Το 1997 από τις εκδόσεις «Λιβάνη» κυκλοφορήθηκε ένα εξαιρετικό βιβλίο με τίτλο «Η οικονομική φρίκη», της Γαλλίδας δημοσιογράφου και μυθιστοριογράφου Βιβιάν Φορεστέρ. Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Το θυμήθηκα λόγω των πρόσφατων γεγονότων. Οι Γάλλοι, πέραν της πολυπολιτισμικής αποχαύνωσης, αναπολώντας την εποχή που υπήρξαν «Μεγάλη Δύναμη» συμμετείχαν, ως πιστά σκυλάκια των Αμερικανών, σε «ανθρωπιστικές» και «ειρηνευτικές» επεμβάσεις κατά ισλαμικών χωρών. Όλα αυτά τα σπιθαμιαία αναστήματα που κυβερνούν την χώρα τους τα τελευταία χρόνια-Σαρκοζί, Ολάντ- με περισσή αφροσύνη, δεν αντιλήφθηκαν την παγίδα: δεν βομβαρδίζεις λαούς, οι οποίοι κάποτε «γεύτηκαν» την… αποικιοκρατία σου και δεύτερον η επέμβαση δεν εξάγεται μόνον υπό μορφή στρατιωτικών επιχειρήσεων, αλλά και εισάγεται υπό μορφή τρομοκρατικών ενεργειών.
Εντοπίζεται όμως και μία άλλη παράμετρος, ίσως η κρισιμότερη, για την οποία θα παραπέμψουμε στο βιβλίο της Φορεστέρ (σελ. 25-26). «Βλέπουμε καθημερινά να προσλαμβάνονται, να απολύονται άντρες και γυναίκες, μέσα σε μια αγορά εργασίας που μεταβάλλεται, συρρικνώνεται, γίνεται όλο και πιο φανταστική, μια αγορά από την οποία αυτοί οι άνθρωποι εξαρτώνται, από την οποία εξαρτάται η ζωή τους, ενώ εκείνη δεν εξαρτάται πια απ’ αυτούς. Βλέπουμε ήδη, τόσο συχνά, ότι δεν τους προσλαμβάνουν ποτέ. Και τότε, ιδιαίτερα οι νέοι, φυτοζωούν μέσα σ’ ένα τεράστιο κενό που παρουσιάζεται σαν εξευτελιστικό και για το οποίο θεωρούνται υπεύθυνοι οι ίδιοι. Βλέπουμε πως ξεκινώντας από εκεί, η ζωή τούς κακοποιεί και η κοινωνία βοηθά στην κακοποίηση αυτή. Βλέπουμε ότι πέρα από την εκμετάλλευση των ανθρώπων υπάρχει κάτι χειρότερο: η απουσία οποιασδήποτε εκμετάλλευσης. Πώς να μην τρέμουν αυτά τα πλήθη, που δεν είναι εκμεταλλεύσιμα, που δεν είναι πια καθόλου απαραίτητα για την εκμετάλλευση;...
Επομένως, σαν ηχώ, και πάλι το ερώτημα: είναι χρήσιμο να ζει κανείς αν δεν είναι επικερδής για το κέρδος; Κι αυτό το ερώτημα αποτελεί την ηχώ ενός άλλου: πρέπει κανείς, ν’ “αξίζει” να ζει, για να έχει το δικαίωμα να ζει; Και μ’ αυτό το ερώτημα εκφράζεται ο κρυφός φόβος, η αόριστη αλλά δικαιολογημένη φρίκη ότι, σύντομα, θα θεωρείται περιττός ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή και ο μεγαλύτερος αριθμός. Όχι πολίτες δεύτερης κατηγορίας ούτε καν απορριπτέοι: περιττοί... Και κατά συνέπεια επιζήμιοι. Και κατά συνέπεια...». Και κατά συνέπεια οργισμένοι. Και κατά συνέπεια γεμάτοι μίσος. Και αν είσαι και μουσουλμάνος, μ’ ένα Κοράνι που σου διδάσκει την ανωτερότητα και την περιφρόνηση κατά των διεφθαρμένων δυτικών απίστων, πολύ εύκολα, για να έχεις και το «πνευματικό άλλοθι» και την πεποίθηση ότι πράττεις κάτι ιερό, αρπάζεις το καλάσνικοφ και όποιον πάρει... ο Αλλάχ.
