Σεπτέμβριο του 1939, περίπου 85.000 Εβραίοι πρόσφυγες (από τους 120.000 συνολικά) έφτασαν στις ΗΠΑ, όμως ο αριθμός των ατόμων που προσπαθούσαν να μεταναστεύσουν ήταν πολλαπλάσιος. Στα τέλη του 1938, 125.000 αιτούντες έκαναν ουρές έξω από το προξενείο των ΗΠΑ με την ελπίδα να εξασφαλίσουν μία από 27.000 βίζες που προβλέπονταν βάσει του ισχύοντος ποσοστού εισόδου μεταναστών. Μέχρι τον Ιούνιο του 1939 ο αριθμός των ατόμων που είχαν υποβάλει αίτηση ξεπερνούσε πλέον τις 300.000. Τα περισσότερα άτομα που έκαναν αίτηση για βίζα δεν κατόρθωσαν να την εξασφαλίσουν. Στη Διάσκεψη του Εβιάν τον Ιούλιο του 1938, μόνο η Δομινικανή Δημοκρατία δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να δεχτεί μεγάλο αριθμό προσφύγων, αν και από το 1938 έως το 1941 η Βολιβία θα πρόσφερε άσυλο σε 20.000 Εβραίους μετανάστες περίπου.
Σε ένα περιστατικό που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα τον Μάιο - Ιούνιο του 1939, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να δεχτούν πάνω από 900 Εβραίους πρόσφυγες οι οποίοι είχαν φτάσει από το Αμβούργο της Γερμανίας με το St. Louis. Το St. Louis εμφανίστηκε κοντά στις ακτές της Φλόριντας λίγο μετά αφού οι αρχές της Κούβας ακύρωσαν τις θεωρήσεις διέλευσης των προσφύγων και απαγόρευσαν την είσοδο στους περισσότερους επιβάτες, οι οποίοι ακόμη περίμεναν να λάβουν βίζες για την είσοδό τους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αφού δεν του δόθηκε άδεια να αγκυροβολήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πλοίο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ευρώπη.
Οι κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας και του Βελγίου συμφώνησαν να δεχτούν η κάθε μία ορισμένους επιβάτες ως πρόσφυγες. Από τους 908 επιβάτες του St. Louis που επέστρεψαν στην Ευρώπη, οι 254 (σχεδόν 28 τοις εκατό) είναι γνωστό ότι πέθαναν στο Ολοκαύτωμα. 288 επιβάτες βρήκαν καταφύγιο στη Βρετανία. Από τους 620 που επέστρεψαν στην ήπειρο, οι 366 (λίγο περισσότερο από 59 τοις εκατό) επέζησαν από τον πόλεμο.
Πάνω από 60.000 Εβραίοι της Γερμανίας μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη τη δεκαετία του 1930, οι περισσότεροι σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας Haavar (Μεταφοράς).
Αυτή η συμφωνία μεταξύ της Γερμανίας και των εβραϊκών αρχών της Παλαιστίνης διευκόλυνε τη μετανάστευση Εβραίων στην Παλαιστίνη. Το κύριο εμπόδιο για τη μετανάστευση Εβραίων από τη Γερμανία ήταν η γερμανική νομοθεσία που απαγόρευε την εξαγωγή συναλλάγματος. Βάσει αυτής της συμφωνίας, τα εβραϊκά περιουσιακά στοιχεία στη Γερμανία ρευστοποιούνταν με μεθοδικές διαδικασίες και το κεφάλαιο που προέκυπτε μεταφερόταν στην Παλαιστίνη μέσω της εξαγωγής γερμανικών αγαθών.
Η βρετανική Λευκή Βίβλος του Μαΐου του 1939, μια επίσημη έκθεση πολιτικής που εγκρίθηκε από το βρετανικό κοινοβούλιο, περιείχε μέτρα που έθεταν σημαντικά εμπόδια στην είσοδο των Εβραίων στην Παλαιστίνη. Καθώς ο αριθμός των προορισμών όπου οι Εβραίοι θα ήταν ευπρόσδεκτοι συρρικνωνόταν, δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Πολωνίας μετανάστευσαν στη Σαγκάη, όπου δεν απαιτούνταν άδεια εισόδου. Ο τομέας Διεθνών Οικισμών της Σαγκάης (Shanghai International Settlement), ο οποίος τελούσε ουσιαστικά υπό ιαπωνικό έλεγχο, δέχθηκε 17.000 Εβραίους.
