Έχει “ριζώσει” από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 στις πλαγιές του Βερμίου, σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων από την Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά και αποτελεί σημείο αναφοράς για τις νεότερες γενιές των Σανταίων, που κάθε χρόνο, την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου,
αποτίουν φόρο τιμής στην πρώτη γενιά των προσφύγων της επτάκωμης Σάντας του ιστορικού Πόντου, οι σελίδες της οποίας ‘έσβησαν’ στις 11 Σεπτεμβρίου 1921. Πρόκειται για τον ξενώνα “Τη Σάντας τ’ οσπίτ”, η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε με πρωτοβουλία του Νικολάου Τοπαλίδη.
“Σανταίοι πρώτης γενιάς, πρώτοι από όλους τους πρόσφυγες (σ.σ. από τον ιστορικό Πόντο) έχτισαν σε οικοπεδικό χώρο του Ιερού Ιδρύματος Παναγίας Σουμελά, τον πρώτο ξενώνα και τον ονόμασαν Τη Σαντάς τ’ οσπίτ”, δηλώνει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η πρόεδρος του Συλλόγου Σανταίων Θεσσαλονίκης “Η Επτάκωμος Σάντα”, Βικτωρία Σαββίδου.
“Δεν έλειψε ούτε ένας από το χτίσιμο του σπιτιού”, λέει η κ. Σαββίδου. Ο πρώτος όροφος αποπερατώθηκε το 1958 με την οικονομική συνδρομή των Σανταίων προσφύγων της πρώτης γενιάς. Ο δεύτερος όροφος προστέθηκε και αποπερατώθηκε το 1963 με δαπάνες του Νικολάου Τοπαλίδη στη μνήμη της συζύγου του Μαρίας.
Από την πρώτη στιγμή που “έπεσε” η ιδέα για τον ξενώνα, οι Σανταίοι, που ήταν φημισμένοι για τις πετρόκτιστες κατασκευές τους, δούλεψαν ομαδικά, ακατάπαυστα για το δικό τους σπίτι, εκεί όπου συγκεντρώνονταν για να αναπολήσουν μνήμες των πατρογονικών τους εστιών, να συναντηθούν με συγγενείς και φίλους τους που η μοίρα τους χώρισε, να κάνουν σχέδια για το μέλλον τους, συμπληρώνει η κ. Σαββίδου.
Από τα θεμέλια ακόμη και τις “ρίζες” του, το σπίτι αποτέλεσε “φωλιά” για όλους τους Σανταίους. Για τους μεγαλύτερους που εξιστορούσαν γεγονότα της ζωής τους στις Ποντιακές Άλπεις, εκεί σε μία σχεδόν απροσπέλαστη κόχη τους, από τις εξορίες του Ερζερούμ και του Χονούζ, όπου χάθηκαν ψυχές Σανταίων, αλλά και για τους νεότερους που ένοιωθαν την ανάγκη και το χρέος να “δεθούν” με την ιστορία του τόπου τους, τονίζει η κ. Σαββίδου.
Αυτό το “καταφύγιο” χτίστηκε στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στον ναό της Παναγίας Σουμελά. Άλλωστε και στον ιστορικό Πόντο, η επτάκωμη Σάντα ήταν η πλησιέστερη κωμόπολη με τη Μονή Σουμελά (386 μ.Χ.), 15 χιλιόμετρα νότια από το μοναστήρι. Μάλιστα, ο συγγραφέας Επαμεινώνδας Κυριακίδης στην “Ιστορία της Μονής Σουμελά” γράφει: “Οι Σανταίοι αγαπώσι δε καθ’ υπερβολήν και σέβονται την Ιεράν Μονή του Σουμελά υπέρ ης είναι πάντοτε πρόθυμοι να χύσωσι και το αίμα των (…)”.
Στον ξενώνα αυτόν, που ήταν σημείο συγκέντρωσης των προσφύγων της πρώτης γενιάς, ξεκίνησε, από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του, να τελείται μνημόσυνο στις 11 Σεπτεμβρίου (ημέρα καταστροφής της επτάκωμης Σάντας) για όσους χάθηκαν στη γενέθλια γη.
Το 1978, μετά τον μεγάλο σεισμό, ο ξενώνας υπέστη μεγάλες ζημίες, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν, με την κινητοποίηση, οικονομική συνδρομή και προσωπική εργασία πολλών Σανταίων δεύτερης γενιάς, απ’ όπου και αν βρίσκονταν, είτε στο Κιλκίς, είτε στην Ημαθία, είτε στη Δράμα, είτε στην Αλεξανδρούπολη, είτε σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Ελλάδας ή της γης. Ακολουθούν χρόνια επέκτασης και αναβάθμισης του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου και τη “Σάντας τ’οσπίτ” ανοίγει ακόμη περισσότερο την “αγκαλιά” του για τους Σανταίους, που κάθε χρόνο τιμούν την ιστορία τους.
“Εμείς, οι Σανταίοι, οι Πόντιοι γενικότερα, τον θάνατο τον τραγουδάμε, δεν τον φοβόμαστε. Ενενήντα επτά χρόνια δεν ξεχνάμε τους προγόνους μας, τους νεκρούς μας, κάνουμε μνημόσυνα, τους μνημονεύουμε, τους έχουμε μέσα στην ψυχή μας”, σημειώνει η κ. Σαββίδου.
Απέναντι από τη “Σάντας τ’ οσπίτ” βρίσκεται το μνημείο του Ολοκαυτώματος της Σάντας, που θεμελιώθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και αποπερατώθηκε το 1972 με πρωτοβουλία του Νικολάου Τοπαλίδη. Σχεδιαστής και γλύπτης του ο Ευθύμιος Καλεβράς από τον Καταχά Πιερίας και κατασκευαστής του ο λιθοξόος και τεχνίτης λίθινων κτισμάτων Μιλτιάδης Κωστηκίδης, Σανταίος από τη Μικρή Σάντα Βέροιας.
“Είναι κενοτάφιο. Δεν είναι για αυτούς που χάσαμε στην Ελλάδα, είναι για αυτούς που χάσαμε εκεί και δεν τους θάψαμε. Μωρά, γριές, παππούδες, όσοι χάθηκαν στις εξορίες του Ερζερούμ και του Χονούζ”, σημειώνει η κ. Σαββίδου, υπογραμμίζοντας πως αν και έχουν περάσει περίπου εκατό χρόνια, η μνήμη παραμένει άσβεστη και το χρέος θα εκπληρώνεται κάθε χρόνο και από τις επόμενες γενιές.