Στην Γαλλία και γενικά στην δυτική κυρίως Ευρώπη, έφτασε στην ενηλικίωση η πρώτη γενιά όπου ο σεβασμός για την γνώση των προγόνων, δεν είναι πολιτικά ορθός, μια γενιά που «διδάχτηκε» την επανάσταση κατά των ηθικών αυθεντιών και εξουσιών, μια γενιά που ανδρώθηκε με το κρανιοκενές σύνθημα «να είσαι ο εαυτός σου».
Στην εισβολή μεταναστευτικών πληθυσμών, οι οποίοι μεταφέρουν και την πολιτιστική και εθνοφυλετική τους σκευή, που δεν είναι πάντοτε συμβατή με τα ήθη ή και το δίκαιο της χώρας υποδοχής-εν προκειμένω τη Γαλλία- (π.χ. η κλειτοριδεκτομή ή η εισαγωγή θρησκευτικών συμβόλων στο αρνησίθρησκο δημόσιο γαλλικό σχολείο ή το αίτημα για a la carte, πολυπολιτισμική εκπαίδευση), οι Γάλλοι απάντησαν με τον χειρότερο τρόπο: μέσω των ηλιθιογόνων ΜΜΕ και της εκπαίδευσης, καλλιέργησαν το μίσος για το παρελθόν, ποινικοποίησαν την παράδοσή τους, «φτιάχνοντας νεολαία χωρίς μνήμη γεννημένη από το μηδέν». Και όμως, κατά το γνωστό αξίωμα, «η ουσιωδέστερη και σημαντικότερη αποστολή της Παιδείας, είναι η ένταξη των νέων στο παρελθόν». Και αντίθετα η λήθη είναι η πέμπτη φάλαγγα στη στρατηγική της ιστορίας.
Οι μουσουλμάνοι Γάλλοι, οι νέοι που στρατεύονται στο φανατικό Ισλάμ, γεννήθηκαν από γονείς, οι οποίοι, λόγω δουλειάς, είχαν λίγο έως πολύ ενταχθεί στην γαλλική κοινωνία. Το θεωρούσαν «ευλογία» που άφησαν τις πάμφτωχες ερήμους της Βορείου Αφρικής και έστησαν σπιτικό σε φιλόξενη, τότε, χώρα. Τα παιδιά τους όμως τα ανέμενε άλλη μοίρα. Τα δημόσια σχολεία, αντί να χρησιμοποιήσουν το δραστικότερο όπλο ένταξης και αφομοίωσης, την γαλλική παιδεία και κουλτούρα, αφέθηκαν στα νύχια της παγκοσμιοποιημένης «ελίτ-αλήτ», καρυκευμένης με τον τίτλο της «αριστεράς», η οποία στο όνομα της «κοινής κουλτούρας», ισοπέδωσε την εκπαίδευση. (Το μόνο που διδάσκει με ζήλο η εκπαίδευση είναι η εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες, την οποία κάποιοι τιποτολόγοι την θεωρούν ένδειξη πεπαιδευμένου πολίτη-μαθητή. Η στρατολόγηση στις ορδές του Ισλάμ γίνεται μέσω διαδικτύου, αν δεν κάνω λάθος). Αποτέλεσμα: βαρβαρότητα, ανεργία, γκετοποίηση. «Ο βάρβαρος δεν είναι ο άγριος, δεν είναι ο άλλος στον οποίο αρνούμαι την ανθρωπιά, την αξιοπρέπεια, το σεβασμό. Βάρβαρος είναι αυτός που δεν εντάσσεται – ούτε με την προσχώρηση ούτε με την αντίδρασή του-στον πολιτισμό, δηλαδή, στη συνέχεια αυτού που δημιούργησαν όσοι προηγήθηκαν. Είναι ανιστορικός εκτός γενιάς. Δεν αποτελεί καρπό της ύπαρξης των πατέρων του, είναι μετεωρίτης, γεωγραφικά και χρονικά χωρίς βάση», γράφει η Ν. Πολονύ στο περισπούδαστο βιβλίο της «τα χαμένα παιδιά μας». (εκδ. «Πόλις», σελ. 50).