Το δεύτερο εξάμηνο του 1941, και ενώ ανεπιβεβαίωτες μαρτυρίες για τις μαζικές δολοφονίες από τους Ναζί άρχισαν να καταφθάνουν στη Δύση, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έθεσε ακόμη αυστηρότερους περιορισμούς για τη μετανάστευση επικαλούμενο λόγους εθνικής ασφάλειας. Παρά τους βρετανικούς κανονισμούς, ένας περιορισμένος αριθμός Εβραίων κατάφερε να μπει λαθραία στην Παλαιστίνη στη διάρκεια του πολέμου μέσω της «παράνομης» μετανάστευσης (γνωστής ως Aliyah Bet). Η ίδια η Μεγάλη Βρετανία περιόρισε την απορρόφηση μεταναστών την περίοδο 1938-1939, μολονότι η βρετανική κυβέρνηση επέτρεψε την είσοδο περίπου 10.000 εβραιόπουλων στα πλαίσια ενός ειδικού προγράμματος με το όνομα Kindertransport (Το Μεταφορικό των Παιδιών). Στη Διάσκεψη των Βερμούδων τον Απρίλιο του 1943, οι Σύμμαχοι δεν έκαναν συγκεκριμένες προτάσεις για τη διάσωση των Εβραίων.
Η Ελβετία δέχθηκε περίπου 30.000 Εβραίους αλλά αρνήθηκε την είσοδο σε σχεδόν ίσο αριθμό προσφύγων στα σύνορα. Περίπου 100.000 Εβραίοι έφτασαν στην Ιβηρική Χερσόνησο. Η Ισπανία δέχθηκε έναν περιορισμένο αριθμό προσφύγων και, στη συνέχεια, τους έστειλε εσπευσμένα στο πορτογαλικό λιμάνι της Λισαβόνας. Από εκεί, χιλιάδες κατάφεραν να ταξιδέψουν με πλοίο στις Ηνωμένες Πολιτείες στο διάστημα μεταξύ 1940 και 1941, μολονότι χιλιάδες ακόμη στάθηκε αδύνατο να αποκτήσουν άδειες εισόδου για τις ΗΠΑ.
Μετά τον πόλεμο, εκατοντάδες χιλιάδες επιζήσαντες βρήκαν καταφύγιο ως εκτοπισμένα άτομα σε καταυλισμούς τους οποίους διαχειρίζονταν οι δυνάμεις των δυτικών Συμμάχων στη Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία. Στις ΗΠΑ, οι μεταναστευτικοί περιορισμοί ήταν ακόμη σε ισχύ, αν και το Δόγμα Τρούμαν του 1945, το οποίο προέβλεπε την παραχώρηση προτεραιότητας στα πλαίσια του συστήματος των ποσοστώσεων σε εκτοπισμένα άτομα, επέτρεψε την είσοδο 16.000 εκτοπισμένων Εβραίων στις ΗΠΑ.
Η μετανάστευση στην Παλαιστίνη (Aliyah) παρέμεινε σημαντικά περιορισμένη μέχρι την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ το Μάιο του 1948. Χιλιάδες εκτοπισμένα άτομα εβραϊκής καταγωγής προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στην Παλαιστίνη παράνομα: Μεταξύ 1945 και 1948, οι βρετανικές αρχές φυλάκισαν πολλά από τα άτομα που ευελπιστούσαν να φτάσουν ως πρόσφυγες στην Παλαιστίνη, σε στρατόπεδα κράτησης στην Κύπρο.
Με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ το Μάιο του 1948, ξεκίνησε ένα σταθερό μεταναστευτικό κύμα Εβραίων προσφύγων στο νεοσυσταθέν κράτος. Μέσα στα επόμενα χρόνια, περίπου 140.000 επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος επαναπατρίστηκαν στο Ισραήλ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δέχθηκαν 400.000 εκτοπισμένα άτομα μεταξύ 1945 και 1952. Περίπου 96.000 (σχεδόν 24 τοις εκατό) από αυτά ήταν Εβραίοι που είχαν επιβιώσει το Ολοκαύτωμα.
Η αναζήτηση καταφυγίου πλαισιώνει τόσο τα έτη πριν το Ολοκαύτωμα όσο και την περίοδο που το ακολούθησε.
Πρόσθετη βιβλιογραφία
Baumel, Judith Tydor. Unfulfilled Promise: Rescue and Resettlement of Jewish Refugee Children in the United States, 1934–1945. Juneau, AK: Denali Press, 1990.
Breitman, Richard, and Alan M. Kraut. American Refugee Policy and European Jewry, 1933–1945. Bloomington: Indiana University Press, 1987.
Fox, Anne L., and Eva Abraham-Podietz. Ten Thousand Children: True Stories Told by Children Who Escaped the Holocaust on the Kindertransport. West Orange, NJ: Behrman House, 1999.
Genizi, Haim. America's Fair Share: The Admission and Resettlement of Displaced Persons, 1945–1952. Detroit: Wayne State University Press, 1993.
Laqueur, Walter. Generation Exodus: The Fate of Young Jewish Refugees from Nazi Germany. Hanover, NH: Brandeis University Press, 2001.
Zucker, Bat-Ami. In Search of Refuge: Jews and US Consuls in Nazi Germany, 1933–1941. London: Vallentine Mitchell, 2001.