Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

«Υπάρχουν κέντρα στο εξωτερικό που θέλουν να καθορίζουν την ζωή μας». H Εκκλησία δυστυχώς εμφανίζεται να σιωπά και μα μην παρεμβαίνει στις εξελίξεις.

Αμυντική ή επιθετική πολιτική στη διαβρωτική δράση άνομων κέντρων;Εμφανής η σύγχυση της Ιεραρχίας στην χάραξη ευαγγελικής –εκκλησιαστικής πολιτικής. Η Εκκλησία επιμένει στην πολιτική ενός ξύλινου ανούσιου εκκλησιαστικού λόγου και αδυνατεί εκ των πραγμάτων να δώσει λύσεις στα κοινωνικά αδιέξοδα η τουλάχιστον να επαναφέρει στο προσκήνιο τον ουσιώδη, καταλυτικό και ιάσιμο λόγο των αγίων Πατέρων.
«Υπάρχουν κέντρα στο εξωτερικό που θέλουν να καθορίζουν την ζωή μας». Η φράση αυτή που φέρεται να διατύπωσε ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας ο Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος κατά τη γνώμη μας αποτελεί και τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκαν οι συνομιλίες της τακτικής συνεδρίασης της Ιεραρχίας μας.
Ο εν λόγω Ιεράρχης απέφυγε ωστόσο να ονοματίσει τα κέντρα αυτά. Με γραπτή όμως δήλωση του ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ όχι μόνο τα κατονόμασε (βλ. ολόκληρη τη δήλωση σελ. 14) αλλά επί πλέον κατονόμασε και τους εντολοδόχους αυτών στην Ελλάδα.
 Με αναλυτικό τρόπο μάλιστα αναφέρθηκε επακριβώς στη διαβρωτική πολιτική τους έναντι της ελληνικής κοινωνίας και της Ορθοδοξίας. Μέσα στο πλαίσιο λοιπόν των ανωτέρω διαπιστώσεων των δυό Ιεραρχών μπορεί κάποιος να συμπεριλάβει το σύνολο σχεδόν των εκκλησιαστικών εισηγήσεων που παρουσιάστηκαν ενώπιον των Ιεραρχών και είχαν ως θέμα την οικονομική και όχι μόνο κρίση. Μπορεί ακόμη να αναλύσει τις αποφάσεις αλλά και να κατανοήσει πως τα προαναφερόμενα κέντρα του εξωτερικού επιβάλλουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας τη δημιουργία μίας αμυντικής τακτικής, η οποία αποβλέπει στο να περιφρουρήσει κεκτημένα αιώνων και αξίες ανεκτίμητες πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η ελληνική κοινωνία.

Η θωράκιση, ωστόσο της ελληνικής κοινωνίας εκ μέρους της Εκκλησίας υπό τις υπάρχουσες συνθήκες καθίσταται από δύσκολη έως και αδύνατη. Και αυτό φυσικά οφείλεται στις μακρόχρονες παρασκηνιακές ιδιοτέλειες, στις εκδηλώσεις μύχιων φιλοδοξιών, στην ευθυνοφοβία και στις υφιστάμενες νοσηρές αρχιερατικές νοοτροπίες μεγάλου αριθμού των Ιεραρχών μας.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η Εκκλησία να επιμένει στην πολιτική ενός ξύλινου ανούσιου εκκλησιαστικού λόγου. Να αδυνατεί εκ των πραγμάτων να δώσει λύσεις στα κοινωνικά αδιέξοδα η τουλάχιστον να επαναφέρει στο προσκήνιο τον ουσιώδη, καταλυτικό και ιάσιμο λόγο των αγίων Πατέρων. Τα φοβικά σύνδρομα απώλειας της κοσμικού τύπου αρχιερατικής εξουσίας αναμεμιγμένα με ανθρώπινες αδυναμίες και σκοπιμότητες έφεραν την Εκκλησία στο σημείο να εκλαμβάνει την διατύπωση της αλήθειας ως πολιτικολογία (!!!) και να δικαιολογεί αυτή με την επιστράτευση της δαιμονικής γνωστής παπαδίστικης και ελεεινής ταπεινολογίας.

