Ανοιχτή επιστολή στη βρετανική εφημερίδα «The Guardian» απέστειλαν περισσότεροι από 200 συγγραφείς σε όλο τον κόσμο -μεταξύ αυτών οι Σαλμάν Ρουσντί και Ορχάν Παμούκ-, κατακεραυνώνοντας τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, για τους νόμους περί ομοφυλοφιλίας και βλασφημίας.Στην επιστολή τους, που δημοσιεύεται μία ημέρα πριν από την έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Σότσι της Ρωσίας, υποστηρίζουν ότι οι νόμοι που ψηφίστηκαν πρόσφατα στη Ρωσία «θέτουν σε κίνδυνο τους συγγραφείς».Σύμφωνα με τη νέα νομοθεσία, απαγορεύεται η προώθηση της «μη παραδοσιακής σεξουαλικότητας» στους ανήλικους, κάτι που ερμηνεύεται ως ανοιχτή επίθεση στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, μεταξύ άλλων και εξαιτίας της χαλαρής διατύπωσης που αφήνει ανοιχtό σε ερμηνεία το περιεχόμενο της διάταξης, όπως επισημαίνεται.
Στο στόχαστρο των συγγραφέων βρίσκεται και άλλος νόμος που επιτρέπει την φυλάκιση για «προσβολή θρησκευτικού αισθήματος».
«Ως συγγραφείς και καλλιτέχνες, δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι καθώς βλέπουμε τους συναδέλφους μας συγγραφείς και δημοσιογράφους να φιμώνονται και να κινδυνεύουν με δίωξη και συχνά με δραστική τιμωρία, απλώς και μόνο επειδή εξέφρασαν τις σκέψεις τους. Μια υγιής δημοκρατία πρέπει να ακούει τις ανεξάρτητες φωνές όλων των πολιτών. Η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να ακούσει και να εμπλουτιστεί από τις διαφορετικές απόψεις στην Ρωσία. Γι' αυτό ζητάμε από τις ρωσικές αρχές να αποσύρουν αυτούς τους νόμους που στραγγαλίζουν τον ελεύθερο λόγο».
Ο Σαλμάν Ρουσντί δήλωσε στον «Guardian» ότι αυτή η εκστρατεία ήταν απίστευτα σημαντική για τους Ρώσους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους πολίτες.
«Η θηλιά που έχει βάλει η Ρωσική Ομοσπονδία στην ελευθερία της έκφρασης είναι βαθύτατα ανησυχητική και πρέπει να αντιμετωπιστεί, ώστε να υπάρξει μια υγιής δημοκρατία στη Ρωσία» σχολίασε.
Μεταξύ αυτών που υπογράφουν την επιστολή είναι και ο Νομπελίστας Γκίντερ Γκρας.
Στο στόχαστρο των συγγραφέων βρίσκεται και άλλος νόμος που επιτρέπει την φυλάκιση για «προσβολή θρησκευτικού αισθήματος».
«Ως συγγραφείς και καλλιτέχνες, δεν μπορούμε να καθόμαστε άπραγοι καθώς βλέπουμε τους συναδέλφους μας συγγραφείς και δημοσιογράφους να φιμώνονται και να κινδυνεύουν με δίωξη και συχνά με δραστική τιμωρία, απλώς και μόνο επειδή εξέφρασαν τις σκέψεις τους. Μια υγιής δημοκρατία πρέπει να ακούει τις ανεξάρτητες φωνές όλων των πολιτών. Η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να ακούσει και να εμπλουτιστεί από τις διαφορετικές απόψεις στην Ρωσία. Γι' αυτό ζητάμε από τις ρωσικές αρχές να αποσύρουν αυτούς τους νόμους που στραγγαλίζουν τον ελεύθερο λόγο».
Ο Σαλμάν Ρουσντί δήλωσε στον «Guardian» ότι αυτή η εκστρατεία ήταν απίστευτα σημαντική για τους Ρώσους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες και τους πολίτες.