Όλη αυτή η πολυπολιτισμική σαπουνόφουσκα που αιωρούνταν τόσα χρόνια, διαλύεται με οδυνηρές συνέπειες. Οι νέοι μουσουλμάνοι Γάλλοι, βρήκαν καταφύγιο-νόημα ζωής- στα παραγγέλματα του Ισλάμ. Το γαλλικό σύστημα απέτυχε παταγωδώς να τους... εξανθρωπίσει. Όταν, αντί για τον Πλάτωνα, διδάσκεις «συνταγές μαγειρικής» ή «οδηγίες χρήσης οικιακών συσκευών»-τέτοιες ανοησίες περιέχουν και τα γαλλικά σχολικά εγχειρίδια- δηλαδή το «τίποτε», τότε το κενό το αναπληρώνει κάτι πολύ δελεαστικό για τους μουσουλμάνους, αλλά φρικώδες για τους δημοσιογραφικά φθίνοντες και εκλεπτυσμένους από το αποκάρωμα της ευζωίας, ειρηνόφιλους Γάλλους: ο τζιχαντισμός, η μνησικακία και το εκδικητικό μένος για τους απίστους, τους εχθρούς του «προφήτη». ( Σημειωτέον: Οι γονείς των δύο μουσουλμάνων, τους παρακαλούσαν να παραδοθούν στις γαλλικές αρχές. Ήταν πλέον αργά. Τα παιδιά τους είχαν άλλο… γονέα, οι φυσικοί γονείς τους παραήταν Γάλλοι).
Θα πάρουν άραγε ένα μάθημα οι ημέτερες «μαϊμούδες», όλη αυτή η νεοταξική σαχλαμάρα, που το μόνο που έκανε τα τελευταία χρόνια είναι να αντιγράφει τα φράγκικα εκπαιδευτικά συστήματα-νοσήματα. Ό,τι γυάλιζε στον κάθε ημιμαθή Γραικύλο, τα λύματα των δυτικών, το «έριχνε» μες στην Εκπαίδευση βαφτίζοντάς το, με τα εύηχα και ηχηρά φληναφλήματα, μεταρρύθμιση, ανακαίνιση, αναπτέρωση ή ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ.
Τούτη την στιγμή το ελληνικό δημόσιο σχολείο ακολουθεί την ολέθρια γαλλική συνταγή. Γελοιοποιεί την εθνική μας ταυτότητα, διασύρει την ιστορία μας, αποκρύπτει θυσίες και ηρωισμούς, εξωραϊζει εγκλήματα και Γενοκτονίες, λυμαίνεται την γλώσσα μας, περιφρονεί τους σπουδαίους λογοτέχνες μας, προβάλλει την ασημαντότητα, μ’ ένα λόγο κακουργεί εναντίον της έθνους. Το σοκ της λαθρομετανάστευσης έδωσε την χαριστική βολή στο ημιθανές... πτώμα της εθνικής μας Παιδείας, καταδικάζοντας και τα Ελληνόπουλα στην αμάθεια και την βαρβαρότητα. Για τους μουσουλμάνους που φιλοξενούμε στα θρανία των αιθουσών μας, γνωρίζουμε την εξέλιξη. Το κακό επωάζεται.
Τα κομματικά σκύβαλα και περιτρίμματα πέταξαν τις μάσκες τους. Ό,τι χειρότερο έχει η κοινωνία μας ξεβράζεται τούτες τις ημέρες στις τηλεοπτικές οθόνες. Ψάχνω εναγωνίως ν’ ακούσω μισή κουβέντα για την Παιδεία. Τίποτε. Το έγκλημα θα συνεχιστεί. «Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση ιστορικής ευθανασίας» (Π. Κονδύλης). «Όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται»...