Έτσι, η πλειονότητα της Ιεραρχίας μας δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί πως διασύρεται σταδιακά στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας. Ούτε ακόμη καταλαβαίνει ότι με τη στάση της ανοίγει διάπλατα τις πύλες μιας γενικότερης κατακραυγής. Εγκλωβισμένη σε δεσμά νοσηρής υποτέλειας και ιδιοτέλειας έναντι των κλυδωνιζόμενων στις ψυχές των ανθρώπων πολιτικών μας αρχόντων παρουσιάζεται να προτιμά την εικονική ψευτο-ασφάλεια της πολιτικής εξουσίας. Μάλιστα επιδιώκει συστηματικά να την ανταλλάσσει με μία ένοχη σιωπή έναντι της διαβρωτικής και εφιαλτικής δράσης των πολιτικών δεξιών, σοσιαλιστών η αριστερών. Μία σιωπή μάλιστα την οποία εκδηλώνει και δικαιολογεί ως σοβαρή εκκλησιαστική στάση.

Το να επαναφέρεις όμως, για παράδειγμα στην επικαιρότητα τη θέση της Εκκλησίας λ.χ. περί της φοβερής ψυχασθένειας της ομοφυλοφιλίας –ανωμαλίας δεν λογίζεται πολιτικολογία. Κάθε άλλο μάλιστα. Αυτό συνιστά καθήκον και υποχρέωση των Ιεραρχών απέναντι στο ακατήχητο στην πλειονότητα χριστεπώνυμο πλήρωμα. Και για την εμφανή απουσία κατήχησης πέφτει δυσβάστακτο το βάρος της ευθύνης στους ώμους των καλών μας Ιεραρχών.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος φυσικά όπως ήταν αναμενόμενο δεν συμφώνησε με τις φωνές αγωνίας ορισμένων -μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού-Ιεραρχών. Υπεραμυνόμενος της σιωπηλής αρχιεπισκοπικής πορείας του υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι: «Όταν εμείς οι Ιεράρχες πολιτικολογούμε η καλλιεργούμε εντάσεις και υποθάλπουμε ιδεολογικές αντιπαλότητες είναι βέβαιο ότι αυτό εντέλει διευκολύνει το παιγνίδι της πόλωσης και αυτούς που την επιθυμούν και την εκμεταλλεύονται αλλά υπονομεύει ουσιαστικά την προσπάθειά μας. Ο λαός περιμένει από εμάς νηφαλιότητα και ειρηνοποιό παρουσία. Όχι θορυβώδη αλλά αποτελεσματική διαχείριση των σοβαρών θεμάτων που μας συνέχουν και μας απασχολούν όλους. Άλλο χύνω το αίμα μου για την πατρίδα όταν χρειαστεί και άλλο ευκαίρως –ακαίρως προβάλλω μία εικόνα της Εκκλησίας ωσάν να είναι θεσμός προσόμοιος του στρατού η των κομματικών παρατάξεων»

Πολλοί Αρχιερείς και ιδιαίτερα οι λάτρεις της εκκλησιαστικής πολιτικής των λιμναζόντων υδάτων και της φεουδαρχικής καλοπέρασης ενός ακραίου ωχαδελφισμού πείστηκαν από τις φθηνές αιτιολογίες του Προκαθημένου! Ευτυχώς όμως, υπήρχαν και κάποιοι Αρχιερείς, και αυτό αποτελεί ελπίδα, που ανοιχτά διαφώνησαν.

Γιατί η νηφαλιότητα και η ειρηνοποιός παρουσία επ’ ουδενί πρέπει να συνδέονται με συνεχείς εκπτώσεις στα θέματα της πίστεως και με αλλοίωση της αληθείας. Γιατί ως αλλοίωση και ηθική ενίοτε αυτουργία νοείται η κατάφωρη αδιαφορία σε θέματα που άπτονται της πίστεως, όπως λ. χ. η ομοφυλοφιλία. Δεν μπορεί για παράδειγμα ρασοφόρος να συμμετάσχει σε ένα υπουργικό συμβούλιο, η πλειονότητα του οποίου έχει ανοικτά διαλαλήσει άθεες και δαιμονικές θέσεις... Δεν μπορεί να σιωπά στην κατάφωρη πολιτική αδικίας σε παντελώς αδύναμα κοινωνικά στρώματα. Δεν μπορεί να εκδηλώνεται ως ενδιαφέρον ίασης των πληγών που δημιουργεί η αδικία αυτή... Ναι, απαιτείται ταπείνωση πραγματική και όχι πολιτική υποκρισίας. Εάν μάλιστα δεν δύναται να ανταπεξέλθει κάποιος στο ρόλο που του ανετέθη, τότε εάν διαθέτει εκκλησιαστική συνείδηση οφείλει άμεσα να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στη Μονή της μετανοίας του, ανεξαρτήτως αν είναι Αρχιεπίσκοπος η Μητροπολίτης. Οφείλει να δώσει τα ηνία της ηγεσίας σε κάποιον που θα μπορεί να αρθρώσει λόγο ουσιαστικό στο πρότυπο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.