«Η θηλιά που έχει βάλει η Ρωσική Ομοσπονδία στην ελευθερία της έκφρασης είναι βαθύτατα ανησυχητική και πρέπει να αντιμετωπιστεί, ώστε να υπάρξει μια υγιής δημοκρατία στη Ρωσία» σχολίασε.
Μεταξύ αυτών που υπογράφουν την επιστολή είναι και ο Νομπελίστας Γκίντερ Γκρας.
Άγγλος συγγραφέας, ινδικής καταγωγής, γνωστός στο ευρύ κοινό από την περιπέτειά του με τους φανατικούς ισλαμιστές. Γεννήθηκε στη Βομβάη στις 19 Ιουνίου 1947 στους κόλπους μιας μεσοαστικής μουσουλμανικής οικογένειας. Ο παππούς του ήταν ποιητής και ο πατέρας του επιχειρηματίας με σπουδές στο Κέμπριτζ.
Σε ηλικία 14 ετών, ο Αχμέτ Σαλμάν Ρουσντί (Ahmed Salman Rushdie), όπως είναι το πλήρες όνομά του, μεταβαίνει στην Αγγλία για να συνεχίσει τις σπουδές του. Το 1964 η οικογένειά του, παρά τη θέλησή της, μετακομίζει στο Πακιστάν, λόγω του θρησκευτικού της πιστεύω. Ο Σαλμάν παραμένει στην Αγγλία και σπουδάζει ιστορία στο Κέιμπριτζ. Μετά την αποφοίτησή του εργάζεται για ένα διάστημα στην τηλεόραση του Πακιστάν, στη συνέχεια ως ηθοποιός στην Αγγλία και από το 1971 ως το 1981 είναι κειμενογράφος στη μεγάλη διαφημιστική εταιρεία Ogilvy & Mather.
Το 1975 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Grimus», ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας, που πέρασε απαρατήρητο. Έξι χρόνια αργότερα, ο Ρούσντι γράφει το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Τα παιδιά του μεσονυκτίου», που του χαρίζει διεθνή φήμη κι ένα βραβείο «Μπούκερ». Πρόκειται για μια κωμική αλληγορία σχετικά με την ιστορία της Ινδικής Χερσονήσου και πολλοί το θεωρούν ως το καλύτερο βιβλίο του. Ο Ρούσντι στο έργο του μπλέκει τη φαντασία και τον μύθο με την πραγματική ζωή και εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα που ονομάζεται μαγικός ρεαλισμός.
Το Σεπτέμβριο του 1988 κυκλοφορεί το τέταρτο βιβλίο του «Σατανικοί Στίχοι», ένα μυθιστόρημα με πολλές θρησκευτικές αναφορές για τον Προφήτη και το Κοράνι. Ούτε που το φανταζόταν ότι η έκδοση του βιβλίου αυτού θα του άλλαζε τόσο δραματικά τη ζωή. Όταν, όμως, πρόκειται για το Ισλάμ, όλα μπορούν να συμβούν... Η έκδοση των «Σατανικών Στίχων» προκαλεί σάλο στις τάξεις των μουσουλμάνων, επειδή θεωρούν το βιβλίο βλάσφημο για τον Μωάμεθ. Αμέσως απαγορεύεται σε όλες τις μουσουλμανικές χώρες, ενώ αντίτυπα του καίγονται στην Αγγλία και τις ΗΠΑ.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1989 ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χομεϊνί, εκδίδει «φετφά», δηλαδή ένα δεσμευτικό διάταγμα, με το οποίο κάθε καλός μουσουλμάνος έχει το ιερό καθήκον να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούσντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των «Σατανικών Στίχων». Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Ράσντι ζει με το φάσμα του θανάτου. Εξαφανίζεται από προσώπου γης για να αποφύγει τους διώκτες του, που σκοτώνουν, εν τω μεταξύ, τον ιάπωνα μεταφραστή του Χιτόσι Ιγκαράσι και τραυματίζουν σοβαρά τον νορβηγό εκδότη του Γουίλιαμ Νάιγκααρντ και τον ιταλό μεταφραστή του Έτορε Καπριόλο. Ο αιγύπτιος νομπελίστας Ναγκίμπ Μαχφούζ τον υπερασπίζεται κατηγορώντας τον Χομεϊνί για «διανοητική τρομοκρατία». Όμως, αργότερα, θα αλλάξει γνώμη και θα πει ότι «ο Ρούσντι δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλλει τα ιερά και τα όσια του Ισλάμ».