Γι’ αυτό άλλωστε οι Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Άνθιμος, Καλαβρύτων Αμβρόσιος, Καισαριανής Δανιήλ και άλλοι σχολιάζοντας την τακτική της ωχαδελφιστικής συνειδητής αποχής και την πολιτική της «γλάστρας» υποστήριξαν ότι η Εκκλησία δυστυχώς εμφανίζεται να σιωπά και μα μην παρεμβαίνει στις εξελίξεις. «Κινδυνεύετε να κατηγορηθείτε ότι υποστηρίζετε μία συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση» φέρεται μάλιστα να είπε απευθυνόμενος στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ο επιστήθιος φίλος του και γενικά ηπίων τόνων Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος.

Ο λόγος του ηγουμένου και του συνειδητοποιημένου ποιμένα πρέπει να είναι πύρινος σαν του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και καταλυτικός σαν του Αγίου Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνων. Πρέπει να μην διακατέχεται από φοβικά σύνδρομα υποτέλειας. Πρέπει να πληρούται από φόβο Θεού. Πρέπει να διακηρύσσει την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Οι γραπτές επισημάνσεις του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ αλλά και οι εύστοχοι λόγοι αρκετών Μητροπολιτών δείχνουν την σωστή κατεύθυνση στον καλό μας κατά τα άλλα Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Κάνουν λόγο για αναγκαστική αλλαγή πλεύσης, ούτως ώστε η Εκκλησία να αποκτήσει και πάλι το ουσιαστικό σωτηριώδες ρόλο που οφείλει εκ του ευαγγελίου να έχει, ώστε να δίδει την ελπίδα στον κατατρεγμένο λαό.

Παρά το γεγονός τούτο ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εμμένει στην επιλογή της σιωπής, στην πολιτική του περιθωρίου . «Άλλο το ενδιαφέρον για τον πολίτη και άλλο για την πολιτική, τα κόμματα και τους πολιτικούς. Εγώ τηρώ μία στάση τέτοια που να μην εξωθώ τα πράγματα στα άκρα. Και ίσως να ήταν διαφορετικά αν δεν είχα αυτή την επικοινωνία που έχω με ηγεσία της Πολιτείας» είπε χαρακτηριστικά, εμφανίζοντας εμμέσως το γνωστό αρχιερατικό επιδημικό σύνδρομο της θεολογικής σύγχυσης. Με το σκεπτικό τούτο όμως και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός θα έπρεπε να σιωπά και να μην κατακρίνει τη διαβρωτική δράση των Γραμματέων και Φαρισαίων έναντι του λαού του Θεού γιατί κίνδυνευε να κατηγορηθεί ότι πολιτικολογούσε!

Ανακοινωθέν ... αρχιερατικών ισορροπιών
Η εμφανής σύγχυση πάντως στους κόλπους της Ιεραρχίας σχετική με την χάραξη εκκλησιαστικής-ευαγγελικής πολιτικής διατυπώνεται ευθαρσώς και στο συνοπτικό ανακοινωθέν που εξεδόθη μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Ιεραρχίας.
«Η εφετινή τακτική Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ασχολήθηκε με το θέμα «Η σύγχρονη κρίσις από εκκλησιαστικής πλευράς».
Μελέτησε «τα αίτια της συγχρόνου ποικιλομόρφου κρίσεως» και προβληματίσθηκε σχετικά με τις δυνατότητες συμβολής στην αντιμετώπισή της με αφετηρία το δεδομένο - και ταυτοχρόνως ζητούμενο - «Η Εκκλησία ως ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και ως νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου».

Οι εισηγήσεις και οι τοποθετήσεις των Σεβασμιωτάτων Αρχιερέων βοήθησαν ουσιαστικά να κατανοηθεί ότι οι ποικιλόμορφες αποτυχίες και τα προβλήματα που μαστίζουν την παγκόσμια και την ελληνική κοινωνία, η κρίση των θεσμών και των αξιών και η απουσία του νοήματος ζωής, είναι απότοκα της αλαζονικής διαχειρίσεως του βίου και της καταχρήσεως της κτίσεως ως δημιουργίας του Θεού, καθώς και της απλήστου επιθυμίας αποκτήσεως κοινωνικών αγαθών εις βάρος των πτωχών και των αδυνάτων.

Η οικονομική κρίση είναι το ορατό αποτέλεσμα της γενικής ηθικής και πνευματικής κρίσεως. Ταυτοχρόνως, έγινε φανερό, ότι η Εκκλησία έχει το χρέος και τη δυνατότητα να στηρίξει τον λαό μας στα προβλήματά του, να καλλιεργήσει την ελπίδα και να σταθεί άμεσα και ουσιαστικά στο πλευρό κάθε εμπερίστατου και δοκιμαζόμενου αδελφού μας, ανεξαρτήτως χρώματος, γλώσσης, θρησκείας και πολιτισμού.