Στις 14 Φεβρουαρίου 1989 ο θρησκευτικός ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χομεϊνί, εκδίδει «φετφά», δηλαδή ένα δεσμευτικό διάταγμα, με το οποίο κάθε καλός μουσουλμάνος έχει το ιερό καθήκον να σκοτώσει όχι μόνο τον βλάσφημο Ρούσντι, αλλά και όποιον ενεπλάκη στην έκδοση των «Σατανικών Στίχων». Η θανατική διαταγή συνοδεύεται και από επικήρυξη 3 εκατομμυρίων δολαρίων, που προσέφερε ένας ιρανός επιχειρηματίας.
Από εκείνη τη στιγμή, ο Ράσντι ζει με το φάσμα του θανάτου. Εξαφανίζεται από προσώπου γης για να αποφύγει τους διώκτες του, που σκοτώνουν, εν τω μεταξύ, τον ιάπωνα μεταφραστή του Χιτόσι Ιγκαράσι και τραυματίζουν σοβαρά τον νορβηγό εκδότη του Γουίλιαμ Νάιγκααρντ και τον ιταλό μεταφραστή του Έτορε Καπριόλο. Ο αιγύπτιος νομπελίστας Ναγκίμπ Μαχφούζ τον υπερασπίζεται κατηγορώντας τον Χομεϊνί για «διανοητική τρομοκρατία». Όμως, αργότερα, θα αλλάξει γνώμη και θα πει ότι «ο Ρούσντι δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλλει τα ιερά και τα όσια του Ισλάμ».
Ο κυπριακής καταγωγής άγγλος τραγουδοποιός Κατ Στίβενς, που έχει ασπασθεί τη μουσουλμανική θρησκεία με το όνομα Γιουσέφ Ισλάμ, δηλώνει ότι «αν δει με τα μάτια του τον Ρούσντι θα πάρει τηλέφωνο τον Αγιατολάχ Χομεϊνί για να τον κανονίσει». Στις 2 Ιουνίου 1993, 27 άτομα σκοτώνονται στη Σεβάστεια της Τουρκίας, όταν φανατικοί ισλαμιστές βάζουν φωτιά σ' ένα ξενοδοχείο, όπου βρίσκεται ο μεταφραστής των «Σατανικών Στίχων» στα τουρκικά, γνωστός συγγραφέας και στη χώρα μας και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Αζίζ Νεσίν.
Από το 1998 ο Ρούσντι αποκαθιστά εν μέρει τους ρυθμούς της ζωής του, όταν η ιρανική κυβέρνηση απευθύνει έκκληση για τη μη εφαρμογή του φετφά, κατόπιν διεθνών πιέσεων. Όμως, δεν μπορεί να τον καταργήσει. Ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να το πράξει, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Από το 1998 ο Ρούσντι αποκαθιστά εν μέρει τους ρυθμούς της ζωής του, όταν η ιρανική κυβέρνηση απευθύνει έκκληση για τη μη εφαρμογή του φετφά, κατόπιν διεθνών πιέσεων. Όμως, δεν μπορεί να τον καταργήσει. Ο μοναδικός άνθρωπος που μπορεί να το πράξει, ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, δεν βρίσκεται πια στη ζωή.
Παρά τη δραματική αλλαγή στη ζωή του, ο Ρούσντι συνεχίζει να γράφει και να μας δίνει σπουδαία μυθιστορήματα και δοκίμια. Σήμερα ζει στη Νέα Υόρκη με την τέταρτη σύζυγό του, την κατά πολύ νεώτερή του Πάντμα Λαξμί, μοντέλο και ηθοποιό από την Ινδία.