Η κρίση κατέστησε φανερό, ότι η συγκρότηση του σύγχρονου κοινωνικού βίου με γνώμονα τον ατομισμό και την άρνηση της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας οδήγησε στην καταρράκωση της αξίας του ανθρώπου και την επικράτησή της αναξιοκρατίας και της αδιαφορίας για τον πόνο του διπλανού μας.
Αυτή η κατάσταση, για την δημιουργία της οποίας όλοι έχουμε μικρό η μεγάλο μερίδιο ευθύνης, είναι αταίριαστη με την παράδοση του τόπου μας.

Η μόνη έξοδος από το αδιέξοδο είναι η αλλαγή αυτής της νοοτροπίας. Είναι καιρός μετανοίας για όλους μας. Ο λαός μας ζούσε και ζει, εμπνεόταν και θα εμπνέεται από την πίστη του στον Χριστό και διδάχθηκε από την Εκκλησία πως να μετακινείται από την δουλεία του εγωκεντρισμού στην ελευθερία του «Εμείς», από τη σκλαβιά του καταναλωτισμού στη χαρά της δημιουργίας και της προσφοράς.

Αυτό το ήθος εκφράζει με λόγια και έργα η Εκκλησία και μέσα σε αυτά τα πλαίσια με ανύστακτο και στοργικό ενδιαφέρον μελετά με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, ζητήματα που ενδέχεται να κρύβουν κινδύνους αλλοιώσεων και αλλοτριώσεων της πίστεως η της εθνικής και κοινωνικής μας ζωής, όπως η κάρτα του πολίτη, θέματα που αφορούν την διδασκαλία των Θρησκευτικών, της Ιστορίας και της Γλώσσης στα Σχολεία, το Μεταναστευτικό και άλλα, προκειμένου συντόμως να καταθέσει τις απόψεις Της στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας και να ενημερώσει τον Λαό του Θεού.

Η Εκκλησία του Χριστού, ως μόνη σωστική Κιβωτός, θεωρούσα τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα, καλεί όλους σε προσευχή και ομοψυχία, μέσα στην ενότητα της πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και διαβεβαιώνει τον Λαό του Θεού και ιδιαιτέρως τους νέους ανθρώπους, ότι θα συνεχίσει δι’ όλων Της των δυνάμεων, το σπουδαίο φιλανθρωπικό και προνοιακό Της έργο, παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες που και η ίδια αντιμετωπίζει».

Η θεολογικό- διοικητική σύγχυση που εμπεριέχει η ανωτέρω ανακοίνωση φανερώνεται από την ανάμιξη της κοινωνικής προσφοράς της Εκκλησίας με το σωτηριολογικό αμιγές προσανατολισμό Της. Και η ανάμιξη αυτή σηματοδοτεί μία αόριστη πολιτικολογία που αποσκοπεί να τέρψει τα αυτιά των ακουώντων αλλά και να αποσοβήσει τον κίνδυνο διασάλευσης των αρχιερατικών λεπτών ισορροπιών...
Και ακριβώς η σύγχυση αυτή γίνεται αιτία εκμετάλλευσης από συγκριμένα ΜΜΕ που σε διατεταγμένη υπηρεσία των ανόμων ξένων κέντρων σπέρνουν διχόνοιες και εντέχνως διασπούν την προσδοκούμενη ενότητα μιλώντας περί συντηρητισμού, ζηλωτισμού, φανατισμού η εκσυχρονισμού. Προκειμένου μάλιστα να εδραιώσουν τις έριδες αυτές και τους διαχωρισμούς επιστρατεύουν αδρανοποιημένους, δηλαδή απόντες στην ουσία από την εκκλησιαστική ορθόδοξη κοινωνία μολυσμένους στο είναι τους από το παπικό μικρόβιο της αμφιβολίας, περισπούδαστους στη Δύση πανεπιστημιακούς δασκάλους. Αυτοί ξυπνώντας από το λήθαργο της απομόνωσης κοκορεύονται αρθρογραφώντας διαβρωτικά και επιζήμια σαν τους γνωστικούς των πρώτων χριστιανικών χρόνων...
Ευτυχώς όμως, τώρα ο λαός τους ξεχωρίζει και τους επαναφέρει στο περιθώριο και την απομόνωση, δίδοντας τη διάσταση του ανόητου στη σκέψη τους.

Συντάκτης: Δ.ΜΑΚΡΗΣ
Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2010